Σαν σήμερα πέθανε ο Κίτσος Μακρής μια σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής λαογραφίας

*Ούτε η λόγια παράδοση είναι απομάκρυνση από το λαό, ούτε η λαϊκή μία κατώτερη μορφή πολιτισμού
Η εθνική μας παράδοση πατάει σε δύο σκέλη, ισοδύναμα σε σημασία. Από το ένα μέρος ό,τι μας άφησε η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία του λαού σε τραγούδια, παροιμίες, παραμύθια, ζωγραφιές, γλυπτά, σπίτια, φορεσιές, έθιμα. Ένας ολόκληρος κόσμος από μορφές που, κι όταν ακόμα ξέρουμε το δημιουργό τους, δεν παύουν να έχουν χαρακτήρα υπερατομικό. Από το άλλο μέρος ό,τι κληρονομήσαμε από τον προσωπικό μόχθο του καλλιεργημένου ανθρώπου σε γραφτά και καλλιτεχνικά έργα. Λόγια και λαϊκή παράδοση σε μια διαλεκτική σύνθεση απαρτίζουν το στέρεο υπόβαθρο μιας γεμάτης και γερής εθνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Αποτελούν σύνολο ενιαίο μέσα στην ποικιλία του. Αν προσπαθήσουμε να αφαιρέσουμε είτε το λόγιο είτε το λαϊκό στοιχείο από την παράδοση, κινδυνεύουμε να της καταστρέψουμε την ισορροπία. Όσοι πιστεύουν στην προωθητική δύναμη της παράδοσης έχουν αντιληφθεί το δισυπόστατο περιεχόμενό της. Κι αν μέχρι σήμερα δεν μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε τα στοιχεία που μας προσφέρει η παράδοση είναι γιατί θεωρήσαμε τα στοιχεία αυτά σαν επάλληλα στρώματα. Κάτω στρώμα η λαϊκή δημιουργία – επάνω στρώμα η λόγια. Από τη λαθεμένη αυτή αξιολόγηση ξεκινούν σφαλερές τοποθετήσεις. Αντιμετωπίσαμε τη λόγια δημιουργία βασισμένοι στα σημερινά δεδομένα, όπου ο δημιουργός ζει κι εργάζεται ξεκομμένος από το λαό και απευθύνεται σ’ έναν κλειστό κύκλο μυημένων. Θα έπρεπε να θυμηθούμε την τεράστια και ταχύτατη διάδοση των στίχων του Ρήγα και τη βαθειάν απήχηση που είχαν στο σκλαβωμένο έθνος. Η καθαυτό ποιητική τους αξία δεν ενδιαφέρει την πλευρά από την οποία τα εξετάζουμε σήμερα. Ήταν έργα κοσμογυρισμένου και γλωσσομαθούς λόγιου. Ας θυμηθούμε, ακόμα, τη συγκίνηση που σκόρπισε στην επαναστατημένη Ελλάδα ο Ύμνος του Σολωμού.

Από το άλλο μέρος υπάρχει παρανόηση και για το χαρακτήρα της λαϊκής μας τέχνης. Πολλοί νομίζουν πως η λαϊκή μας τέχνη ασκούνταν από αδέξιους τεχνίτες και απευθύνονταν μόνο σ’ ένα κοινό με μειωμένες απαιτήσεις από την τέχνη. Έτσι κάθε αδεξιότητα και κακοτεχνία την ανάγουν σε λαϊκή τέχνη. Λάθη και τα δύο. Οι λαϊκοί μας τεχνίτες δεν είναι αυτοδίδακτοι και κατέχουν μια καταπληκτική, πολλές φορές, τεχνική. Οι γυναίκες μάθαιναν την τεχνική της υφαντικής και του κεντήματος από τις μητέρες και τις γιαγιάδες τους, που κι αυτές ήταν φορείς μιας μακριάς παράδοσης. Τα θαυμαστά πλουμιστά πουκάμισα και τα κεντητά στον αργαλειό υφαντά φανερώνουν, εκτός από την καλλιτεχνική ευαισθησία, και τεχνική αρτιότητα. Οι ταγιαδόροι (ξυλογλύπτες), οι πελεκάνοι (λιθογλύπτες), οι αρχιμαστόροι, οι χρυσικοί, οι καζαντζήδες μαθήτευαν πολλά χρόνια δίπλα σε έμπειρους τεχνίτες σαν βοηθοί και μαθητές τους. Μόνον όταν κατακτούσαν όλα τα μυστικά της τέχνης αποφάσιζαν να δουλέψουν μόνοι τους. Οι συντεχνίες όριζαν μακροχρόνια και κλιμακωτή μαθητεία. Το ίδιο γίνονταν και με τους ζωγράφους. Σ’ αυτούς πολλές φορές η σπουδή ήταν οργανωμένη, όπως στη σχολή Ζωγραφικής που λειτουργούσε στο χωριό Χιονιάδες κατά την Τουρκοκρατία. Άλλωστε και τα ίδια τα έργα μαρτυρούν πολύχρονη και πολύμοχθη σπουδή και άσκηση. Ούτε απευθύνονταν σε κοινό με περιωρισμένες απαιτήσεις γιατί ο ελληνικός λαός, όσο κι αν ζούσε κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, είχε πάντα ανεπτυγμένο το αίσθημα της ομορφιάς. Άλλωστε η λαϊκή τέχνη ήταν έκφραση ολόκληρου του ελληνικού λαού, και των λογίων και των αγράμματων και των αρχόντων και των φτωχών. Αρχοντικά και φτωχόσπιτα, εκκλησιές και σχολεία χτίζονταν, στολίζονταν και ντύνονταν από λαϊκούς τεχνίτες. Τα υφαντά έχουν τα ίδια διακοσμητικά θέματα κατά περιοχές. Το ίδιο και τα λαγίνια, τα χαλκώματα και τα λογής άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως.

Συνεπώς ούτε η λόγια παράδοση είναι απομάκρυνση από το λαό, ούτε η λαϊκή μία κατώτερη μορφή πολιτισμού.

Στις εικαστικές τέχνες, που αφορούν το σημερινό σημείωμα, η αντίθεση εκφράζεται με την πάλη Ακαδημαϊσμού και Λαϊκισμού. Στον όρον Ακαδημαϊσμός χωράει όχι μόνο ό,τι συνηθίσαμε να αποκαλούμε «ακαδημαϊκή τέχνη», αλλά κάθε μορφή καλλιτεχνική που εκφράζεται με στοιχεία εξαντλημένα από την πολλή χρήση και ανίκανα πια να εκφράσουν τον παλμό του καιρού τους. Ακόμα και μορφές τέχνης πολύ πιο προχωρημένες από τον κλασσικό Aκαδημαϊσμό, μορφές που έχουν εισαχθεί ατελώνιστες από το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά ο Λαϊκισμός εμφανίζεται σα μια πιο γνήσια ελληνική έκφραση, σα μια υγιής αντίδραση στην ξενομανία. Επιστροφή στην Ελλάδα, στην πιο κοντινή παράδοση, που ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων. Να φορέσουμε, λοιπόν, φουστανέλλα κι ας διακρίνεται από κάτω το καλοσιδερωμένο παντελόνι μας. Ας μιμηθούμε με χοντροκοπιά την αγάπη των λαϊκών καλλιτεχνών προς το καθαρό και ζωηρό χρώμα, ας αλλάξουμε χωρίς αίσθημα τις αναλογίες του σώματος όπως έκαναν –με αίσθημα– οι λαϊκοί, ας προσθέσουμε και μερικές «αφέλειες». Κάτι ανάλογο με τους «βλάχους» των επιθεωρήσεων με την εξεζητημένη μίμηση της ρουμελιώτικης προφοράς και την κωμική παράφραση της λεβεντιάς.

Η λαϊκή ζωγραφική και γλυπτική δεν μπορούν σήμερα να αποτελέσουν πρότυπα για την τέχνη των σπουδαγμένων καλλιτεχνών. Η αφέλεια και ο πρωτογονισμός μοιάζουν σαν την αγνότητα των κοριτσιών. Δεν μπορείς να τα ξανάβρεις αν μια φορά τα έχασες. Απέσβετο η Υπερία κρήνη. Αν αμέσως μετά την απελευθέρωση δε σπεύδαμε να κόψουμε κάθε δεσμό με τη ζωντανή καλλιτεχνική παράδοση, η εξέλιξη της ελληνικής τέχνης θα ήταν πολύ διαφορετική. Τα ντόπια στοιχεία θα είχαν αφομοιωθεί φυσιολογικά και θα είχαν εξελιχθεί σε γόνιμα στοιχεία μιας σύγχρονης τέχνης. Τότε και οι κατακτήσεις της σημερινής παγκόσμιας τέχνης θα μπορούσαν άφοβα να περάσουν και στη δική μας και να τη μπολιάσουν γόνιμα. Άλλωστε και η λαϊκή μας τέχνη έχει δεχθεί πολλές επιδράσεις από την Ανατολή και από τη Δύση κι όμως είναι μια γνήσια ελληνική έκφραση. Αν, μάλιστα, λογαριάσουμε τη συγγένεια πολλών μορφολογικών στοιχείων της με σύγχρονες μορφές προχωρημένης τέχνης, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δε θα κυνηγούσε λαχανιασμένη κάθε παροδική μόδα της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά θα ήταν φυσιολογικά ευθυγραμμισμένη με τις υγιείς σημερινές τάσεις. Και το κοινό άνετα θα μπορούσε να την παρακολουθήσει γιατί θα είχαν διανύσει μαζί το δρόμο. Το να βγάζουμε σήμερα από τη ναφθαλίνη ατόφια στοιχεία της τέχνης που την αγνοούσαμε ενάμιση αιώνα, είναι κι αυτό μια μορφή Ακαδημαϊσμού.

Η γνωριμία των καλλιτεχνών μας με τη λαϊκή τέχνη είναι πολύτιμη από άλλη πλευρά. Μέσω της λαϊκής τέχνης έχουν μια πιο βαθειά και πιο άμεση επαφή με τους καημούς και τους πόθους του λαού μας στο άμεσο παρελθόν. Πλαταίνουν το οπτικό τους πεδίο μελετώντας τις δροσερές και έξυπνες λύσεις που έδωσαν σε διάφορα προβλήματα οι παλιοί τους συνάδελφοι. Διδάσκονται πόσο μεγάλο έργο επιτελούν οι καλλιτέχνες όταν γίνονται εκφραστές του λαού. Φτάνει να μη θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τα λαϊκά στοιχεία σα γραφικά ενθέματα μιας ειδυλλιακής τέχνης. Τα λαϊκά καλλιτεχνικά στοιχεία είναι σαν τον ασβεστόλιθο που βγάζουμε από τα σπλάχνα της γης μας. Για να γίνουν συνδετική ύλη στο χτίσιμο της νεοελληνικής τέχνης πρέπει να περάσουν από το καμίνι της σύγχρονης ζωής.

 

*Κείμενο του αειμνήστου Κίτσου Μακρή, σημαντικής προσωπικότητας της ελληνικής λαογραφίας, που έφυγε από τη ζωή στις 12 Δεκεμβρίου 1988, σε ηλικία 71 ετών.

Έφερε τον τίτλο «Λαϊκισμός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 24 Μαΐου 1960.

Ο Κίτσος Μακρής αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην έρευνα και τη μελέτη της ελληνικής λαϊκής τέχνης, ασχολήθηκε με τη σύγχρονη λογοτεχνία, την ποίηση και τη φιλοσοφία, ενώ έδινε το «παρών» σε κάθε αξιόλογη πνευματική και πολιτιστική κίνηση.

Επιπροσθέτως, ταξίδεψε εντός και εκτός συνόρων αναζητώντας τις εξελίξεις και τις αλληλεπιδράσεις στο πεδίο της λαϊκής τέχνης, αλλά και προβαίνοντας εκ παραλλήλου στη διερεύνηση του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα