Οι αντοχές των γυναικών είναι ανεξάντλητες και τα όρια τα θέτουν μόνο εκείνες

Ελένη Λαίτσου / Βίλυ Σαμαλτάνη / gegonotanews

Της Ελένης Λαϊτσου 

Διατρέχοντας τη νεότερη ελληνική ιστορία θα διαπιστώσουμε πως η θέση της γυναίκας βρισκόταν μονίμως στις πίσω γραμμές εξέλιξης της κοινωνίας. Για δεκαετίες ολόκληρες, ήταν αυτή που ασχολούνταν αποκλειστικά με δουλειές του σπιτιού αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των παιδιών, ενώ ακόμα και όταν χρειαζόταν να εργαστεί, αντιμετωπιζόταν κατά τρόπο άνισο σε σχέση με τους άνδρες.
Έτσι, ακόμα και σήμερα, παρατηρούμε, στον επαγγελματικό χώρο, το παράδοξο φαινόμενο να υπάρχει μεγάλη εκπροσώπηση των γυναικών σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις, αλλά ελάχιστη παρουσία στις υψηλόβαθμες θέσεις εργασίας. Οι θέσεις ευθύνης που έχουν και τις καλύτερες οικονομικές απολαβές, καταλαμβάνονται κυρίως από άνδρες.
Επίσης, συνεχίζει να διατηρείται σε σημαντικό βαθμό η διάκριση των επαγγελμάτων σε ανδρικά και γυναικεία, περιορίζοντας τις επαγγελματικές επιλογές των γυναικών ή δυσχεραίνοντας τη δυνατότητά τους να καταξιωθούν σε χώρους παραδοσιακά ανδροκρατούμενους.
Αυτή η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας αντανακλούνταν για δεκαετίες και στο χώρο της πολιτικής.
Μόνο από τη δεκαετία του 2000 και μετά και τη θέσπιση νόμων για την ενεργότερο αντιπροσώπευση των γυναικών στο ελληνικό κοινοβούλιο, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν προς το καλύτερο και η παρουσία τους στα έδρανα της Βουλής να μην αποτελεί άγνωστη εικόνα.
Την ίδια περίοδο όμως στην Τοπική Αυτοδιοίκηση η κατάσταση θύμιζε λίγο από 19ο αιώνα. Στις κοινότητες, στους μικρούς και μεγάλους δήμους η ενασχόληση με τα κοινά παρέμενε πεδίο δράσης, όπου πρωταγωνιστές ήταν άνδρες, ενώ οι γυναίκες είχαν δευτερεύοντα ρόλο με τη δράση τους να εξαντλείται κυρίως στους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους. Οι τοπικές κοινωνίες για λόγους παλιών αντιλήψεων και στερεοτύπων δεν μπορούσαν ακόμη να συνειδητοποιήσουν ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να αναλάβουν τα ηνία των τόπων τους και να τους εξελίξουν.
Σε αυτό, λοιπόν το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον αποφάσισα το 2006 να θέσω υποψηφιότητα ως επικεφαλής συνδυασμού με τον τίτλο «Ενωτική Κίνηση» για τον Δήμο Φερών.
Και θα ήθελα για πρώτη φορά δημόσια να πω ότι ένας από τους λόγους που τότε με ώθησε να ασχοληθώ με την αυτοδιοίκηση, είναι ότι αμφισβητήθηκε από κάποιους, ότι θα μπορούσα να το τολμήσω, επειδή ήμουν γυναίκα. Η αμφισβήτηση αυτή ήταν για μένα μία πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσω.
Εκείνη λοιπόν την πρώτη εκλογική αναμέτρηση το 2006, ομολογώ ότι τη θυμάμαι με νοσταλγία, γιατί ήταν μία πρώτη κατάκτηση. Μπορεί ύστερα από ισοψηφία με τον άλλο συνδυασμό και κλήρωση που δεν μας ευνόησε να συνεχίσαμε από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όμως είχε γίνει η αρχή. Οι δημότες σε έναν περιφερειακό Δήμο είχαν στηρίξει μία γυναικεία υποψηφιότητα.
Από το 2006 μέχρι το 2010 ασκήσαμε συνεχή και δημιουργική αντιπολίτευση προτείνοντας λύσεις και αναδεικνύοντας προβλήματα του Δήμου μας που έμεναν άλυτα.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2010 η δράση μας επιβραβεύτηκε με ένα ποσοστό 61% και επικρατήσαμε στον νέο πλέον καλλικρατικό Δήμο Ρήγα Φεραίου, ο οποίος προέκυψε από τη συνένωση των Δήμων Φερών και Κάρλας και της Κοινότητας Κεραμιδίου.
Σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, του 2010, ήμουν η μοναδική δήμαρχος στους 24 Δήμους της Θεσσαλίας και μία από τις οκτώ γυναίκες δημάρχους στους 325 Δήμους της χώρας.
Ακολούθησε μια δημοτική θητεία πολύ έντονη και απαιτητική.
Τα χρόνια αυτά διαχειριστήκαμε τα ζητήματα καθημερινότητας, ενώ σχεδιάσαμε μεγάλα έργα υποδομών.
Παρότι βρισκόμασταν στην πιο σκληρή περίοδο εφαρμογής των μνημονίων, όπου οι κρατικοί πόροι είχαν περικοπεί κατά 50%, καταφέραμε να υλοποιήσουμε έργα, υποδομές, να δημιουργήσουμε κοινωνικές δομές και δράσεις αξιοποιώντας την εμπειρία μας σε διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Αυτό που θα ήθελα να καταθέσω σε ότι αφορά την εμπειρία μου από τη διοίκηση του δήμου, είναι ότι υπήρχε ένα ποσοστό ανδρών, ευτυχώς μικρό, που ενώ είχε στηρίξει μια γυναικεία υποψηφιότητα δεν ήταν έτοιμο να αποδεχθεί μια γυναίκα να διοικεί. Στο πίσω μέρος του μυαλού τους υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι η γυναίκα φαινομενικά θα διοικεί, αλλά άλλοι είναι αυτοί που θα κάνουν κουμάντο. Έτσι, χρειάστηκε από την πρώτη στιγμή να κάνω σαφές προς όλους ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές.
Βέβαια, όπως προ είπα, αυτό ήταν ένα μικρό ποσοστό. Με την πλειοψηφία των στελεχών και των συνεργατών του δήμου, είχαμε μια πολύ παραγωγική συνεργασία, που εδραζόταν στην κοινή αντίληψη ότι έπρεπε να δουλέψουμε σκληρά και να αναπτύξουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον νέο καλλικρατικό δήμο.
Το δεύτερο που διαπίστωσα και συνεχίζω να διαπιστώνω και στην επαγγελματική μου ενασχόληση είναι ότι πάντα ως γυναίκες κρινόμαστε πολύ πιο αυστηρά σε σχέση με τους άνδρες και θα πρέπει να είμαστε έτοιμες για αυτό. Συνεχώς θα πρέπει να αποδεικνύουμε και να επιβεβαιώνουμε ότι τη θέση ευθύνης που κατέχουμε, την αξίζουμε. Πράγμα που δεν συμβαίνει με τους άνδρες. Ενώ μια δυσκολία, ένα πρόβλημα κατά τη διοίκηση ενός δήμου ή ενός οργανισμού από έναν άνδρα, θεωρείται εν γένει κάτι φυσικό να συμβεί, όταν μια γυναίκαι διοικεί, θεωρείται πρώτα από όλα γυναικεία αδυναμία.
Θέλω όμως να επισημάνω ότι παρά τις δυσκολίες και τις αντίξοες λόγω μνημονίων συνθήκες, νιώθω ιδιαίτερα τυχερή που είχα μια τόσο σημαντική εμπειρία και μου δόθηκε η δυνατότητα να προσφέρω στην περιοχή μου. Έδωσα και πήρα πολλή αγάπη και στήριξη από τους συνδημότες μου και αισθάνομαι περήφανη που η δημοτική μας θητεία άφησε ένα θετικό αποτύπωμα στην περιοχή μας.
Η ενασχόλησή μου με την Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ενεργοποιήθηκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο.
Από νωρίς, από τα φοιτητικά μου χρόνια ως Μηχανικός Η/Υ και Πληροφορικής στο Πολυτεχνείο Πατρών βρέθηκα σε ένα περιβάλλον, όπου κυριαρχούταν από τους άνδρες. Η αντιστοιχία τότε ανδρών – γυναικών στη σχολή μας ήταν 70-30 και αυτό συνέχισε και αργότερα στην επαγγελματική μου δραστηριότητα. Για χρόνια διηύθυνα το Κέντρο Δικτύου Τηλεματικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας όπου ήμουν η μοναδική γυναίκα, ενώ σήμερα διδάσκω στο Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας όπου το ποσοστό των γυναικών στο διδακτικό προσωπικό είναι της τάξης του 25%.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, οι γυναίκες στα κράτη μέλη της ΕΕ αντιπροσωπεύουν μόλις το 22% των εργαζομένων σε ψηφιακές θέσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, στους προγραμματιστές, το ποσοστό των γυναικών είναι 9%, ενώ στους διαχειριστές εταιριών πληροφορικής/ τηλεπικοινωνιών το 19% αποτελείται από γυναίκες. Η τάση βέβαια δείχνει προς μείωση του χάσματος τα τελευταία χρόνια, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς.

Με αφορμή λοιπόν όλα όσα σας προανέφερα, θα ήθελα πρώτα από όλα να ενθαρρύνω τις γυναίκες να ασχοληθούν με την πολιτική και την τοπική αυτοδιοίκηση. Και για να το διευρύνω, θα ήθελα να ενθαρρύνω τις γυναίκες να ηγηθούν και να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης σε οποιονδήποτε τομέα τους ενδιαφέρει και θεωρούν ότι μπορούν να τα καταφέρουν.
Πιστεύω επίσης ότι είναι σημαντικό στην προσπάθεια αυτή να λειτουργούμε ενωτικά, και πρώτα από όλα εμείς ως γυναίκες να στηρίζουμε και να υποστηρίζουμε τις άλλες γυναίκες. Να στηρίζουμε τη γυναικεία υποψηφιότητα, τη γυναικεία επιχειρηματικότητα και δραστηριότητα.
Τέλος, είναι σημαντικό προκειμένου να εξαλειφθούν τα στερεότυπα χρόνων σχετικά με τη θέση της γυναίκας, να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία και να επενδύσουμε στην ανατροφή των παιδιών μας, στην εκπαίδευση των μαθητών και των φοιτητών μας με τις αρχές του σεβασμού και της ισότιμης αντιμετώπισης των δύο φύλων.
Συνοψίζοντας λοιπόν στο ερώτημα που τέθηκε αρχικά, ποια είναι τα όρια και οι αντοχές της γυναίκας του σήμερα, θα ήθελα με ευθύτητα να απαντήσω:
Οι αντοχές μας είναι ανεξάντλητες, ενώ τα όρια – τα θέτουμε εμείς και μόνο εμείς.