Η ζωή ενός άστεγου στο Βόλο – Ο Παναγιώτης διηγείται μέρες και νύχτες στους δρόμους

Στο δρόμο ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία . Είναι οι «αόρατοι» άστεγοι που βρίσκουν καταφύγιο σε πλατείες του Βόλου. “Είμαστε άστεγοι και τίποτα άλλο δεν ζητούμε παρά να έχουμε μια δουλειά για να επιβιώσουμε”. Και μπορεί κάποιοι να μην τους «βλέπουν», όμως οι άστεγοι υπάρχουν στους δρόμους του Βόλου πρωί και βράδυ, παρά την αδιαφορία για το πρόβλημα. Ζούν στο υπογάστριο της πόλης, στα πάρκα της , στον Αναυρο, στις πλατείες. Είναι οι “σκιές” του κέντρου. Ο Παναγιώτης, είναι  τεχνίτης  και «πιάνουν τα χέρια του, αλλά δεν έχει δουλειά » όπως μας λέει. Παλαιότερα ήταν μπογιατζής αλλά τα τελευταία είναι άνεργος.

Ο Παναγιώτης Κηρύκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βόλο μέσα σε ένα σπίτι με πολλά μέλη. Μέσα στο ίδιο σπίτι με τους γονείς του και τον παππού τους, ο Παναγιώτης ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας βιοπαλαιστών καθώς ο πατέρας του εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής σε οικοδομές και η μητέρα του καθάριζε καφετέριες στην παραλία του Βόλου. Ο Παναγιώτης πήρε το δρόμο των ναρκωτικών ουσιών από την ηλικία των 14 ετών ενώ η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του έγινε το 1988 όταν βγήκε από το στρατό.

Η συνέχεια της ζωής του ήταν περιπετειώδης καθώς μπαινόβγαινε στις φυλακές των Τρικάλων, της Λάρισας και του Βόλου για χρέη, γεγονός που τον ακολουθεί  μέχρι και σήμερα. Η ζωή του επιφύλαξε ένα γάμο από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά αλλά το διαζύγιο με τη γυναίκα του, τον οδήγησε  στο δρόμο. «Η πρώην γυναίκα μου δεν ήθελε να έχω σχέσεις με τα παιδιά. Τα έβλεπα στο πάρκο κρυφά όταν έβγαιναν να παίξουν. Ο γιος μου ζει με τη γυναίκα μου στο Βόλο αλλά δεν έχουμε επαφές. Η κόρη μου παντρεύτηκε  στην Αθήνα. Μιλούσαμε πού και πού στο τηλέφωνο αλλά εδώ και τρία χρόνια δεν έχουμε καμία επικοινωνία» υποστηρίζει με παράπονο ο Παναγιώτης ο οποίος διατηρεί μόνο τυπικές επαφές με τα υπόλοιπα αδέρφια του, τα οποία έχουν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες.

Για ένα διάστημα, ένας ιδιοκτήτης γραφείου τελετών τον είχε ως υπάλληλο όπου του παραχωρούσε το γραφείο ως διαμονή και του προσέφερε και ένα πιάτο φαγητό. Στη συνέχεια, γνώρισε μια κοπέλα και έμεινε στο σπίτι της κρατώντας ένα δεσμό δέκα ετών. «Ένα πρωί πριν από περίπου έξι μήνες, η κοπέλα μου πήρε τα ρούχα μου και τα πράγματά μου  και τα πέταξε στον κάδο των σκουπιδιών έξω από το σπίτι» αναφέρει ο Παναγιώτης για τη δεύτερη φορά που βρέθηκε περιπλανώμενος στους δρόμους της πόλης του Βόλου.

Ο Παναγιώτης είναι ένας από τους δύο μόνιμους άστεγους που κοιμούνται στην πλατεία Ελευθερίας. «Δύσκολη η ζωή στο δρόμο όταν δεν έχεις ανθρώπους να σε στηρίξουν, ειδικά το χειμώνα» αναφέρει ο Παναγιώτης που ζητάει μια ακόμη ευκαιρία από τη ζωή. Αναφέρει πως στην παραλία του Βόλου μέχρι τον Άναυρο υπάρχουν αρκετοί άστεγοι. «Μερικές φορές κοιμάμαι στην πλατεία Ελευθερίας. Ένα καφέ έχει βγάλει δύο καναπέδες όπου μπορούμε να κοιμηθούμε σε ένα απάγκιο. Άλλες φορές, κοιμάμαι στα σκαλιά του δημαρχείου του Βόλου» σημειώνει ο Παναγιώτης.

Η αλληλεγγύη των περαστικών είναι η μικρή αχτίδα της καθημερινότητας για αυτούς τους ανθρώπους καθώς κάποιοι περαστικοί προσφέρουν είτε χρήματα είτε σακούλες με σουβλάκια ή ακόμα και σπιτικό φαγητό στους άστεγους. «Ένα βράδυ, ένας άγνωστος ήρθε και με σκέπασε με ένα πάπλωμα και μου το άφησε» δηλώνει με συγκίνηση ο Παναγιώτης ενώ μεγάλη μνεία κάνει στον πατέρα Θεόδωρο Μπατάκα από τον Άγιο Νικόλαο. «Ρούχα μου δίνει ο Εσταυρωμένος και τρώω στα συσσίτια της εκκλησίας. Την προηγούμενη φορά που ήμουν άστεγος για ένα χρόνο πριν από τέσσερα χρόνια, ο παπά Θόδωρος μου είχε πληρώσει για ένα μήνα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο για να μείνω μέσα στα Χριστούγεννα» αναφέρει ο Παναγιώτης.

Ωστόσο, οι βιοτικές δυσκολίες είναι πολλές. «Είμαστε εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο. Δεν ξέρουμε αν και πώς θα ξημερώσουμε. Δεν έχουμε τίποτα δεδομένο. Μπορεί να μας δαγκώσει κανένα σκυλί ή να αρρωστήσουμε. Άστεγοι φίλοι μου στο παρελθόν έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή άλλοι έξω σε παγκάκια και άλλοι μέσα σε αυτοκίνητα που διέμεναν. Ευτυχώς, ανά καιρούς ένας φίλος μου μού προσφέρει το μπάνιο» τονίζει ο 54χρονος.

Το παράπονο, ωστόσο, προς την κρατική και δημοτική  πρόνοια δεν το κρύβει. Πριν από τέσσερα χρόνια, είχε απευθυνθεί στον ξενώνα αστέγων και έκανε όλα τα χαρτιά. Ωστόσο, απορρίφθηκε εξαιτίας του ποινικού μητρώου του που έγραφε την έκτιση της ποινής του σε φυλακές 16 χρόνια πριν. «Πριν από λίγο καιρό έκανα τα χαρτιά μου για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και εγκρίθηκε για έξι μήνες να λαμβάνω 100 ευρώ μετρητά και 100 ευρώ σε μια κάρτα για ψώνια. Αν, όμως, μέσα στο εξάμηνο νοικιάσω ένα σπίτι, το ΚΕΑ θα κοπεί. Αν δεν νοικιάσω, μετά από έξι μήνες θα πρέπει να γίνει ανανέωση του ΚΕΑ, γεγονός που θα πάρει ένα μήνα για να δει η επιτροπή ότι είμαι άστεγος» αναφέρει ενώ αναφέρει με παράπονο την πλήρη αδιαφορία του κράτους για όσους είναι στο δρόμο. «Πολλές φορές αναρωτιόμαστε “Τι είμαι; Από πού είμαι;”» λέει με πόνο καρδιάς ο Παναγιώτης.

Ο Παναγιώτης ζητάει μια ευκαιρία από τη ζωή. «Θέλω να δουλέψω, δεν είμαι άεργος. Έχω δουλέψει ως ελαιοχρωματιστής και τα τελευταία τέσσερα χρόνια δούλευα λαντζιέρης σε ταβέρνα σε νησί. Κάποιες φορές, ο παπά Θόδωρος μου κανόνιζε μεροκάματα σε οικοδομές. Αν μου δοθεί η ευκαιρία, θέλω να δουλέψω και να νοικιάσω ένα μικρό διαμέρισμα –έστω και σε υπόγειο- με ένα κρεβάτι και ένα μάτι για να μαγειρεύω» είναι η κραυγή απόγνωσης του 54χρονου που ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΣΙΑΣ