Έρευνα: Γιατί “βύθισε” την Θεσσαλία ο “Ιανός” : Προβλέψιμο φαινόμενο, απρόβλεπτη αδιαφορία 

Ανθρωποι νεκροί και μεγάλες καταστροφές . Οι επιπτώσεις θα μπορούσαν σε μεγάλη κλίμακα να είχαν αποφευχθεί εάν υπήρχε σχεδιασμός, όπως αποδεικνύει έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που υπογράφει η Ερση Ζαφειρίου για το Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας.  Ο κόσμος μετράει ακόμα πληγές από τον Σεπτέμβριο του 2020 και τα έργα δεν έχουν αποκατασταθεί. Οι επιπτώσεις όμως από το φαινόμενο θα ήταν μικρότερης έντασης και έκτασης, εάν υπήρχε σχέδιο και προετοιμασία, όπως αποδεικνύει η έρευνα.

Παρότι οι προειδοποιήσεις για τα ακραία καιρικά φαινόμενα αφορούσαν την κεντρική Ελλάδα η Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν συμπεριλήφθηκε  στις εκτεθειμένες, τουλάχιστον, περιοχές. Στο παρελθόν, ακραία καιρικά φαινόμενα προκάλεσαν πλημμύρες στην περιοχή, ωστόσο εκτονωνόταν συνήθως σε καλλιεργήσιμες γαίες, συνεπώς, φαινομενικά ίσως, δε συνέτρεχε σοβαρός λόγος ανησυχίας για τους αρμόδιους φορείς διαχείρισης και τους κατοίκους. Ωστόσο, η επέλαση του μεσογειακού κυκλώνα στην Περιφέρεια εξελίχθηκε σε καταστροφή
από την επικείμενη πλημμύρα με απώλειες σε ζωές και περιουσίες, φθορές και
καταρρεύσεις υποδομών και δικτύων.

Η πόλη της Καρδίτσας και άλλοι οικισμοί της λειτουργικής περιοχής της, ήταν η περιοχή που έπληξε περισσότερο ο μεσογειακός κυκλώνας με την πόλη να πλημμυρίζει σε ποσοστό 80% . Σημειώθηκαν ανθρώπινες απώλειες, εκτεταμένες ζημιές σε κτίρια επιχειρήσεων και πολυκατοικίες, κατέρρευσαν και υπέστησαν ζημιές 20 γέφυρες, διακόπηκαν οι μετακινήσεις σε πολλούς δρόμους εντός της πόλης αλλά και στο επαρχιακό δίκτυο, το οποίο σχεδόν στο σύνολο του κατακλύστηκε με νερό, άτομα εγκλωβίστηκαν σε υπόγεια και ημιυπόγεια, ενώ υπήρχαν επιπτώσεις και σε γραμμές ζωής, με διακοπές στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και σταθερής τηλεφωνίας.

Σε αρκετά σημεία στην Καρδίτσα και στα Φάρσαλα υπήρξαν κατολισθήσεις, οι οποίες παρεμπόδισαν επίσης τις μετακινήσεις των πολιτών. Σε χωριά των Τρικάλων σημειώθηκε μια απώλεια ανθρώπινης ζωής, υπερχείλισε ο ποταμός Πάμισος με αποτέλεσμα να κατακλυστεί με νερό το οδικό δίκτυο, παρεμποδίζοντας τις αναγκαίες μετακινήσεις, σημειώθηκαν ζημιές σε κατοικίες, αυλές και καταστήματα, ενώ αποκλείστηκαν χωριά που εξυπηρετούνται από την πόλη.

Στα Φάρσαλα και στους γείτονες οικισμούς πλημμύρισαν εκτάσεις και κατοικίες με τη στάθμη του νερού να φτάνει το 1m σε ορισμένες περιπτώσεις, διακόπηκε η κυκλοφορία λόγω βλαβών του οδικού δικτύου (Φάρσαλων- Βόλου), σημειώθηκαν ζημιές σε αγροτικές εκτάσεις, οι διακοπές ηλεκτροδότησης και υδροδότησης ήταν εκτεταμένες και υπήρξε
μια ανθρώπινη απώλεια.
Τέλος, στον Αλμυρό καταστράφηκε το εργοτάξιο δεξαμενής στον Ξηριά, τρεις εργαζόμενοι εγκλωβίστηκαν, κατέρρευσε η γέφυρα του Χολορέματος  και σημειώθηκαν βλάβες σε υποδομές εκατέρωθεν του χειμάρρου Ξηριά, υπήρξαν προβλήματα μετακίνησης στην επαρχιακή οδό Μικροθηβών- Αλμυρού και στον παράδρομο της Εθνικής Οδού και καταστράφηκαν δύο διαβάσεις των αγωγών μεταφοράς νερού από τις γεωτρήσεις, διότι διέρχονταν κάθετα στο ρέμα «Χολόρεμα». Επιπλέον, σοβαρές ζημιές προκλήθηκαν στο Αλιευτικό Καταφύγιο Αγίου Ιωάννη Τσιγκελιού.

Προβλέψιμο φαινόμενο, απρόβλεπτη αδιαφορία  

Το φαινόμενο χαρακτηρίστηκε ακραίο, ενώ η μεγάλη διάρκεια βροχόπτωσης και η ένταση του, κατέταξαν τον «Ιανό» στους ισχυρότερους Μεσογειακούς Κυκλώνες που έχουν καταγραφεί τα τελευταία 50 χρόνια. Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει πως το φαινόμενο ήταν σχετικά προβλέψιμο και παρά το γεγονός ότι η πρόγνωση του ύψους βροχής από μετεωρολογικά δεδομένα και μοντέλα περιέχει συνήθως μεγάλο σφάλμα, στη δεδομένη περίπτωση και συγκεκριμένα για την Κεντρική Ελλάδα, τα προβλεπόμενα ύψη ήταν πολύ κοντά σε αυτά που παρατηρήθηκαν (Λαγουβάρδος, et al., 2020). Επομένως, στις αιτίες που εξέλιξαν το ξέσπασμα της επικινδυνότητας σε καταστροφή δε συμπεριλαμβάνεται κάποια αστοχία των προγνωστικών μοντέλων, τα οποία είχαν υποδείξει με σχετική ακρίβεια τα αναμενόμενα γεγονότα. Η ίδια η επικινδυνότητα αν και ακραία ως φαινόμενο είχε προβλεφθεί και τα αποτελέσματα της δεν θα ήταν αναπόφευκτα, αν η τρωτότητα ήταν χαμηλότερη και αν ο κίνδυνος καταστροφής αντιμετωπίζονταν σε όλα τα στάδια του κύκλου (πρόληψη, προετοιμασία, ετοιμότητα- απόκριση, αποκατάσταση). Εντούτοις είναι αναγκαία η αποτύπωση του πλαισίου δράσεων και σχεδιασμού σε όλα τα στάδια του κύκλου, ώστε να εντοπιστούν οι αστοχίες.

Σύμφωνα με την έρευνα οι Δήμοι, οι Περιφέρειες και οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις όλης της χώρας με βάση τα προβλεπόμενα από το Γενικό Σχέδιο «Δάρδανος» κλήθηκαν να ολοκληρώσουν τον ανάλογο σχεδιασμό στην επικράτεια αρμοδιότητας τους εως το τέλος Ιανουαρίου 2020, σύμφωνα με τις διατάξεις του Σχεδίου και τις αρμοδιότητες, που τους αποδόθηκαν.
Ωστόσο, στην περίπτωση της Περιφέρειας Θεσσαλίας η έγκριση του αντίστοιχου σχεδίου πραγματοποιήθηκε μετά από συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου την 28η Σεπτεμβρίου, 2020, (Περιφέρεια Θεσσαλίας, 2020) δηλαδή αφού είχε λάβει χώρα
η πλημμύρα και είχε επέλθει η καταστροφή.

Ομοίως, ο σχετικός σχεδιασμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας πραγματοποιήθηκε και εξεδόθει το «Μνημόνιο Ενεργειών Αντιμετώπισης Αναγκών και Άμεσης/Βραχείας Διαχείρισης των Συνεπειών των πλημμυρικών φαινομένων» για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης, τον Οκτώβριο του 2020 (Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας, 2020). Επομένως και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε επίσημος σχεδιασμός για την έκτακτη ανάγκη και τη διαχείριση των συνεπειών μιας ενδεχόμενης πλημμύρας, πριν την εκδήλωση των ακραίων φαινομένων που
προκλήθηκαν από τον «Ιανό». Στην περίπτωση των Δήμων, που επικεντρώνεται η
έρευνα  (Φαρσάλων, Καρδίτσας, Τρικκαίων και Αλμυρού) δεν υπήρχε κανένα σχέδιο.  Εν κατακλείδι, οι δράσεις και αποφάσεις για την διαχείριση της έκτακτης ανάγκης σε τοπικό επίπεδο δεν λήφθηκαν σύμφωνα με κάποιον ολοκληρωμένο, επίσημο σχεδιασμό, αλλά σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια των τοπικών αρχών και ανάλογα με τα μέσα, την εμπειρία και τις γνώσεις τους.

Την κατάσταση έκτακτης ανάγκης διαχειρίστηκαν φορείς σε κεντρικό επίπεδο, ως επί το
πλείστων, και εμπλεκόμενα Σώματα Ασφαλείας, όπως το Πυροσβεστικό Σώμα, η ΕΛ.ΑΣ.
και το ΕΚ.ΑΒ. Άμεση ήταν επίσης η συμβολή και των εθελοντών και των οργανωμένων εθελοντικών ομάδων (π.χ. Ραδιολέσχη, Ορειβατικός Σύλλογος Καρδίτσας, κ.ά.), οι
οποίοι έσπευσαν για παροχή βοήθειας.

Ωστόσο, η πολιτική προστασία από πλημμύρες ή και άλλες επικινδυνότητες, δε μπορεί
να επαφίεται στον εθελοντισμό, τις ΜΚΟ και τον ιδιωτικό τομέα (με μνημόνια για διασφάλιση πόρων). Ειδικά στην περίπτωση του τελευταίου ο στόχος είναι το κέρδος και στην περίπτωση προστασίας από τις καταστροφές, εάν στόχος είναι το κέρδος καταστρατηγείται το δικαίωμα των πολιτών σε ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης. Επιπλέον, τα εμπλεκόμενα και συναρμόδια υπουργεία και λοιποί οργανισμοί φέρουν επιτελικές αρμοδιότητες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, που ορίζει κατά τα λοιπά τις αρμοδιότητες τους. Το Σχέδιο «Δάρδανος» , το Σχέδιο «Ξενοκράτης» και «ο Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων», έρχονται να επισημάνουν τις υφιστάμενες διατάξεις, που ορίζουν τις δράσεις και αρμοδιότητες τους επί των καταστροφών.

Διάτρητο σχέδιο ο “Δάρδανος”- Πολιτικαντισμός στα χαλάσματα 

Βασικές αστοχίες του Σχεδίου είναι η έλλειψη προβλέψεων για το απαραίτητο
επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό για την κατάρτιση των υποκείμενων σχεδίων από τους αρμόδιους φορείς, το γεγονός πως δεν διασφαλίζονται με κάποιον τρόπο τα επαρκή μέσα, ούτε προβλέπονται/ δεσμεύονται πόροι στον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι απαραίτητες υπηρεσίες σε περιφέρειες και δήμους, ώστε να υποστηριχτούν τα επιχειρησιακά σχέδια πολιτικής προστασίας, που τους ανατίθενται. Επιπλέον, οι εμπλεκόμενοι αρμόδιοι φορείς σε επίπεδο κρατικής, περιφερειακής και τοπικής διοίκησης είναι τόσοι πολλοί, που παρά την πρόθεση του Σχεδίου για καλύτερο συντονισμό τους, στα πρακτικά ζητήματα (όπως για παράδειγμα, ο καθαρισμός των κοιτών των ποταμών που είναι πλέον παράλληλα αρμοδιότητα της Περιφέρειας αλλά και του Δασαρχείου), επικρατεί σύγχυση με αποτέλεσμα να κωλυσιεργεί η υλοποίηση απαραίτητων και κρίσιμων δράσεων.
Ακόμη, αν και στο Σχέδιο τονίζεται η ανάγκη για εκπαίδευση ευαισθητοποίηση του
πληθυσμού περί των καταστροφών, δεν αναφέρονται στοχευμένες δράσεις ή διατάξεις αναφορικά, ούτε στο Γενικό Σχέδιο «Δάρδανος», ούτε σε εκείνα της Περιφέρειας
Θεσσαλίας και Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας- Στερεάς Ελλάδας.

Τέλος, δε διαφαίνεται κάποια σύνδεση με έργα και μηχανισμούς πρόληψης και προστασίας από ακραία φαινόμενα. Στο σχέδιο «Δάρδανος», αναφέρεται ενδεικτικά το νομικό πλαίσιο,
που διέπει τα αντιπλημμυρικά έργα, με την επισήμανση ότι «δεν αποτελούν
αντικείμενο του παρόντος σχεδίου και δε συμπεριλαμβάνονται σε αυτό» . Το πρόβλημα με αυτή την παραδοχή είναι πως το ελληνικό κράτος φαίνεται να μην αντιμετωπίζει τις καταστροφές από πλημμύρες (ή και άλλες επικινδυνότητες, όπως φαίνεται στα λοιπά εξειδικευμένα σχέδια), ως μια κυκλική διαδικασία, που ξεκινά και επαναφέρεται στο στάδιο της πρόληψης και απαιτεί σύγχρονες στρατηγικές δράσεις και σχεδιασμό, αλλά αντ’αυτού να υιοθετεί μια ex ante, πιθανολογική προσέγγιση (αν ή εφόσον λάβει χώρα ένα γεγονός, τότε διαθέτουμε τον τρόπο αντιμετώπισης, που φτάνει μέχρι την αποκατάσταση και τελειώνει εκεί). Τα αντιπλημμυρικά έργα χρειάζεται να συνοδευτούν και από άλλες παρεμβάσεις και
μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, ώστε να μετέχει, να κατανοεί και να γνωρίσει η κοινωνία ευρύτερα τι πρέπει να επιδιωχθεί και τι να αποφευχθεί. Αν δεν καταστεί κατανοητή στις τοπικές κοινότητες η ανάγκη για ολοκληρωμένη, στρατηγική αντιμετώπιση, τότε και οι τοπικές αρχές δε θα δράττουν ανάλογες πρωτοβουλίες, αναλογιζόμενες το πολιτικό κόστος. Άλλωστε ο μεσσιανισμός και η «σωτηρία του κόσμου» από τους «αρχηγούς» της κοινότητας στην περίπτωση μιας καταστροφής, μπορεί να ενισχύσει τη δημοτικότητά τους στον αντίποδα ενός κοστοβόρου έργου προστασίας της κοινότητας από την καταστροφή, που αν όμως δε συμβεί (φευ!), μπορεί να απογοητεύσει τους πολίτες, θεωρούμενοι οι τελευταίοι πως οι πόροι διατέθηκαν εις μάτην και ταυτόχρονα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
προπαγανδιστικό επιχείρημα άσκησης αντιπολίτευσης.

Χρήματα δόθηκαν, σχέδιο δεν υπάρχει 

Παρά την προσωρινή κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών στις πληγείσες περιοχές, δε διαφαίνεται στα μέτρα ανακούφισης, κάποια στρατηγική απόφαση για μετριασμό και μείωση της τρωτότητας του πληθυσμού, των επιχειρήσεων και των υποδομών σε νέες,
πιθανές επικινδυνότητες. Η ανάκαμψη αυτών των περιοχών με τρόπο ανθεκτικό δε μπορεί να διασφαλιστεί με εφάπαξ μέτρα ανακούφισης. Ακόμη, δε διαφαίνεται κάποια διάθεση για ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας διακυβέρνησης των κινδύνων των ακραίων φαινομένων, όπως οι πλημμύρες σε επίπεδο Περιφέρειας ή Δήμων ή μια ανάλυση ρίσκου στις σχετικές αποφάσεις για την πρόληψη και αποκατάσταση, εφόσον τέτοιες επικινδυνότητες προβλέπεται να αυξηθούν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και εφόσον τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας φαίνεται να αποτελούν ένα σχέδιο επι χάρτου, χωρίς να υπάρχει δεσμευτικότητα για την υλοποίηση δράσεων, για την διοχέτευση πόρων και την επαρκή και κατάλληλη στελέχωση σε επίπεδο διοίκησης και διαχείρισης.

Η άμεση αποκατάσταση των ζημιών και βλαβών είναι επιτακτική ανάγκη στις περιπτώσεις μιας φυσικής καταστροφής. Μολαταύτα, ο σχεδιασμός και οι αποφάσεις αποκατάστασης  πρέπει να συνδέεται με τις εκτιμήσεις κινδύνου για μελλοντικές καταστροφές, να περιλαμβάνει δυναμικές διαδικασίες και τις διαφορετικές ομάδες συμφερόντων στο σχεδιασμό αντιμετώπισης και μετριασμού κινδύνου των μελλοντικών καταστροφών, να λαμβάνονται υπόψη οι πολυπλοκότητες του τόπου και των συνθηκών αναφοράς και να διαμορφώνονται στρατηγικές σύγχρονες, σύμφωνα με τις επιταγές της πραγματικότητας και της ανάγκες του μέλλοντος (όπως η κλιματική αλλαγή) και τις επίκαιρες καλές πρακτικές και
προσεγγίσεις, όπως αυτές τις ανθεκτικότητας, για μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη, που μπορεί να διασφαλίσει μεγαλύτερη ασφάλεια έναντι καταστροφών.

Φαίνεται πως τα παραπάνω δεν έχουν, μέχρι στιγμής θέση, στην ελληνική πραγματικότητα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, με τους ειδικούς και την ακαδημαϊκή κοινότητα να έχουν έναν απλά συμβουλευτικό και όχι μια ουσιαστική επιρροή στις αποφάσεις διαχείρισης προετοιμασίας, προστασίας, απόκρισης και αποκατάστασης μιας καταστροφής και των υποκείμενων κινδύνων της. Η τοπική κοινότητα αναφοράς δεν έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει.

καθοριστικά στις διαδικασίες προγραμματισμού και λήψης αποφάσεων για την αποτελεσματική διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού, ενώ φαίνεται κατά τα παραπάνω, πως οι λοιποί φορείς, που συμμετέχουν στις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και άμεσης διαχείρισης, έχουν καθαρά επιχειρησιακό ρόλο, με τις δράσεις τους να υποδεικνύονται από τις διοικητικές βαθμίδες και παρά το γεγονός πως διαθέτουν ίδιο σχεδιασμό για αυτές τις περιπτώσεις, οι θέσεις τους δεν φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις.

Χωρίς σχέδιο πρόληψης

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αστεροσκοπείου. που υπέδειξαν πως τα μεγέθη των κατακρημνίσεων στην Περιφέρεια Θεσσαλίας θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερα από αυτά, που
αντιστοιχούν σε περίοδο επαναφοράς 50 χρόνων των φαινομένων , σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις του Σ.Δ.Κ.Π. Θεσσαλίας, για μεγάλες υπερχειλίσεις των παραποτάμων του Πηνειού και κατακλύσεις σε αγροτικές και αστικές περιοχές, υπήρχαν επαρκείς πληροφορίες για έγκαιρο και αποτελεσματικό σχεδιασμό και επιχειρησιακές δράσεις, τουλάχιστον όσον
αφορά την άμεση ενημέρωση των πολιτών, εφόσον όπως επισημαίνεται και στο Σχέδιο δεν έχουν σχεδιαστεί έργα περιορισμού και ανάσχεσης των πλημμυρών.

Για την διαχείριση έκτακτης ανάγκης στην περίπτωση πολλών διαφορετικών επικινδυνοτήτων έχουν γίνει σημαντικά βήματα βελτίωσης, εφόσον υπάρχει πλέον το θεσμικό πλαίσιο σε εθνική, αλλά και αποκεντρωμένη κλίμακα. Ωστόσο, το στάδιο της πρόληψης και προστασίας, πριν την καταστροφή, αλλά και μετά του πέρατός της
(εφόσον πρόκειται για Κύκλο, η αποκατάσταση αποτελεί το πρώτο βήμα της πρόληψης
για το μέλλον), παρουσιάζει ακόμη πολλές παθογένειες, ελλείπει ένα ουσιαστικά
δεσμευτικό πλαίσιο για τα έργα πρόληψης και προστασίας και οι προδιαγραφές των έργων αυτών δεν ανταποκρίνονται στις αβεβαιότητες του μέλλοντος. Επιπλέον, δεν γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες για την αναβάθμιση των έργων και υποδομών πρόληψης-προστασίας του δομημένου χώρου, της κοινωνίας και των δραστηριοτήτων της, και του φυσικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, με την αξιοποίηση των υφιστάμενων εργαλείων και την υιοθέτηση νέων , δύναται να υπάρξει μια ολοκληρωμένη διαχείριση πλημμυρικού κινδύνου συγκεκριμένα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, αλλά και γενικότερα σε επίπεδο Περιφέρειας σε συνέργεια με τις πόλεις και τους οικισμούς.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ