Μαχητική, αντισυμβατική, σπάνιος άνθρωπος, με μεγάλο ιστορικό έργο. Η δημοσιογράφος Νίτσα Κολιού έμεινε στην ιστορία και στην συλλογική συνείδηση ως μια γυναίκα που κατέρριψε την διαδεδομένη αντίληψη «ουδείς αναντικατάστατος». Σήμερα την τίμησε η Ένωση Συντακτών με εκδήλωση στο Μουσείο της Πόλης και για την σπουδαία αυτή προσωπικότητα που “έφυγε” το 2005 μίλησαν οι δημοσιογράφοι Θανάσης Σαμαράς και η Ελένη Σταμούλη.
«Η Νίτσα έσπασε την γυάλινη οροφή, αλλά το θέμα είναι να μην υπάρχει γυάλινη οροφή για καμία γυναίκα», τόνισε ο δημοσιογράφος Θανάσης Σαμαράς στην εκδήλωση για τη Νίτσα Κολιού που διοργάνωσε η Ένωση Συντακτών σήμερα στον Βόλο, με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας. Ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών και επί σειρά ετών διευθυντής της εφημερίδας « Η Θεσσαλία» πρότεινε τη διοργάνωση ενός συνεδρίου τιμής όλων των σπουδαίων δημοσιογράφων του παρελθόντος, ως προσφορά στην μνήμη της πόλης και στη Δημοκρατία.
Όπως είπε, η Νίτσα Κολιού, ακριβώς επειδή ήταν σε γυναικεία σωματεία, θα ευχότανε κάποια στιγμή να φτάσουμε ως κοινωνία να γιορτάζουμε τα επιτεύγματα των γυναικών όλο το χρόνο και όχι μία μέρα το χρόνο, ως κάτι ιδιαίτερο.
Ανασύροντας στη μνήμη του την προσωπικότητα της Νίτσας Κολιού, ο κ. Σαμαράς σημείωσε ότι δεν γνώρισε δημοσιογράφο να έχει αφιερωθεί και ταυτιστεί με το καθήκον όσο η Κολιού. Δεν συνάντησε ποτέ δημοσιογράφο που να υπηρέτησε ακούραστα και αταλάντευτα τις δημοκρατικές αρχές.
«Η Κολιού μιλούσε πάντα μετά λόγου γνώσεως. Δεν υπερέβη ποτέ το όριο των γνώσεων και των εμπειριών της. Οι επιγραφές του Μαντείου των Δελφών «μέτρον άριστον» και «μηδέν άγαν» την καθοδήγησαν σ’ ολόκληρο τον βίο της. Ιδιωτικό και Δημόσιο. Παρέκκλινε, παρασυρόμενη από το πάθος της να βοηθήσει ανήμπορους και πληγέντες. Παρέκκλινε και λόγω του ασυμβίβαστου του χαρακτήρα της και της εσωτερικής ανάγκης να υπερασπισθεί την δική της αλήθεια».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του για τη Νίτσα Κολιού, ο Θαν. Σαμαράς τόνισε ότι είχε διαχρονικά σταθερά την άποψη ότι η αληθινή ενημέρωση επιτυγχάνεται μόνο από δημοσιογράφους, που την επιδιώκουν στο όνομα των αξιών που επιβεβαιώνονται από εκείνους που διακινδυνεύουν για αυτές. Αντιλαμβάνονταν ότι σκοπός της ελευθερίας του λόγου είναι η αντίσταση στην εξουσία.
«Η Νίτσα υπήρξε φανατικά ασυμβίβαστη, άνθρωπος φανατικός της αλήθειας», είπε και πρόσθεσε ότι «εδώ, στο Μουσείο της πόλεως, με τη Δημοτική Ιστορία παρούσα, είμαστε για να πούμε πως η Νίτσα δεν είναι νεκρή, ξεχασμένη. Η μνήμη, σήμερα, μέσω της Κολιού, ζωντανεύει. Ζωντανεύει μία εποχή ανεπανάληπτη και η αφήγηση αποκτά νόημα ιστορίας».
Η Νίτσα Κολιού και η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας
Ο Θανάσης Σαμαράς μίλησε για την προσωπικότητα της Νίτσας Κολιού και τις αξίες που η ίδια ακολούθησε χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ, προχωρώντας σε συγκρίσεις με την δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους του σήμερα:
«Δεν συνάντησα ποτέ δημοσιογράφο τόσο πολύ αφοσιωμένο στην αλήθεια των αξιών που απαιτεί το δημόσιο αγαθό της πληροφόρησης, που να υπηρέτησε ακούραστα και αταλάντευτα τις δημοκρατικές αρχές.
Η Κολιού μιλούσε πάντα μετά λόγου γνώσεως. Δεν υπερέβη ποτέ το όριο των γνώσεων και των εμπειριών της. Οι επιγραφές του Μαντείου των Δελφών «μέτρον άριστον» και «μηδέν άγαν» την καθοδήγησαν σ’ ολόκληρο τον βίο της. Ιδιωτικό και Δημόσιο.
Δεν παρέκκλινε ποτέ; Παρέκκλινε, παρασυρόμενη από το πάθος της να βοηθήσει ανήμπορους και πληγέντες. Παρέκκλινε και λόγω του ασυμβίβαστου του χαρακτήρα της και της εσωτερικής ανάγκης να υπερασπισθεί την δική της αλήθεια.
Πάνω από όλα, όμως, η Κολιού, είχε διαχρονικά σταθερά την άποψη ότι η αληθινή ενημέρωση επιτυγχάνεται μόνο από δημοσιογράφους, που την επιδιώκουν στο όνομα των αξιών που επιβεβαιώνονται από εκείνους που διακινδυνεύουν για αυτές.
Η Νίτσα δεν συσχέτισε την ελευθερία του λόγου με την δυνατότητα των ιδιοκτητών να μεταδίδουν ανοησίες ή ψέματα. Αντιλαμβάνονταν ότι σκοπός της ελευθερίας του λόγου είναι η αντίσταση στην εξουσία. Παντού και πάντοτε;
Ασφαλώς και η ενημέρωση απαιτεί πραγματικό αγώνα. Ομως έχω μια επιφύλαξη και μια παρατήρηση.
Η επιφύλαξη: Ενίοτε το παρελθόν είναι κατασκευασμένο. Από τον αφηγητή, από τον ιστορικό, από την απουσία τεκμηρίων, από την ιδιοτελή υποκειμενική προσέγγιση και ερμηνεία. Ο οπορτουνισμός ζει και μέσα στην ιστορία.
Η παρατήρηση: Αντικειμενική αλήθεια στην δημοσιογραφία δεν υφίσταται. Εντιμότητα, ανεξαρτησία, γνώση, ορθή κρίση και αποδοχή πραγματικών γεγονότων είναι τα εχέγγυα για τίμιες ερμηνείες, καταγγελίες ή διαπιστώσεις του δημοσιογράφου.
Η Νίτσα υπήρξε φανατικά ασυμβίβαστη, άνθρωπος φανατικός της αλήθειας. Όμως υπάρχει μόνο μία αλήθεια;
Τούτων δοθέντων: Αν η δημοσιογραφία ήταν και είναι και με την σημερινή εκδοχή της Τέταρτη εξουσία ή αντεξουσία που έλεγε και ο Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, δηλαδή μία ανεξάρτητη εξουσία απροκατάλυπτης κριτικής στις μεγάλες και πανίσχυρες πολιτικές, κομματικές, οικονομικές και κοινωνικές εξουσίες, τότε η πραγματική δημοσιογραφία πρέπει να αναζητηθεί όχι αποκλειστικά στο πεδίο της ηθικής, δηλαδή στην πλήρη αποδοχή του σκοπού αλλά και στον τρόπο πρόσληψης και ανάλυσης που απαιτείται για να φθάσει κανείς στην επίτευξη του σκοπού.
Ο σκοπός, εν προκειμένω, δεν είναι άλλος από την ενημέρωση των πολιτών χωρίς προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, φανατισμό και παρερμηνείες. Μία συμβολή σε μια κοινωνική οντολογία του κόσμου που οριοθετείται στο χώρο και τον χρόνο των ζητημάτων, προβλημάτων, γεγονότων.
Αναφερόμενος στο ήθος της Δημοκρατίας ο Δ. Σιάτρας σ’ ένα από τα πολλά δοκίμιά του υποστηρίζει ότι είναι αυταπόδεικτο ότι τα ερείσματα και οι κατασφαλίσεις βρίσκονται στο φρόνημα των πολιτών. Και για την ανάπτυξη του δημοκρατικού φρονήματος προτείνονται δύο μέσα. Η ανθρωπιστική παιδεία και η πολιτική αγωγή.
Είναι αυτονόητο, νομίζω, πως η Δημοσιογραφία επηρεάζει αν δεν διαμορφώνει το Δημοκρατικό φρόνημα. Κατά την γνώμη μου δεν μπορεί να υπάρξει ήθος Δημοσιογραφίας χωρίς ο φορέας, ατομικός ή συλλογικός, να διαθέτει ήθος Δημοκρατίας. Χωρίς την προϋπόθεση αυτή η Δημοσιογραφία διασύρεται και η Δημοκρατία υπονομεύεται.
Αυτή την κατάσταση βιώνουμε σήμερα. Ο δημοσιογράφος υπάρχει με τον εαυτό του και για τον εαυτό του.
Βιώνουμε ως πολίτες μια φαύλη απειρία στην ενημέρωση. Η κοινωνία των πολιτών αυξάνει διαρκώς και χωρίς μέτρο τις ανάγκες της. Και η Δημοσιογραφία βλέπει αυτό που θέλει να δεί.
Θα αναρωτηθείτε ευλόγως. Η Δημοσιογραφία, παλαιότερα, ήταν άχραντη και αμόλυντη; Δεν υπηρέτησε συμφέροντα; Δεν συμβιβάστηκε με την αντίληψη ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Ασφαλώς και υπάρχουν σκιές. Ορισμένες φορές και βαθύ σκοτάδι. Δίπλα όμως άναβαν κεριά, πολλά κεριά. Το φως χάνονταν για λίγο και με ευθύνη ολίγων. Το λέω για την Κολιού αλλά ισχύει και για όλους σχεδόν, τους προπολεμικούς και μεταπολεμικούς δημοσιογράφους.
Αν τους ρωτούσες για την σημερινή κατάσταση θα απαντούσαν: Δεν θέλω να τη βλέπω, κυρίως να την ακούω.
Δεν υπάρχει ασφαλώς άνθρωπος που δημιουργεί χωρίς να κάνει λάθος. Όμως, κατ’ εξοχήν η βολιώτικη δημοσιογραφία υπήρξε για δεκάδες χρόνια ένα αυθεντικό, πραγματικό σχολείο μέτρου, αποφυγής της υπερβολής, σχολείο της γνώσης. Και της αλληλεγγύης. Θα πρόσθετα ένα σχολείο αυτογνωσίας, κατανόησης του ρόλου και της ευθύνης του δημοσιογράφου σ’ ότι αφορά την δημοκρατική λειτουργία της Πολιτείας, της ενημέρωσης και του καλώς εννοούμενου τοπικού συμφέροντος.
Εδώ σήμερα, στο Μουσείο της πόλεως, με τη Δημοτική Ιστορία παρούσα, είμαστε για να πούμε πως η Νίτσα δεν είναι νεκρή, ξεχασμένη. Η μνήμη, σήμερα, μέσω της Κολιού, ζωντανεύει. Ζωντανεύει μία εποχή ανεπανάληπτη και η αφήγηση αποκτά νόημα ιστορίας. Για να διατηρηθεί η μνήμη ζωντανή και η αφήγηση να γίνει πραγματική ιστορία, ανοιχτή σε νέα τεκμήρια, να αναδείξει δηλαδή τους παλιούς συντελεστές της ανεξάρτητης, όσο γίνεται, δημοσιογραφίας, καλώ την διοίκηση της Ένωσης να διοργανώσει ένα συνέδριο τιμής και αποτίμησης της προσφοράς όλων των σπουδαίων δημοσιογράφων του παρελθόντος. Θα είναι μία προσφορά στην μνήμη της πόλης και στη Δημοκρατία.
Για να θυμηθούμε πως αυτή η πόλη γέννησε δημοσιογράφους που εξεφτέλισαν την διαδεδομένη αντίληψη «ουδείς αναντικατάστατος».
Υπάρχει πιθανότητα να ξαναβρεί ο Βόλος έναν γίγαντα του ύψους και του μεγέθους του Ζιούτου, χρονογράφο όπως ο Φαίδων Μακρής;
Ο Τάκης Οικονομάκης και ο Αλέξανδρος Μέρος ακίνητοι και ακοίμητοι στην πλατεία Ελευθερίας περιμένουν υπομονετικά, χρόνια τώρα, ένα λουλούδι, ένα δάφνινο στεφάνι. Υπήρξαμε και υπάρχουμε χάρις σ’ έναν κορυφαίο δημόσιο διανοούμενο και ενός αξεπέραστου εφημεριδά.
Δεν χρειάζεται η υποσημείωση ότι η Νίτσα είναι γυναίκα και τιμάται την ημέρα της Γυναίκας.
Η Νίτσα, ακριβώς επειδή ήταν σε γυναικεία σωματεία, θα ευχότανε κάποια στιγμή να φτάσουμε ως κοινωνία να γιορτάζουμε τα επιτεύγματα των γυναικών όλο το χρόνο και όχι μία μέρα το χρόνο, ως κάτι ιδιαίτερο. Γιατί η Νίτσα, έσπασε την γυάλινη οροφή αλλά το θέμα είναι να μην υπάρχει γυάλινη οροφή για καμία γυναίκα. Δυστυχώς ο δρόμος για τις γυναίκες παραμένει δύσβατος, ωστόσο, νομίζω, πως η ίδια θα ήθελε να τη θυμόμαστε και τιμούμαι οποιαδήποτε μέρα του χρόνου.
Κλείνω πάλι με την Νίτσα. Ο Δημ. Σιάτρας που συμβαίνει να ήταν γείτονάς της, γράφει κάπου, πως οπωσδήποτε, εκεί που καταλήγει κάθε προσπάθεια θεωρητικής αντιμετώπισης των ηθικών και κοινωνικοπολιτικών θεμάτων περιμένει μια αμείλικτη υπόμνηση: ότι αυτό που κυρώνει τελικά την ιδέα και τη διακήρυξη είναι η πράξη.
Ναι, η Κολιού σε όλη της τη ζωή, μοναχική, ανεξάρτητη, ελεύθερη, αυτοθυσιαζόμενη και ενίοτε αμείλικτη, δεν πρόδωσε ποτέ τις αρχές της.
Πορεύθηκε σταθερά προς το φως για να γίνει η ίδια το φως που καίει».
Η Ελένη Σταμούλη μίλησε για την φίλη και συνεργάτιδά της, για την προσωπικότητα της Νίτσας Κολιού που η ίδια γνώρισε εντός και εκτός «τυπογραφείων» .
«Η Νίτσα Κολιού, μια μαχόμενη δημοσιογράφος, η πρώτη στη Θεσσαλία γυναίκα επαγγελματίας του κλάδου μας, η διεισδυτική, επίμονη ερευνήτρια και συγγραφέας ακολούθως, είναι βέβαιο ότι είναι μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου.
Για να δεις πίσω από τα φώτα της, έπρεπε να σταθείς δίπλα της, να κοιτάξεις στο λευκό περιθώριο των γραπτών της, να την πλησιάσεις αποφασισμένος να τη γνωρίσεις.
Να γνωρίσεις τη Νίτσα, πίσω από τις ασπίδες της…
Και αυτή τη Νίτσα θα επιχειρήσω σήμερα να σας γνωρίσω, όσο η ίδια μου επέτρεψε να γνωρίσω, όσο μπόρεσα να προσεγγίσω, όσο μπορώ να θυμηθώ και να αναπολήσω, από τις συζητήσεις ή τις αντιπαραθέσεις που μου χάρισε, από τις συμβουλές και τις αυστηρότητες που μου επεφύλασσε συχνά και όχι μόνο για τις επαγγελματικές μου επιδόσεις, από τις εκατέρωθεν μικρές εξομολογήσεις, από τη ζεστασιά, το όμορφο χαμόγελο της αλλά και τις δριμείες επιπλήξεις της.
Ηρθε η Νίτσα, ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο, εκεί στο κενό ανάμεσα στη μεσημεριανή από την απογευματινή, δική μου δουλειά στην εφημερίδα, σαν έτοιμη από καιρό.
Χαμένη μέσα σε ένα καταπράσινο ξέφωτο με σκόρπιες ανεμώνες και ψωμάκια του κούκου, κάπου στο δρόμο ανάμεσα Διμήνι και Παλιούρι. Η Νίτσα μανιώδης συλλέκτρια αλλά και καταναλώτρια άγριων χόρτων, κι εγώ η οδηγός του αυτοκινήτου που την έφερε ως εκεί. Η Νίτσα στο κυνήγι της πικραλίθρας, επίμονη ερευνήτρια και εδώ, γνωρίζοντας καλά να την ανακαλύπτει κάτω από την πέτρα, όπως λέμε στη δουλειά μας για τον καλό ρεπόρτερ. Κάτω από την πέτρα έβγαζε και την είδηση η Νίτσα…
Κι ύστερα η Νίτσα ξανάρθε, πρωινή- πρωινή, αλαφροπάτητη, με κρύο και με ζέστη, να κάνει την καθημερινή διαδρομή από το σπίτι της Πλαστήρα ,ως το μικρό γραφείο της οδού Αντωνοπούλου, για το μεροκάματο της συγγραφέα πια. Τηρούσε με προσήλωση ένα ωράριο, διατηρούσε αυτό το γραφείο, γιατί την έβαζε σε πρόγραμμα, έλεγε. Δεν της επέτρεπε να περάσει στη χαλαρότητα της συνταξιούχου, ούτε στη λογική του «και αύριο μέρα είναι».
Η στοχοπροσήλωση της, αν τότε με παραξένευε, σήμερα με γοητεύει. Δείχνει πάθος, ζήλο και θέρμη. Απαιτεί αφοσίωση, ενθουσιασμό, ορμή, που ξέρουμε ότι προϋποθέτουν νεαρότερες ηλικίες, άρα και αντοχές.
Τη βλέπω ξανά μπροστά στο πρώτο της λαπτοπ, να μάχεται ισότιμα με τη νέα τεχνολογία και να κερδίζει τον πόλεμο, όχι χωρίς απώλειες. Τηλεφώνημα βαθιά μεσάνυχτα, «έχασα τον κέρσορα από την οθόνη, πού στο καλό πήγε;»
Κι ύστερα η Νίτσα να μπαίνει φουριόζα στην εφημερίδα, να σταματάει στα γραφεία μας για υποδείξεις, συμβουλές και μαλώματα, με το ιδιότυπο, αδυσώπητο χιούμορ της να ανάβει φωτιές: «δεν είχε άλλο πήχη ύφασμα ο έμπορας και σου βγήκε τόσο κοντή η φούστα;». Αλλά και νοιάξιμο, τρυφερό και ανθρώπινο. Για τα παιδιά μας, τους ηλικιωμένους γονείς, ένα πρόβλημα υγείας που είχε πάρει το αυτί της.
Το σωματείο μας, η Ένωση Συντακτών Θεσσαλίας, αποφάσισε να τιμήσει τη Νίτσα Κολιού μια μέρα σαν τη σημερινή, 8 Μαρτίου, αποδίδοντας τιμή στη γυναίκα, στους αγώνες και τα επιτεύγματα της. Σωστά το σκέφτηκε, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι είναι η πρώτη γυναίκα επαγγελματίας δημοσιογράφος στο Βόλο και τη Θεσσαλία. Είναι επίσης η πρώτη γυναίκα-και μοναδική ως σήμερα- πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών.
Εγώ θα συμπλήρωνα, ότι είναι και η πρώτη γυναίκα που άρθρωσε λόγο, πολύ πιο δυναμικό, ουσιαστικό και αποτελεσματικό από πολλούς άνδρες συναδέλφους, αν όχι τους περισσότερους, της δημοσιογραφικής φουρνιάς της.
Όλα αυτά, κατά την προσωπική μου άποψη, όχι γιατί η Νίτσα, είχε κάνει πράξη τη θεωρία του φεμινισμού, ούτε γιατί είχε κάποια σχέση με το κίνημα που ως κύμα διαπέρασε τη γενιά της, έφτασε και συντάραξε τη δική μου γενιά. Δεν είχε καμία επαφή με τη φεμινιστική νοοτροπία και τον πολιτικό ακτιβισμό, ίσως και να την ενοχλούσε κάποιες φορές η πρακτική τους στο δημόσιο βίο.
Τη Νίτσα Κολιού, μετά λόγου γνώσεως θα χαρακτήριζα μια βιωματική φεμινίστρια. Μια φεμινίστρια επί το έργον, που δεν της ήταν αναγκαία η θεωρητική κατάρτιση, κατάρτιση που δεν είχε γιατί δεν την έψαξε, αφού είχε κάτι πιο σημαντικό: Τσαγανό.
Με αυτό, με το τσαγανό της, επιβίωσε στο λάκκο των λεόντων, νεαρό κορίτσι στον παλιό «Ταχυδρόμο», όταν από το τυπογραφείο και τις λινοτυπικές μηχανές την ξεχώρισε ο Μέρος και την ανέβασε στη σύνταξη. Μια γυναίκα, την πρώτη και ξεχωριστή, ανάμεσα σε πολλούς άνδρες, ένα νεαρό κορίτσι που οι συνθήκες ανάγκασαν να εγκαταλείψει το όνειρο των σπουδών στη φιλολογία και να βγει στο στίβο του βιοπορισμού.
Αυτό το κορίτσι, έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί, ανάμεσα σε εκείνους που ποτέ δεν κλήθηκαν να αποδείξουν τίποτε.
Έπρεπε να επιβάλλει ότι μια γυναίκα δεν κρίνεται από τη δαντέλα του κορσέ της και η θέση που διεκδικεί αφορά το επάγγελμα αλλά και την προσωπική της αξιοπρέπεια.
Έτσι στάθηκε η Νίτσα στη δημοσιογραφία, όχι γιατί ήταν φεμινίστρια με τη έννοια που συνηθίζουμε να περιβάλουμε τον όρο. Αλλά, γιατί με το να σταθεί, να αφιερωθεί, να επιβιώσει και εν τέλει να αφήσει τη σκόνη της στο ανδρικό κατεστημένο του δημοσιογραφικού επαγγέλματος τότε, χωρίς να το έχει προφανώς συνειδητοποιήσει, απαντούσε ίσως στην ισχυρότερη κολώνα της φεμινιστικής ιδεολογίας, που λέει ότι φεμινισμός δεν είναι ένα σύστημα ιδεών, αλλά μια πρόκληση, μια πρόσκληση για
δράση. Χωρίς δράση, ο φεμινισμός είναι απλώς μια κούφια,
αυτοαναιρούμενη ρητορεία.
Για να κλείνω με τον κομμάτι της Νίτσας ως «επαναστάτριας», θα σας μεταφέρω μια ερώτηση που μου έκανε βολιώτης στο τέλος εκδήλωσης πριν λίγους μήνες για τον Τύπο στην Αντίσταση, όπου έγινε αναφορά στη Νίτσα και το πολύτιμο βιβλίο της με αυτό τον τίτλο. Κατεβαίναμε τις σκάλες του Τεχνικού Επιμελητηρίου, με πλησίασε κάπως συνωμοτικά και με ρώτησε «Η Νίτσα ήταν αριστερή;»
Όχι φίλε μου, δεν θα απαντήσω σε αυτή τη χωρίς νόημα ερώτηση, που τίποτε δεν έχει να προσθέσει, παρά μόνο να αφαιρέσει από τη Νίτσα ως δημοσιογράφο, ερευνήτρια και συγγραφέα, αλλά και άνθρωπο. Αν με τη δουλειά της, δημόσια, δημοσιευμένη, απείρως αναπαραγμένη δεν έχεις απάντηση, σημαίνει ότι κατάφερε και περπάτησε τίμια, ανιδιοτελώς και με καθαρό μέτωπο σε αυτό το πολύπαθο επάγγελμα, ισορροπώντας σε λεπτά σχοινιά χωρίς να πέσει. Μήπως και γιαυτό δεν ξεχώρισε;
Σε όσους δεν το είχαν διαβάσει δημοσιευμένο στη «Θ», μετά το φευγιό της τον Ιανουάριο του 2005, θα θυμίσω όσα με τον λιτό τρόπο γραφής της η Νίτσα ανέφερε στην τελευταία, την 4η σελίδα της χειρόγραφής διαθήκης της. Μέσα σε ούτε 200 λέξεις αποκαλύπτεται η επαγγελματίας και η λογική της, ο άνθρωπος και ο ψυχισμός του.
«… Στους αγαπητούς συναδέλφους μου, ζητώ να συγχωρήσουν αν κάποτε τους πίκρανα με την αυστηρή μου κριτική, τα νεύρα και το άγχος μου. Δεν έπαυσα ποτέ να τους αγαπώ και τους εύχομαι να μην ξεχνούν ποτέ, ότι ο δημοσιογράφος είναι πιστός υπηρέτης του λαού και όχι αφέντης του. Να τον εξυπηρετούν ανιδιοτελώς και να αγωνίζονται για την εξακρίβωση της αλήθειας και την επικράτηση της ελευθεροτυπίας.
Τους συμπολίτες και τους συμπατριώτες στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, τους ευχαριστώ για την εκτίμηση στο πρόσωπο και τη δουλειά μου. Ήτανε μια δουλειά στην οποία αφοσιώθηκα νυχθημερόν με πάθος και αυταπάρνηση και κίνητρο μοναδικό την προσφορά προς τον αγαπημένο μας Τύπο. Ιδιαίτερα ευχαριστώ όσους μου έδειξαν την εμπιστοσύνη τους κατά τη σκληρή και χρονοβόρα ερευνητική εργασία.
Ο Πανάγαθος Θεός να ευλογεί όλους σας. Δεηθείτε παρακαλώ για την ανάπαυση της ψυχής μου».
Η Νίτσα έφυγε νωρίς.
Όχι γιατί είχε να δώσει πολλά ακόμη στην πόλη και την περιοχή, που ασφαλώς είχε.
Ούτε γιατί άφησε ανολοκλήρωτο το ερευνητικό της έργο.
Αλλά, γιατί λείπει σε μας που την αγαπήσαμε.