Ανάπτυξη, αλλά μακροχρόνια και χωρίς νέες ανισότητες

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Οταν – μετά από μακρά περίοδο στασιμότητας – μια οικονομία επιχειρεί να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, δύο φόβους αντιμετωπίζει: πρώτα από όλα, αν καταφέρει να πείσει εγχώριους και ξένους επενδυτές ότι θα υιοθετήσει ένα συστηματικό και αξιόπιστο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις με την εκ των υστέρων φορολογία ή άλλου είδους μελλοντική παρεμπόδιση των κεφαλαίων που θα επενδύσουν τώρα στη χώρα. Αν υπάρχει εκτίμηση ότι η χώρα κάποια στιγμή θα μπει στον πειρασμό να παραβεί αυτόν τον κανόνα, τότε τα κεφάλαια, είτε θα κυνηγήσουν μόνο βραχυχρόνια κέρδη για να πουλήσουν και να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την αγορά είτε δεν θα έλθουν καθόλου. Η ανάπτυξη τότε θα είναι μια σύντομη παρένθεση χωρίς να αφήσει μια μακροχρόνια δυναμική.
Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να εξορκίσει τέτοιους φόβους με αλλεπάλληλες μειώσεις φορολογίας και διάφορες διευκολύνσεις προς επίδοξους επενδυτές, πλην όμως παραμένει μια σκιά αμφιβολίας για τη μεταχείρισή τους στο μέλλον: Για παράδειγμα, η αχανής δημοσιονομική χαλάρωση που ξεκίνησε με την πανδημία και συνεχίζεται με παροχές προς πάσα κατεύθυνση για να μετριαστεί η επιβάρυνση των τιμών ενέργειας, αποτελεί για πολλούς προάγγελο μελλοντικών φορολογικών μέτρων για να εξισορροπηθεί κάπως το διευρυνόμενο έλλειμμα. Η πολιτική αστάθεια με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις είναι επίσης άλλη μία εστία αβεβαιότητας που θα κάνει διστακτικούς τους επενδυτές, ιδιαίτερα σε τομείς παραγωγής που απαιτείται μακροχρόνια ενασχόληση και δέσμευση κεφαλαίων.

Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια έχουν μεν γίνει κάμποσες μεγάλες επενδύσεις, λίγες όμως από αυτές αφορούν στην εγκατάσταση παραγωγικού εξοπλισμού. Μερικές μάλιστα που είχαν εξαγγελθεί σε τομείς νέων τεχνολογιών ματαιώθηκαν τελικά. Την ίδια στιγμή, κυριαρχούν οι αγορές real-estate και τα βραχυχρόνια deals των κερδοσκοπικών funds. Πολλά μάλιστα δανειοδοτούνται αθρόως από το τραπεζικό σύστημα και μόλις πετύχουν μια γρήγορη υπεραξία πουλάνε και εγκαταλείπουν τη χώρα.
Γεωπολιτική αβεβαιότητα
Αν προσθέσει κανείς και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα λόγω Τουρκίας, το επενδυτικό κλίμα δεν προκύπτει τόσο στέρεο και αξιόπιστο ώστε να εξασφαλίσει μια δυναμική και μακροχρόνια επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Θα χρειαστούν πολύ πιο συντονισμένες προσπάθειες για τη σταθερότητα των φορολογικών κανόνων και τη συνολική αναβάθμιση του θεσμικού επενδυτικού πλαισίου για να αλλάξει «επενδυτική πίστα» η χώρα.

Ακόμα όμως και αν αυτός ο φόβος μετριαστεί και αρχίσει μια απρόσκοπτη ροή επενδύσεων, υπάρχει μια δεύτερη ανησυχία για την κοινωνική ευστάθεια της αναπτυξιακής διαδικασίας και τις ασύμμετρες συνέπειες που θα έχει στις προοπτικές ευημερίας των νοικοκυριών. Καθώς το πιθανότερο είναι τις ευκαιρίες ανάπτυξης και επενδύσεων, να τις αδράξουν πρώτα τα πλουσιότερα νοικοκυριά γιατί έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα και οι πιο υψηλόμισθοι γιατί βρίσκονται σε πιο προνομιούχες θέσεις, οι πιο φτωχοί θα βρεθούν ακόμα πιο πίσω στη σύγκριση εισοδημάτων. Μόνο πολύ αργότερα τα φτωχά νοικοκυριά θα αρχίσουν να βελτιώνουν τα εισοδήματά τους και η έξαρση της ανισότητας ίσως τότε να περιοριστεί.

Το φαινόμενο αυτό αρχικά της ανόδου και μετά καθόδου της ανισότητας μοιάζει με σχήμα καμπάνας και είναι γνωστό ως «Καμπύλη Κούζνετς» από τον γνωστό αμερικανό νομπελίστα που το μελέτησε τη δεκαετία του 1950 και εντοπίζεται ανελλιπώς σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης των προηγμένων οικονομιών. Ή μάλλον – για να είμαστε ακριβέστεροι – βλέπουμε ότι η μεν διεύρυνση των ανισοτήτων στην πρώτη φάση ανάπτυξης είναι έντονη και παρατεταμένη αλλά η κατοπινή μείωσή τους είναι μάλλον ασθενική και βραδεία. Στη σημερινή ελληνική οικονομία υπάρχουν πάμπολλα γνωρίσματα που τροφοδοτούν τις ανισότητες, ακόμα και χωρίς την έλευση των επενδύσεων.
Ανακατανομή

Ο λόγος είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση είχε φροντίσει να πυροδοτήσει μια διαδικασία ανακατανομής υπέρ των πλουσιότερων νοικοκυριών μέσω τριών συγκεκριμένων μέτρων:

* Την πρωτοφανή μείωση της φορολογίας μερισμάτων στο 5% ενισχύοντας έτσι τους μεγαλομετόχους και ακυρώνοντας τη διάθεση αποταμίευσης των κερδών και τις επενδύσεις που διαφορετικά θα έκαναν οι επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, ακυρώνουν και θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί αν τα κέρδη επανεπενδύονταν.
* Την πλήρη απαλλαγή κληρονομικής μεταβίβασης περιουσίας έως το πρωτοφανές ύψος των 800.000 ευρώ, πράγμα που οδηγεί στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων περιουσίας υπέρ των εύπορων γόνων, χωρίς να έχουν κοπιάσει οι ίδιοι ούτε κατ’ ελάχιστον για την απόκτησή της.
* Την πρωτοφανή γενναιοδωρία του Ταμείου Ανάκαμψης να συμβάλει κατά 50% στις επενδυτικές προτάσεις που εγκρίνουν οι τράπεζες και χρηματοδοτούν οι ίδιες κατά 30%, ενώ ο ιδιώτης αρκείται στο 20%, ποσοστό που ανέτως μπορεί να αντιπροσωπεύει πολύ μικρότερες δικές του δαπάνες (για να θέσουμε κομψά την απάτη των υπερτιμολογήσεων).

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι τράπεζες θα τείνουν να ευνοούν τους ήδη δικούς τους πελάτες, έτσι ώστε να διευρύνουν τη ρευστότητά τους και ας αποκλείονται με τον τρόπο αυτόν οι νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα έπρεπε να αποτελούν την αιχμή στη νέα περίοδο ανάπτυξης της χώρας.

Και τα τρία παραπάνω μέτρα βρίσκονται ήδη σε πλήρη εξέλιξη, δημιουργώντας ασύμμετρες καταστάσεις εις βάρος των φτωχότερων εργαζομένων, των νοικοκυριών που δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους και στις νέες επιχειρήσεις που θα βλέπουν ξανά την προοπτική χρηματοδότησης να στενεύει απελπιστικά.

Φυσικά θα ήταν αστείο να υποστηρίξει κανείς ότι όλοι αυτοί θα μπορούσαν να περιμένουν για το πότε θα «γυρίσει προς τα κάτω» η Καμπύλη Κούζνετς και αυτόματα να αρχίσουν και οι φτωχότεροι να επωφελούνται από τις αυξημένες δυνατότητες της οικονομίας! Οχι μόνο γιατί στη διάρκεια των κρίσεων των Μνημονίων και της πανδημίας ήταν ακριβώς τα ίδια στρώματα που βίωσαν τη μεγαλύτερη συμπίεση εισοδημάτων, αλλά και γιατί η τρέχουσα ενεργειακή κρίση θα τα ισοπεδώσει ακόμα περισσότερο.
Πολιτική ανάσχεσης των ανισοτήτων

Αν πραγματικά νοιαζόμαστε για τη συνοχή της κοινωνίας και την ανάγκη να προστατευτούν οι πιο ευάλωτοι από τα απανωτά πλήγματα των κρίσεων, χρειάζεται να επιδιώξουμε μια συγκεκριμένη πολιτική ανάσχεσης των ανισοτήτων και αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών που είχαν οι μέχρι τώρα πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος ενδελεχείς αναλύσεις για να δει ότι τα πρώτα αναγκαία μέτρα είναι η αύξηση της φορολογίας μερισμάτων, ο περιορισμός του σκανδαλώδους αφορολόγητου για τις κληρονομιές και γενικότερα ο εντοπισμός και η δίκαιη φορολόγηση μεγάλου (και κρυμμένου) πλούτου. Δεν αρκούν όμως αυτά.

Αν και απαραίτητη, η μεγάλη πρόκληση δεν είναι μόνο να φορολογηθούν δικαιότερα τα υφιστάμενα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία. Αλλά πώς αυτά που θα δημιουργηθούν θα κατανεμηθούν τόσο με κριτήρια επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας όσο και με στόχευση δίκαιης ανάπτυξης. Δηλαδή με ανοιχτούς και επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους για τη νέα και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα, με ρήτρες απασχόλησης για να βρίσκουν ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας οι νέοι, και επίσης με διαρκή τους εκπαίδευση για να έχουν τα προσόντα να τις διεκδικούν.

Μην ξεχάσουμε όμως και μία σημαντική λεπτομέρεια: όσοι στις προηγούμενες περιόδους πήραν δάνεια που – ενώ έχουν περιουσία και δυνατότητες – αρνούνται πεισματικά να αποπληρώσουν, εννοείται ότι θα πρέπει να μείνουν ερμητικά εκτός από νέες ενισχύσεις για να μη μετατραπεί το Ταμείο Ανάκαμψης σε πλυντήριο των τζαμπατζήδων που αενάως τα καταφέρνουν εις βάρος των άλλων. Μόνο έτσι η ελληνική οικονομία μπορεί να ελπίζει ότι θα έχει μια ανάπτυξη μακροχρόνια και στέρεη, που θα ωφελήσει τα πιο δυναμικά αλλά μέχρι τώρα αποκλεισμένα τμήματα της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θα αποκλείσει όσους την απομυζούσαν την προηγούμενη περίοδο.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός