Μηνύματα και προκλήσεις των εκλογών στη Γαλλία

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη,
Βασίλειου Γ. Μπέτση

Η εκλογή στην Γαλλική Προεδρία του Ε.Μακρόν (7/5/2017- 66.1% έναντι 33.9% της Μ.Λεπέν) και η επίτευξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (308 βουλευτές) του προεδρικού κομματικού σχηματισμού(LRM) στις βουλευτικές εκλογές του 2017, σηματοδότησε την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της Γαλλίας και την σταδιακή απομάκρυνση του γαλλικού πολιτικού συστήματος από τον κυρίαρχο δικομματισμό (Γκωλικό και Σοσιαλιστικό κόμμα) της μεταπολεμικής περιόδου. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του τον Μάϊο του 2017 ο νεοκλεγείς Γάλλος Πρόεδρος, συναντήθηκε, μεταξύ των άλλων, με την δυσμενή και την ανησυχητική κατάσταση των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων στην Γαλλία, αφού από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού.

Παράλληλα, στο επίπεδο του συνταξιοδοτικού συστήματος, ο Γάλλος Πρόεδρος συναντήθηκε (2019) με το επίπεδο του ορίου φτώχειας, το οποίο για κάθε άτομο ήταν 1.015 ευρώ τον μήνα, σε βαθμό που σε σύνολο συνταξιούχων 17 εκατομ. ατόμων (2019), 1,4 εκατομ. συνταξιούχοι (8,3%) διαβιούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην Γερμανία 51,4% (9,3 εκατομ. άτομα) του συνόλου των συνταξιούχων διαβιούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Στις συνθήκες αυτές, οι ασκούμενες πολιτικές της κυβέρνησης του Ε.Μακρόν κατά την περίοδο 2017-2022, κινήθηκαν με ταχύτητα και κοινωνική σκληρότητα στην νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» στρατηγική «σταθεροποίησης της οικονομίας με αποσταθεροποίηση της εργασίας και της κοινωνίας», δημιουργώντας νέους όρους αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και στασιμότητας.
Έτσι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική της πρώτης προεδρικής θητείας του Ε.Μακρόν υλοποιείται με την μείωση των μισθολογικών και των κοινωνικών δαπανών, την αύξηση της ευελιξίας και της ανασφάλειας της εργασίας, των κοινωνικών και των περιφερειακών ανισοτήτων, την αύξηση του αριθμού των φτωχών-εργαζομένων, των έμφυλων ανισοτήτων, της μείωσης της αγοραστικής δύναμης από την αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας και κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες της καθίζησης της αγοραστικής δύναμης των γάλλων εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία και των παρενεργειών τους στον υψηλό πληθωρισμό και στην έκρηξη των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, των μεταφορών, των βιομηχανικών προϊόντων, των προϊόντων διατροφής, κ.λ.π.

Έτσι, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημόσιων Πολιτικών (2021) τα κοινωνικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης του Ε.Μακρόν συνέβαλαν στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου κατά 2,8% του πλουσιότερου 1% των γάλλων. Αντίθετα τα συγκεκριμένα μέτρα μείωσαν το βιοτικό επίπεδο του 1% των φτωχότερων γάλλων κατά 0,17%.
Οι συνέπειες των προαναφερόμενων ασκούμενων πολιτικών στην επιδείνωση, μεταξύ των άλλων, του βιοτικού επιπέδου του γαλλικού λαού και στην διεύρυνση των κοινωνικών, υγειονομικών και εισοδηματικών ανισοτήτων αποτέλεσαν ουσιαστικά το οικονομικό-κοινωνικό υπόβαθρο των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων», οι οποίες ξεκίνησαν κατά το 2019 από την ξεχασμένη Γαλλία της περιφέρειας και διευρύνθηκαν σταδιακά με τη συμμετοχή τους στις μαζικές κινητοποιήσεις των συνδικάτων σε ολόκληρη την Γαλλία, ιδιαίτερα μετά την πρόταση της κυβέρνησης του Ε.Μακρόν για το συνταξιοδοτικό.

Εστιάζονται, μεταξύ των άλλων, στην μετατροπή του ισχύοντος διανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος σε σύστημα σημείων (point system) καθορισμένων εισφορών, μειώνοντας το επίπεδο των συντάξεων κατά 20%-25% σε σύγκριση με το σημερινό επίπεδο. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την Έκθεση των επιπτώσεων που συνόδευε την πρόταση της γαλλικής κυβέρνησης, προβλέπονταν μία σημαντική μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών από 13,8% του ΑΕΠ το 2018 σε 10,5% του ΑΕΠ το 2070 (3,3 ποσοστιαίες μονάδες) και με συνολικό αριθμό συνταξιούχων από 19,9 εκατομ. άτομα το 2019 σε 24,8 εκατομ. άτομα το 2070.

Η μείωση αυτή των συνταξιοδοτικών δαπανών θα είναι, μεταξύ των άλλων, το αποτέλεσμα της μείωσης των συντάξεων με την μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης (αναλογία μεταξύ του τελευταίου μισθού και του ποσού της σύνταξης) από 50% το 2016 σε 36% το 2070, εξοικονομώντας μέχρι το 2027 πόρους της τάξης των 12 δις ευρώ. Παράλληλα, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών στους δημόσιους φορείς από 23,8% σε 16,8%(ιδιωτικό τομέα), θα στερήσει από έσοδα το συνταξιοδοτικό σύστημα της Γαλλίας, σύμφωνα με την Έκθεση των επιπτώσεων, τα οποία θα αντιστοιχούν σε έλλειμμα 43 δις ευρώ το 2025.

Αντίθετα, σύμφωνα με την έρευνα του Ageing Working Group (AWG, 2021) η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Γαλλία, χωρίς καμία παρέμβαση στο υπάρχον συνταξιοδοτικό σύστημα, θα μειωθεί από 14,8% του ΑΕΠ το 2020 σε 12,6% το 2070 (2,2 ποσοστιαίες μονάδες). Στο περιβάλλον αυτό της όξυνσης του κοινωνικού ζητήματος και της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, δεδομένου ότι το 10% των πιο πλουσίων νοικοκυριών συγκέντρωνε το 55% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και ιδιοποιήθηκε το 33% του συνόλου του εισοδήματος της χώρας (Th.Piketty,2019), διεξήχθησαν (2022) οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία.

H επανεκλογή (24/4/2022) του Ε.Μακρόν στην Γαλλική Προεδρία με 58,2% έναντι 41,8% της Μ.Λεπέν αποτέλεσε, όπως και ο ίδιος υποστήριξε στον σύντομο χαιρετισμό του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, μία επιλογή των γάλλων ψηφοφόρων κατά της υποψηφιότητας της Μ.Λεπέν και όχι μία επιλογή υπέρ της υποψηφιότητας του. Αυτό το χαρακτηριστικό της ετεροψηφοφορίας (αλληλοϋποστήριξη των δημοκρατικών κομμάτων απέναντι στην υποψηφιότητα του Ζ.Μ.Λεπέν και της Μ.Λεπέν), συνεπικουρούμενο και από το υψηλό επίπεδο (53,7%) της αποχής, που παρατηρείται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στις εκλογικές αναμετρήσεις της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν λειτούργησε στις βουλευτικές εκλογές(19/6/22), με αποτέλεσμα, για πρώτη φορά κατά την τελευταία εικοσαετία, ο προεδρικός κομματικός σχηματισμός(Ensemble-Μαζί) να μην επιτύχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία(289 βουλευτές).

Έτσι, τα αποτελέσματα των βασικών κομματικών σχηματισμών του δεύτερου γύρου(19/6/22) των βουλευτικών εκλογών διαμορφώθηκε ως εξής:
α)Ensemble-Μαζί(Μακρόν) 245 βουλευτές και 16,49% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, β)Nupes-Λαϊκή Ένωση (Μελανσόν) 131 βουλευτές και 13,94% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, γ) Rassemblement National-Εθνικός Συναγερμός (Λεπέν) 89 βουλευτές και 7,39% των εγγεγραμένων ψηφοφόρων, και δ)Les Republicains-Γκωλικοί 61 βουλευτές και 3,11% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Στις συνθήκες αυτές η Ακροδεξιά ( Μ.Λεπέν), για πρώτη φορά κατά την τελευταία εικoσαετία, στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών δεν αντιμετώπισε ένα ενιαίο μέτωπο αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των υποψηφίων των δημοκρατικών κομμάτων, επειδή οι τρείς εκλογικοί σχηματισμοί (Μακρόν, Μελανσόν, Γκωλικοί) εξαιτίας των πολύ διαφορετικών προτάσεων, κατά βάση, οικονομικής, αμυντικής, εξωτερικής, κοινωνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής, ήταν εντελώς στεγανοποιημένοι και ανταγωνιστικοί.

Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των βουλευτικών εκλογών του δευτέρου γύρου, το 70% των ψηφοφόρων του Μακρόν επέλεξε την αποχή όπου ένας υποψήφιος της Λεπέν αντιμετώπιζε έναν υποψήφιο του Μελανσόν (ΚReport,21/6/2022). Στο εκλογικό αυτό περιβάλλον η Ακροδεξιά συναντώντας εκλογικές συμπεριφορές πολιτικής της νομιμοποίησης, αξιοποίησε την ρήξη του ενιαίου δημοκρατικού μετώπου, σε βαθμό που οι 89 βουλευτές που εκλέχτηκαν σε εκτεταμένη γεωγραφική διασπορά και όχι μόνο βορειοανατολικά (πυρήνας της ακροδεξιάς εκλογικής βάσης) είναι έντεκα φορές περισσότεροι από τους οκτώ βουλευτές του 2017.

Όμως, οι γάλλοι ψηφοφόροι στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2022, προειδοποίησαν με σαφές μήνυμα το πολιτικό σύστημα, με την αποχή και την εκλογή του Ε.Μακρόν στην Γαλλική Προεδρία, εκφράζοντας την δυσαρέσκεια ,την δυσπιστία και την απογοήτευση τους και παράλληλα αρνήθηκαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στον προεδρικό κομματικό σχηματισμό, αποτρέποντας την επανάληψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της περιόδου 2017-2022.
Οι γάλλοι ψηφοφόροι εξέφρασαν πολιτικά, δημοκρατικά και κατηγορηματικά την άρνηση τους να συνυπάρχουν, κατά τα επόμενα χρόνια του 21ου αιώνα, με την κοινωνική αποσύνθεση και την κοινωνική οπισθοδρόμηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, των ανισοτήτων, της ευελιξίας της απασχόλησης και της συνταξιοδοτικής ανασφάλειας.

Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην πρώτη δημοσκόπηση (22/6/22) μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών επτά στους δέκα γάλλους ψηφοφόρους εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι από τα αποτέλεσμα των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών. Ταυτόχρονα, οι γάλλοι ψηφοφόροι διακήρυξαν ότι η επίλυση σε βάθος του κοινωνικού ζητήματος στην Γαλλία και την Ευρώπη θα αποτρέψει στην γηραιά ήπειρο και στην Γαλλία την εξάπλωση της Ακροδεξιάς και όχι τα εκλογικά παίγνια τα οποία κάποιες φορές στην ιστορία αποδείχθηκαν επικίνδυνα για την δημοκρατία και την κοινωνία.