Ολοσχερή καταστροφή άφησε πίσω της η πυρκαγιά που ξέσπασε χθες το απόγευμα στην επιχείρηση τροφίμων Καρακατσάνη, στην Α΄ΒΙ.ΠΕ. Βόλου. Η φωτιά τέθηκε υπό μερικό έλεγχο γύρω στις 11 τη νύχτα, ωστόσο μέχρι και το πρωί υπήρχαν μικρο-εστίες και οι πυροσβέστες παρέμεναν στον χώρο για να αντιμετωπίσουν τυχόν αναζωπύρωση.
Η φωτιά ξέσπασε στις 6 το απόγευμα, ενώ το εργοστάσιο ήταν κλειστό, από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Πληροφορίες αναφέρουν ότι εκδηλώθηκε αρχικά στον εξωτερικό χώρο της επιχείρησης και γρήγορα επεκτάθηκε στο εσωτερικό, παίρνοντας τεράστιες διαστάσεις, καθώς στο κτίριο υπήρχαν λάδια και άλλα τρόφιμα, χαρτικά και απορρυπαντικά. Σημειώνεται ότι αρχικά τυλίχθηκε στις φλόγες το υπόστεγο, η σκεπή του οποίου υποχώρησε και έφραξε την κεντρική είσοδο για την αποθήκη, γεγονός που εμπόδισε την είσοδο των πυροσβεστών στο κτίριο. Τα λάδια ήταν αυτά που θέριεψαν τις φλόγες και οι πυροσβέστες έριξαν αφρό για να την ανάσχεση της φωτιάς. Στο εσωτερικό του κτιρίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μεγάλο θερμικό φορτίο και οι πυκνοί καπνοί που τύλιξαν την περιοχή, ήταν ορατοί από την πόλη του Βόλου.
Ισχυρές πυροσβεστικές δυνάμεις και εθελοντές έδωσαν επί ώρες “μάχη” με τις φλόγες, μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη της επιχείρησης Κ. Καρακατσάνη, μελών της οικογένειάς του, αλλά και εργαζομένων που βρέθηκαν εκεί από την πρώτη στιγμή, αγωνιώντας για την επόμενη μέρα.
Να σημειωθεί ότι ο Κ. Καρακατσάνης έμαθε για τη φωτιά στο εργοστάσιό του ενώ βρισκόταν χθες το απόγευμα στην έκθεση vintage αυτοκινήτων, στην παραλία του Βόλου, καθώς είναι πρόεδρος του Συλλόγου «Φ.Ι.Ο.-Φίλοι Ιστορικού Οχήματος».
Αργά το βράδυ η αντιπεριφερειάρχης Μαγνησίας κ. Δωροθέα Κολυνδρίνη συγκάλεσε εκτάκτως συνεδρίαση του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας, για την αποτίμηση τυχόν περιβαλλοντικών επιπτώσεων της πυρκαγιάς.
Προανάκριση για τα αίτια της φωτιάς διενεργείται από το ανακριτικό τμήμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Βόλου. Πάντως, “πηγές” της Πυροσβεστικής θεωρούν σχεδόν απίθανο το ενδεχόμενο του εμπρησμού και εκτιμούν ότι κατά πάσα πιθανότητα η πυρκαγιά οφείλεται σε κάποιο βραχυκύκλωμα, καθώς στον χώρο υπήρχαν πολλά ψυγεία για τη διατήρηση των τροφίμων.