Ζωντανές οι μνήμες από το ολοκαύτωμα της Παλαιάς Αγχιάλου- Η αριστοκράτισσα που έγραψε ιστορία

Η δημιουργία της Νέας Αγχιάλου είναι αποτέλεσμα ενός τραυματικού ιστορικού γεγονότος, μιας καταστροφής, που από τη μία μέρα στην άλλη επιχείρησε να σβήσει τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή αυτή και ξερίζωσε πολλούς κατοίκους από τις πατρογονικές εστίες τους. Κάθε απειλή από έναν εξωτερικό εχθρό έχει ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση και την ενδυνάμωση της ταυτότητας. Οι Αγχιαλίτες, όπως και οι άλλοι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας ενίσχυσαν την εθνική τους συνείδηση και την αλληλεγγύη μεταξύ τους, ως ομάδα. Η Νέα Αγχίαλος, μία πολύ νέα πόλη, με 11 περίπου δεκαετίες ζωής, από τη γένεσή της ταυτίζεται με τη διαμόρφωση και δημιουργία της συλλογικής ταυτότητας των κατοίκων της και χθες βράδυ με κεντρική ομιλήτρια την Διευθύντρια των Γενικών Αρχείων του Κράτους κ. Αννίτα Πρασσά, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση για τα 115 χρόνια μετά τη θεμελίωση της Νέας Αγχιάλου, 1907-2022.

Το ολοκαύτωμα της Παλαιάς Αγχιάλου το καλοκαίρι του 1906 δεν είναι, δυστυχώς, το μοναδικό στην ιστορική πορεία των 200 ετών από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η ελληνική παλιγγενεσία του 1821, που αποτελεί τη γενέθλια πράξη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ξεκίνησε επίσης με ολοκαυτώματα, με καταστροφές πόλεων και προσφυγιές, όπως αυτές των Κυδωνιών, της Χίου, της Νάουσας, του Μεσολογγίου κ.λπ.
Ο ξεριζωμός των Παλαιο-Αγχιαλιτών και των άλλων Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας είναι ο πρώτος του 20ού αιώνα, στην πρώτη δεκαετία του, και δημιουργεί το πρώτο οργανωμένο κύμα προσφύγων, για να ακολουθήσουν οι Μικρασιάτες στη δεκαετία του 1920. Ωστόσο το δράμα των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, του δυτικού Ευξείνου Πόντου, δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Νομίζω ότι τα πολυάριθμα κύματα των Μικρασιατών προσφύγων έχουν επισκιάσει τις περιπέτειες των Ελλήνων της Βουλγαρίας.

Το ολοκαύτωμα της Νέας Αγχιάλου έχει παρομοιαστεί όπως τόνισε η κ. Πρασσά , με την καταστροφή του Σουλίου, της Πάργας, της Χίου, των Ψαρών, του Αρκαδίου, παρομοίωση που έγινε από σύγχρονες πηγές, όπως π.χ. από την Αικατερίνη Ζλατάνου, την πρόεδρο της Επιτροπής των Κυριών για την περίθαλψη των προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Παρ’ όλα αυτά όμως στη Γενική Ιστορία η καταστροφή των ελληνικών πόλεων της Ανατολικής Ρωμυλίας καταλαμβάνει πολύ λίγες σελίδες σε αντίθεση για παράδειγμα με αυτές των Ψαρών ή του Μεσολογγίου.

Όπως στην περίπτωση των Μικρασιατών Ελλήνων, και οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας άφησαν πίσω τους ένα πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν. Είναι γνωστό ότι η Παλαιά Αγχίαλος ήταν μία πόλη με έντονη πολιτιστική κίνηση. Οι Έλληνες κάτοικοί της είχαν εκδηλώσει, σε σχέση με τους άλλους Έλληνες της Βουλγαρίας, πρώιμο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των παιδιών τους, ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, με καλούς δασκάλους και με στενές πνευματικές επαφές με τη Σχολή των Κυδωνιών, που ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού, και μαρτυρούνται ανταλλαγές δασκάλων και μαθητών. Στα αμέσως πριν από το διωγμό χρόνια, η Αγχίαλος και η Βάρνα είχαν προσαρμόσει στο πρόγραμμα μαθημάτων των σχολείων τους και μαθήματα φυσικών επιστημών υποστηριγμένα με τα κατάλληλα εποπτικά όργανα διδασκαλίας, προετοιμάζοντας τους μαθητές για τις απαιτήσεις της εποχής.
Παράλληλα, την πνευματική κίνηση της πόλης συμπλήρωναν οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι αδελφότητες, που συσπείρωναν το ελληνικό στοιχείο προσδίδοντάς του συνοχή και εθνική αυτοσυνειδησία. Βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, νυχτερινή σχολή, διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ημερίδες, εκδόσεις, εφημερίδες συνέβαλλαν στην πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη των ομογενών κατοίκων της, επίσης στην επαφή και στις πνευματικές τους σχέσεις με τους Ελλαδίτες συμπατριώτες τους. Π.χ. ο εορτασμός της εθνικής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης (η 25η Μαρτίου) διατηρούσε ζωντανή την ελληνικότητά τους. Παρόμοιο βέβαια πνευματικό και πολιτιστικό κλίμα επικρατούσε και στις άλλες ελληνικές πόλεις του Δυτικού Εύξεινου Πόντου.
Οι πατριώτες της Ανατολικής Ρωμυλίας
Χάρη στον πατριωτισμό αυτό συμμετείχαν στις εθνικές περιπέτειες της μητέρας πατρίδας. Αρκετοί Αγχιαλίτες, όπως και κάτοικοι των άλλων ελληνικών πόλεων της Ανατολικής Ρωμυλίας, συμμετείχαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ή στον Μακεδονικό Αγώνα, και αργότερα, μετά τον ξεριζωμό τους, στους Βαλκανικούς πολέμους.
Γι’ αυτό και ο ελληνισμός άντεξε στις βουλγαρικές διώξεις και στο ανθελληνικό κίνημα που άρχισε να εκδηλώνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τα σχολεία υπήρξαν ανάμεσα στα άψυχα θύματα, όπως έχει γραφεί, αφού μετά το 1906 τα ελληνόπουλα έπρεπε να φοιτούν στα βουλγαρικά σχολεία και οι Έλληνες δάσκαλοι αντικαταστάθηκαν από Βούλγαρους στο πλαίσιο του βίαιου εκβουλγαρισμού των ελληνικών κοινοτήτων.
Οι Παλαιο-Αγχιαλίτες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και δεν υπέκυψαν στις βουλγαρικές πιέσεις, με αποτέλεσμα την πυρπόληση της πόλης τους την αποφράδα ημέρα της 30ής Ιουλίου 1906.
Μετά την καταστροφή πολλοί προτίμησαν να φύγουν. Όπως θύμισε η κ. Πρασσά δεν έφυγαν όλοι οι κάτοικοι, αλλά παρέμειναν περίπου 1.510, 383 οικογένειες, όπως αναφέρει ο Δράκος Μαυρομμάτης. Παρέμειναν, παραβλέποντας τον κίνδυνο του εκβουλγαρισμού των παιδιών τους, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν μελλοντικά να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα και να ενωθούν με τους συμπατριώτες τους. Όπως θα δούμε αργότερα, τα έλη της Νέας Αγχιάλου απέτρεψαν τελικά τέτοια σχέδια. Συνεπώς χωρίστηκαν οικογένειες έτσι.
Η δε βουλγαρική κυβέρνηση εποίκισε στην Παλαιά Αγχίαλο (στην Πομόριε, όπως την μετονόμασε) Βούλγαρους από το εσωτερικό της χώρας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συμβίωση αυτών των κατοίκων μετά την καταστροφή.
Τι έγιναν οι πρόσφυγες
Τι γίνεται όμως με τους πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα; Έτυχαν θερμής υποδοχής. Τόσο το επίσημο κράτος όσο και οι πολίτες συμπαραστάθηκαν στο δράμα αυτών των ανθρώπων. Στον Τύπο δημοσιεύονταν συγκινητικά άρθρα υπέρ τους, διοργανώνονταν συλλαλητήρια και διαμαρτυρίες συμπαράστασης και επιτροπές πολιτών φρόντιζαν για την προμήθεια τροφίμων και ρουχισμού στους πρόσφυγες που έμεναν προσωρινά σε δημόσια κτήρια της Αθήνας: στο Λογιστήριο, στη Βαλλιάνειο Βιβλιοθήκη, στην Ιερατική Σχολή κ.α.
Την εποχή εκείνη το εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων είχε τρωθεί πάρα πολύ. Λίγα χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897 και τρία χρόνια πριν από την επανάσταση στο Γουδί, εν μέσω του Μακεδονικού Αγώνα και του Κρητικού ζητήματος, ο διωγμός των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν ένα ακόμη εθνικό πλήγμα. Η δε κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη δεν μπορούσε να μείνει αδρανής μπροστά στην αντίδραση των γηγενών Ελλήνων. Έπρεπε να ικανοποιηθούν αυτοί οι ξεριζωμένοι αδελφοί.


Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, Κερκυραίος πολιτικός, ήταν ένας νηφάλιος και μετριοπαθής πολιτικός που διακρινόταν για το ήθος του,  την  ευγένεια και τον αντισυγκρουσιακό χαρακτήρα του στην άσκηση της πολιτικής, αρετές όχι συνήθεις για την εποχή του. Η αποκατάσταση των προσφύγων ήταν επιβεβλημένη για την κυβέρνησή του.
Το δράμα των προσφύγων δεν άφησε ασυγκίνητο το γυναικείο φύλο. Από τις πρώτες γυναίκες που έσπευσαν να βοηθήσουν, ήταν η Αικατερίνη Ζλατάνου, η οποία κινητοποίησε και άλλες συμπολίτισσές της και ηγήθηκε της Επιτροπής των Κυριών για την περίθαλψη των Αγχιαλιτών και άλλων προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Στην επιτροπή αυτή ανήκαν γνωστά ονόματα γυναικών: Γενναδίου, Ζαλοκώστα, Κανάρη, Ρετσίνα, Μεσολωρά, Ζωγράφου και πολλές ακόμη. Ως σύζυγοι και θυγατέρες ανδρών με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, μπορούσαν να τους επηρεάζουν.
Η περίπτωση της Αικατερίνης Ζλατάνου
Αλλά και αρκετές είχαν από μόνες τους επιρροή στην ελληνική κοινωνία. Η περίπτωση της Ζλατάνου είναι ένα ωραίο κεφάλαιο στην ιστορία μας και αξίζει να γνωρίσουμε το πορτρέτο αυτής της ξεχωριστής γυναίκας.
Το όνομά της έχει δοθεί σε δρόμο της Νέας Αγχιάλου και από το εξαιρετικό βιβλίο της κας Τσουκαλά «Τα οδωνύμια της Νέας Αγχιάλου» αντλώ πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την γυναίκα αυτή. Γόνος παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, ήταν κόρη του Μιχαήλ Καζαντζή και ανιψιά από την μητέρα της του οπλαρχηγού της επανάστασης του ’21 Λουκά Νίκα, είχε τύχει εξαιρετικής μόρφωσης, και παράλληλα είχε καλλιτεχνική κλίση. Μετά το γάμο της σε νεαρή ηλικία με τον Γρηγόριο Ζλατάνο, διαπρεπή μεγαλέμπορο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, ο οποίος καταγόταν από το Μελένικο της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκε κι αυτή στο Μάντσεστερ, από όπου το βλέμμα της ήταν πάντα στραμμένο στη μητέρα πατρίδα και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απελευθέρωση των Κρητικών, Θεσσαλών και Ηπειρωτών. Το 1897 είχε δημοσιεύσει σε αγγλική εφημερίδα ένα φλογερό άρθρο κινητοποιώντας το αίσθημα του αγγλικού λαού υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα της Κρήτης. Επίσης είχε ιδρύσει το «Φιλοκρητικό Κομιτάτο», μέσω του οποίου διεξήγε τον εθνικό αγώνα της. Με διαλέξεις της σε πολλές αγγλικές πόλεις είχε προκαλέσει ένα μεγάλο φιλελληνικό ρεύμα συγκεντρώνοντας παράλληλα χρηματικά ποσά για την ενίσχυση του αγώνα των υπόδουλων συμπατριωτών της. Η ίδια πρόσφερε εξ ιδίων γενναία χρηματικά ποσά, φάρμακα, φορεία, απολυμαντικά είδη και χιλιάδες ενδύματα στον Ερυθρό Σταυρό και σε άλλα σωματεία.
Αυτή ήταν η Αικατερίνη Ζλατάνου. Σήμερα έχουμε συνηθίσει τη γυναίκα να παίρνει θέση για τα δημόσια πράγματα, αλλά τότε η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η γυναίκα ακόμη και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, προοριζόταν «δια τα του οίκου». Κι άλλες γυναίκες της τάξης της ασχολούνταν με τη φιλανθρωπία, αλλά λίγες έβγαιναν στη δημόσια ζωή τόσο ανοιχτά. Για την εποχή της λοιπόν ξεχώριζε και γι’ αυτό ήθελα να σταθώ στην πρωτοβουλία της.
Η Ζλατάνου με αυτό το background βρισκόμενη στην Αθήνα την εποχή του δράματος των Αγχιαλιτών, δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη. Στη Λογοδοσία που υπέβαλε το 1911 ως πρόεδρος της Επιτροπής Κυριών, περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες το έργο της για την κινητοποίηση του μεγάλου κύκλου των γνωριμιών της. Από την προσφορά τροφίμων και ρούχων μέχρι την περιποίηση των ασθενών, την ανάθεσή τους σε γνωστούς της γιατρούς με την αντίστοιχη κάλυψη των εξόδων τους. Η Επιτροπή εισήγαγε 200 λεχώνες στο Δημοτικό Μαιευτήριο υπό την επιστημονική μέριμνα του διευθυντού Χέλμη. Επίσης η ίδια η Ζλατάνου ήλθε σε επαφή με Αγγλίδες για τη συλλογή εισφορών και την κινητοποίηση της κοινής γνώμης. Εδώ μου θυμίζει την Μαντώ Μαυρογένους που έστειλε αντίστοιχες επιστολές στις γυναίκες της Αγγλίας και της Γαλλίας για τη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για την Ελληνική Επανάσταση. Παράλληλα Η Ζλατάνου συνέστησε υποεπιτροπές στη Χαλκίδα, τον Πόρο, την Τήνο, τον Αλμυρό, την Αμαλιάπολη. Μεταξύ άλλων, έστειλε με δικά της έξοδα στη Νέα Αγχίαλο και στους άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς τον γιατρό Καρδαμάτη για την καταπολέμηση των ελωδών πυρετών. Στο τέλος της Λογοδοσίας της αναφέρει ονομαστικούς καταλόγους των ευεργετηθέντων προσφύγων κι αυτοί οι κατάλογοι αποτελούν μία καλή πρωτογενή πηγή για την πρώτη αυτή γενιά των προσφύγων.
Έτσι, αρχίζει το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας και μάλιστα της αγροτικής τους αποκατάστασης και για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε το 1907 το Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο. Επιλέχθηκε η Θεσσαλία επειδή ήταν η μόνη περιοχή με διαθέσιμη καλλιεργούμενη γη. Η Μακεδονία δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί. Είχε προηγηθεί το 1902 η αγορά από το ελληνικό δημόσιο των 26 στεφανοβίκειων λεγόμενων τσιφλικών του Ιωάννη Στεφάνοβικ-Σκυλίτση, που άρχισαν να διατίθενται το 1906. Ακολούθησε το 1908 η αγορά στον Αλμυρό των κτημάτων των Καρτάλη-Μπαλτατζή. Σε ό,τι αφορά στους Αγχιαλίτες, όπως ξέρουμε, βρέθηκε ως λύση το τσιφλίκι του Τοπάλη, ο οποίος ήταν Έλληνας ομογενής, εγκατεστημένος στη Ρουμανία και από τη μητέρα του (Σοφία Μπαλκάμπαση, το γένος Γεωργίου Μαυρομμάτη) είχε καταγωγή από την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο γεωπόνος Σπύρος Χασιώτης, που ήταν μέλος της Επιτροπής για την αποκατάσταση των Αγχιαλιτών, έχοντας διατελέσει διευθυντής της Αϊδινίου Σχολής, γνώριζε το τσιφλίκι του Τοπάλη και πρότεινε την αγορά του, όπως και έγινε. Σημειώνω ότι το τσιφλίκι πουλήθηκε από τον ιδιοκτήτη του, δεν δωρίθηκε. Και έγιναν και συζητήσεις για την τιμή πώλησης. Εξαίρεση αποτελεί η δωρεά του κτήματος του Παναγιώτη Χαροκόπου στο δήμο Σιλάνων Καρδίτσας.
Καθώς στο τσιφλίκι ζούσαν και δούλευαν κολήγοι, συμφωνήθηκε ότι θα έμεναν και αυτοί στη νέα πόλη μαζί με τους πρόσφυγες. Θα δημιουργούντο δύο συνοικισμοί, ο παραθαλάσσιος στο μυχό του Παγασητικού κόλπου για τους Αγχιαλίτες και τους παλιούς κολήγους, και ο άλλος κοντά στον Αλμυρό, η Ευξεινούπολη, για τους υπόλοιπους πρόσφυγες τους προερχόμενους από τα παράλια του Εύξεινου πόντου. Οι Αγχιαλίτες απαιτούσαν να μη διασκορπιστούν. Ήδη είχαν μείνει συγγενείς τους πίσω και δεν άντεχαν άλλους χωρισμούς.
Οι αντιδράσεις για τους πρόσφυγες
Η Νέα Αγχίαλος κτίστηκε στο ίδιο μέρος όπου η αρχαία πόλη Πύρασσος, ο ομηρικός «ανθεμόεις Πύρασσος». Η δε επιλογή της παραθαλάσσιας τοποθεσίας δεν έγινε δεκτή ομόφωνα από τους τοπικούς παράγοντες και υπήρξαν αντιρρήσεις από την πλευρά του Αλμυρού που πρότειναν την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών δωρεάν σε δημόσια κτήματα στο εσωτερικό, καθώς και του αρχαιολόγου Νικόλαου Γιαννόπουλου, ο οποίος ήθελε την περιοχή ελεύθερη για τη διεξαγωγή της αρχαιολογικής έρευνας, όπως έχει επισημάνει ο κ. Βίκτωρ Κοντονάτσιος σε άρθρο του.

Οταν ο διάδοχος πήγε στην Αγχίαλο
Οι νέες αυτές πόλεις ιδρύθηκαν με σκοπό πρωτίστως την άμεση στεγαστική και αγροτική αποκατάσταση τόσο των προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας όσο και των αυτόχθονων της ευρύτερης περιοχής. Μολονότι οι πηγές κάνουν λόγο για ατασθαλίες στην οικοδόμησή τους, θα πρέπει να τονιστεί η επίσπευση των εργασιών ξεπερνώντας γραφειοκρατικά εμπόδια. Η αποκατάσταση δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Η θεμελίωση της Νέας Αγχιάλου, όπως και της Ευξεινούπολης, έγιναν σαν σήμερα, 30 Σεπτεμβρίου 1907, ημέρα Κυριακή. Αρχικά είχε οριστεί η 27η Σεπτεμβρίου, αλλά τελικά επιλέχθηκε η 30ή επειδή ήταν Κυριακή και θα συγκέντρωνε περισσότερο κόσμο, όπως είναι φυσικό. Και πράγματι, ήταν μια πολύ λαμπρή εορτή, την οποία η κυβέρνηση επικοινώνησε με ιδιαίτερη βαρύτητα και λαμπρότητα, στέλνοντας τον διάδοχο, έναν πρίγκιπα, υπουργούς, τοπικές αρχές και λοιπά, για να προβληθεί η έμπρακτη αποκατάσταση των προσφύγων, όπως έχει αναλυτικά γράψει ο κ. Διονυσίου. Την ίδια μέρα και με παρόμοια λαμπρότητα ακολούθησε η τελετή της θεμελίωσης της γειτονικής Ευξεινούπολης. Λίγους μήνες μετά, στις 25 Μαΐου 1908, σε χρόνο ρεκόρ, αποπερατώθηκε η ανέγερση και οι Αγχιαλίτες μπορούσαν πλέον να εγκατασταθούν στα σπίτια τους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1910 ανεγέρθηκε από το κράτος το κτήριο του Δημοτικού σχολείου με χρήματα και ονομάστηκε «Ευγένειο» από τον μητροπολίτη της Παλαιάς Αγχιάλου Ευγένιο Καραβία. Τα παιδιά των φιλοπρόοδων Αγχιαλιτών είχαν πλέον το σχολείο τους, συνεχίζοντας την παράδοση των προγόνων τους. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Μαγνησίας φυλάσσεται το σωζόμενο αρχείο του, ελεύθερα προσβάσιμο για μελέτη από τους ενδιαφερόμενους ερευνητές. Αργότερα ιδρύθηκε και το 2ο Δημοτικό Σχολείο, το «Βαρνάλειο» προς τιμήν του Κώστα Βάρναλη, τέκνου και αυτού της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τον Πύργο. Το 1918 ιδρύθηκε ο ιστορικός αγροτικός συνεταιρισμός «Δήμητρα», η ιστορία του οποίου εκδόθηκε πρόσφατα από τον κ. Αλέξανδρο Καπανιάρη.
Πόλη στο έλος
Και ενώ ξεκίνησαν με τόσο καλούς οιωνούς, από την αρχή υπήρξαν τεράστια προβλήματα λόγω της ελώδους περιοχής που αποδεκάτισε τους κατοίκους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δράκος Μαυρομμάτης, το νεοσύστατο τότε νεκροταφείο των 10 στρεμμάτων υπερπληρώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί και δεύτερο. Μετά από πολλές πιέσεις των κατοίκων έγιναν προσπάθειες από το κράτος για την αποξήρανση των ελών, μία υπόθεση που αποδείχθηκε πολύ δύσκολη και δαπανηρή και ολοκληρώθηκε το 1925 με μεγάλο κόστος 700.000 δρχ. Εκτός από την εξυγίανση της περιοχής, προστέθηκαν και 800 καλλιεργήσιμα στρέμματα. Στο διάστημα αυτό αρκετοί κάτοικοι έφυγαν, ενώ άλλοι ακύρωσαν την εγκατάστασή τους.
Οι Αγχιαλίτες, περνώντας από όλες αυτές τις συμπληγάδες, κατάφεραν με το χρόνο να ριζώσουν και να στεριώσουν στο νέο τόπο και να αφήσουν εδώ τη δική τους σφραγίδα. Καθώς προέρχονταν από τέτοιο πνευματικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η άφιξη και εγκατάστασή τους εδώ ήταν κέρδος, γιατί μετέφεραν τη δημιουργικότητά τους μαζί με την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητά τους, τη ζωντάνια και την ανοιχτωσιά τους, το δυναμισμό και την προοδευτικότητά τους. Αυτό ακριβώς είχε εύστοχα, και προφητικά θα έλεγα, επισημάνει ο βουλευτής Αλμυρού Μπαλτατζής στο λόγο του κατά τη θεμελίωση της Νέας Αγχιάλου, τονίζοντας ότι η «δεδοκιμασμένη φιλοπονία και φιλοπατρία» τους ήταν εγγύηση για την πρόοδο της περιοχής.
Σήμερα, 115 χρόνια μετά το ολοκαύτωμα, οι μνήμες εξακολουθούν να είναι πολύ έντονες. Ένας περίπατος στους δρόμους της πόλης αρκεί για να προσέξει κανείς ότι μεγάλο μέρος της ιστορίας αποτυπώνεται στα οδωνύμιά της, που καταγράφουν πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες. Το πρόσφατο βιβλίο της κας Τσουκαλά αποτελεί εξαιρετική πηγή. Οι Αγχιαλίτες διατηρείτε την ανοιχτή νοοτροπία και συμπεριφορά των προγόνων σας. Το βλέμμα δεν παύει να είναι στραμμένο στις προγονικές εστίες και αυτό φαίνεται και μέσα από την αδελφοποίηση των δύο πόλεων (της Παλαιάς, της Πομόριε, και της Νέας), τις επισκέψεις και τις συνεργασίες.
Η γεωγραφική θέση της νέας πόλης δίπλα σε σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, δίπλα στο αεροδρόμιο, ανάμεσα στο Βόλο και τον Αλμυρό, επίσης δίνουν ευοίωνες προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα τονισθεί και στα δύο συνέδρια του 1997 και του 2006.
Μολονότι τον Απρίλιο του 1943 ήλθε μία νέα καταστροφή από τις ιταλικές δυνάμεις Κατοχής, η κ. Πρασσά τόνισε ότι υπάρχει υλικό που μπορεί να μελετηθεί και να προσθέσει επιπλέον στοιχεία στην ιστορική έρευνα. Επίσης ιδιωτικές συλλογές, φωτογραφικό υλικό, προφορικές μαρτυρίες μπορούν να εμπλουτίσουν τα υπάρχοντα στοιχεία.

Στην εκδήλωση εισήγηση παρουσίασε και η κ. Σουλτάνα Καρναμπατογλου-Τσουκσλα.