Κοινός νους, υποκρισία και ατιμωρησία σεξουαλικών εγκλημάτων

Του Δημήτρη Χριστόπουλου 

Οι αποκαλύψεις σεξουαλικών εγκλημάτων είναι σαν ένα σπυρί που σπάει ύστερα από χρόνια αδιαφορίας. Μια χρόνια αμπαρωμένη ντουλάπα που ανοίγει και γκρεμίζει με την ορμή της ό,τι βρει στο διάβα της.
Για το λόγο αυτόν, αν το πιο σημαντικό είναι τα θύματα να νιώθουν τη συμπαράσταση της κοινωνίας ώστε να βγουν μπροστά, το δεύτερο πιο σημαντικό είναι να αξιολογούμε με κοινό νου: άλλη η απαξία ενός βιασμού κι άλλη ενός κακόγουστου σεξιστικού σχολίου, όπως αυτό που έκανε εσχάτως ένας ηθοποιός.
Με την ευκαιρία, επειδή τώρα το κλίμα είναι θετικό στην συμπαράσταση και όχι στην αδιαφορία, βλέπω με χαρακτηριστική ευκολία τηλεοπτικές περσόνες που κατά τα λοιπά συστηματικά καλλιεργούν την ευτέλεια να εμφανίζονται ως οι κήνσορες της δημόσιας ηθικής και τροχονόμοι της αισθητικής μας. Υπάρχει όμως κι ένα όριο στην υποκρισία: το ότι ο Τζούμας έκανε ένα σχόλιο το οποιο είναι άξιο να στηλιτεύσουμε, δεν εξαγνίζει όλη την αισχρότητα της ελληνικής τηλεόρασης από το πρωί ως το βράδυ που αίφνης βρήκε θέμα ώστε να μας κάνει μαθήματα αντισεξισμού και δημόσιας ηθικής δια του cancel culture. Έλεος!
Ποιο είναι λοιπόν το έσχατο νήμα που ενώνει τα εγκλήματα που εσχάτως μας απασχολούν και μας σοκάρουν: τις αποκαλύψεις νέων γυναικών για βιασμούς από τη Σοφία Μπεκατώρου ως τη νεαρή Γεωργία Μπίκα και την φοβερή ιστορία του παπά από την Άρτα, που κατηγορείται για κατ’εξακολούθηση βιασμούς;
Μπορεί εύκολα κανείς να μιλήσει για τον σεξισμό και την ταξική μεροληψία, δύο στοιχεία παρόντα σε όλα τα εγκλήματα για τα οποία κάνουμε λόγο.
Ωστόσο, τόσο ο σεξισμός όσο και η εξουσιαστικότητα αναβλύζουν παντού στην κοινωνία μας ως δηλητήριο.
Δεν οδηγούν όμως παντού στο έγκλημα. Τις περισσότερες φορές φτάνουν ως την προσβολή ή την καταφρόνηση και ως εκεί. Καταδικαστέο κι αυτό αλλά ουδεμία σχέση με ανθρωποκτονία ή βιασμό.
Νομίζω πως το κατεξοχήν νήμα που ενώνει τα εγκλήματα αυτά είναι η αίσθηση της ατιμωρησίας που έχουν οι θύτες. Είτε είναι ιερωμένοι που θεωρούν πως είναι υπεράνω κάθε ηθικής υποψίας, είτε γόνοι καλών οικογενειών που κάνουν πάρτυ και περηφανεύονται για τα κατορθώματά τους στο Μακελειό, είτε προπονητές που νιώθουν άνετα να κακοποιούν κατ’εξακολούθηση νεαρές αθλήτριες, όλοι ορμώνται από μια αίσθηση βαθιάς έπαρσης πως ό,τι και να γίνει θα τη γλιτώσουν. Και δυστυχώς, έχουν το δίκιο τους διότι κατά κανόνα τη γλιτώνουν.
Για το λόγο αυτό έχει σημασία να παύσει η ατιμωρησία των εγκλημάτων αυτών. Διότι – συγχωρέστε με – το “γαμάω και δέρνω” δεν μπορεί να έχει θέση σε μια κανονική κοινωνία ανθρώπων.
Για το λόγο αυτό έχει σημασία η αλληλεγγγύη στα θύματά τους.
Διότι μόνο έτσι έχουμε μια στοιχειώδη ελπίδα να αφήσουμε μια κοινωνία με λιγότερα τέτοια εγκλήματα, μια κοινωνία καλύτερη στα παιδιά μας.