Ζητείται νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση στην επίθεση κατά της μεγάλης τεχνολογίας

H Μαργκρέτε Βεστάγκερ, αντιπρόεδρος της Κομισιόν και Επίτροπος Ανταγωνισμού © EPA/JULIEN WARNAND

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Ευρώπη και η Αμερική ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους ως προς τη ρύθμιση των μεγάλων επιχειρήσεων. Τα αμερικανικά εποπτικά όργανα έμειναν σε μεγάλο βαθμό με σταυρωμένα τα χέρια, καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις γίνονταν ακόμα μεγαλύτερες, κυρίως τα τεχνολογικά μεγαθήρια, όπως η Google, η Apple και το Facebook. Η Ευρώπη, αντίθετα, θεώρησε ότι οι μεγάλες αυτές εταιρείες έπρεπε να κρατηθούν υπό έλεγχο. Οι ρυθμιστές της έγιναν οι τρομακτικότεροι στον κόσμο, με κορυφαία τη Margrethe Vestager, επικεφαλής της αντιμονοπωλιακής επιτροπής της ΕΕ από το 2014. Αν και η Ευρώπη απέτυχε να παράξει δικούς της τεχνολογικούς γίγαντες, η Silicon Valley δεν αντιμετώπισε τον μεγαλύτερο έλεγχο ούτε στην Καλιφόρνια, ούτε στην Ουάσινγκτον, αλλά στις βροχερές Βρυξέλλες, την έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Οι φιλελεύθεροι, που επιθυμούν τη διατήρηση των ανοικτών και ζωντανών αγορών -συμπεριλαμβανομένης και αυτής της εφημερίδας-, επευφημούσαν την κ. Vestager και τη σκληρή προσέγγιση που ενσάρκωνε. Η ενεργητική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σήμαινε χαμηλές τιμές για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, που αγόραζαν πτήσεις, τηλεφωνικές κλήσεις και άλλα. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί εξαπατήθηκαν από επιχειρήσεις που είχαν αφεθεί να ενοποιηθούν μέχρι να απομείνει ελάχιστος ανταγωνισμός. Ίσως απροσδόκητα η Ευρώπη τα έβαλε ακόμα και με τους πανίσχυρους τεχνολογικούς γίγαντες, επιβάλλοντας πρόστιμα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ σε εταιρείες όπως η Google και, κατά καιρούς, εξαναγκάζοντας τα τεχνολογικά επιχειρηματικά μοντέλα σε αλλαγές. Ένα σαρωτικό νέο σύνολο κανόνων, γνωστό ως Digital Markets Act (DMA), τίθεται φέτος σε ισχύ, δίνοντας στην ΕΕ περισσότερες εξουσίες επί των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας. Όταν η κυβέρνηση Biden από το 2021 προσπάθησε να αντιστρέψει δεκαετίες χαλαρής επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στην Αμερική, οι θεματοφύλακές της δανείστηκαν πολλές από τις ιδέες της κ. Vestager.

Η Ευρώπη θα μπορούσε να νιώθει κολακευμένη από μια τέτοια μίμηση. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει παράλληλα να αναρωτηθεί αν η αυστηρή της προσέγγιση είναι ακόμα η σωστή, διότι, ενώ το ρυθμιστικό της σκεπτικό παραμένει το ίδιο, το εταιρικό περιβάλλον στο οποίο εφαρμόζεται έχει αλλάξει. Τουλάχιστον όσον αφορά τη μεγάλη τεχνολογία -το πιο ακανθώδες πρόβλημα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας-, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως πίστευε η Ευρώπη. Αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε νέες σκέψεις σχετικά με τον τρόπο ρύθμισης των διαδικτυακών πρωταθλητών.

Η ρυθμιστική μέθοδος της κ. Vestager βασίζεται στην ιδέα ότι οι αγορές καταναλωτικών προϊόντων τεχνολογίας τείνουν να οδηγούν σε αποτελέσματα όπου ο νικητής τα παίρνει όλα: οι επιχειρήσεις που αποκτούν ένα πρώιμο πλεονέκτημα εξασφαλίζουν μια αδιαπραγμάτευτη θέση. Από τη στιγμή που έχετε πει στο Facebook ποιοι είναι όλοι οι φίλοι σας, η μετάβαση σε ένα αντίπαλο δίκτυο είναι σχεδόν αδύνατη, ακόμα και αν ο ιστότοπος προσφέρει μια απαίσια εμπειρία. Η Google τελειοποίησε τις υπηρεσίες της χρησιμοποιώντας πληθώρα δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών αναζήτησης και περιήγησης ετών των χρηστών της. Με αυτόν τον τρόπο εδραιώνει τη δύναμή της στην αγορά. Μόνο αν οι κατεστημένες εταιρείες τεχνολογίας αναγκαστούν να ανοιχτούν -για παράδειγμα, αν η Google αναγκαστεί να παραδώσει δεδομένα σε πιθανούς ανταγωνιστές για να τους βοηθήσει να εκπαιδεύσουν τα δικά τους προϊόντα- θα μπορούσε το πεδίο ανταγωνισμού κάπως να εξισορροπηθεί.

Αυτή ήταν η θεωρία. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις υποδηλώνουν ότι η τεχνολογία είναι πολύ πιο ρευστή απ’ ό,τι υπέθετε η κ. Vestager. Το Facebook παλεύει αυτήν τη στιγμή να κρατήσει τους χρήστες του, πόσω μάλλον να προσελκύσει νέους. Οι έφηβοι έχουν στραφεί στο TikTok, μια γρήγορη εφαρμογή βίντεο μικρής διάρκειας από την Κίνα. Για πρώτη φορά έπειτα από δύο δεκαετίες κυριαρχίας, η Google αντιμετωπίζει προκλήσεις σε σχέση με τη μηχανή αναζήτησης που στηρίζει τα κέρδη της. Οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) τροφοδοτούν μια νέα γενιά αντιπάλων. Το Bing της Microsoft, που επί μακρόν ήταν ένας μακρινός ανταγωνιστής, αποτελεί πλέον ανταγωνιστική πραγματικότητα. Υποτιθέμενα μελλοντικά μονοπώλια, όπως η Uber και το Netflix, έχουν ήδη παλιώσει. Σε όλη τη Silicon Valley οι εταιρείες τεχνολογίας απολύουν πλέον εργαζομένους. Οι τιμές των μετοχών των μεγαλύτερων εταιρειών έχουν υποχωρήσει, επειδή οι επενδυτές που φαντάζονταν απεριόριστα μονοπωλιακά κέρδη αύριο, τώρα υποθέτουν ότι ο ανταγωνισμός θα μειώσει τα περιθώρια κέρδους.

Είναι η αποδυνάμωση της επιρροής της μεγάλης τεχνολογίας στους καταναλωτές σημάδι ότι η προσέγγιση της Ευρώπης αποδίδει; Αντιθέτως. Δεν ήταν η ρυθμιστική δράση που έδωσε ώθηση τους αντιπάλους: τόσο το Bing όσο και το TikTok βασίστηκαν περισσότερο στην εφευρετικότητα, παρά στη θεσμική χείρα βοηθείας. Το δέλεαρ της κατάκτησης τεράστιων κερδών ώθησε την καινοτομία, προς όφελος των καταναλωτών. Αυτό είναι που η αμερικανική σχολή, που υποστήριζε τη μη παρέμβαση στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, έλεγε ότι θα συνέβαινε -και η ευρωπαϊκή θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να συμβεί.

Η Ευρώπη έφερε πρόσφατα αυτήν την υπόθεση ενώπιον της κ. Vestager στο γραφείο της στις Βρυξέλλες. Αξιοθαύμαστο για έναν ρυθμιστή, είναι ανοιχτή σε όσους αναρωτιούνται αν οι παραδοχές πίσω από την προσέγγιση που την έκανε είδωλο των trustbusters μπορεί να είναι ξεπερασμένες. Η Δανή είδε τις πρόσφατες δοκιμασίες της τεχνολογίας, αλλά εξακολουθεί να βλέπει ζωή στην παλιά αυστηρή προσέγγισή της. «Με την πάροδο του χρόνου τα ψηφιακά μονοπώλια μπορεί να ανατραπούν», λέει, «αλλά ο χρόνος δεν είναι κάτι που έχεις αν θέλεις να ξεκλειδωθεί το πλήρες δυναμικό της καινοτομίας». Υπάρχει άφθονη δύναμη στην αγορά, που μπορεί κάποιος να καταχραστεί τα χρόνια που θα χρειαστούν για να εμφανιστεί μια καλύτερη μηχανή αναζήτησης ή μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης. Η δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης να ανατρέψει τα μονοπώλια μπορεί να αποδειχθεί απατηλή, λέει. Οι μαζικές απολύσεις και η πτώση των τιμών των μετοχών είναι σημάδι ότι ο ντόρος μετά την πανδημική έκρηξη ξεφούσκωσε, όχι ότι ο ανταγωνισμός ανθεί.

Στον δρόμο του Facebook
Το βιογραφικό της κ. Vestager όσον αφορά τη διατήρηση του ανταγωνισμού σε βιομηχανίες του παλιού κόσμου είναι εντυπωσιακό. Πολλά από αυτά που έχει κάνει για να περιορίσει τις μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις -για παράδειγμα, απαγορεύοντας σχεδόν όλες τις εξαγορές πιθανών μελλοντικών ανταγωνιστών από τις μεγάλες κατεστημένες επιχειρήσεις- φαίνονται ακόμα λογικά. Ωστόσο, «πιέζεται» να κάνει ακόμα περισσότερα για να περιορίσει τους τιτάνες. Στην Αμερική μια νέα γενιά δυναμικών trustbusters έχει πλέον την εξουσία, οι οποίοι δεν φαίνονται να ενθουσιάζονται με το μοντέλο της αποστασιοποίησης, που ήταν ο κανόνας κάποτε στη χώρα. Επεκτείνουν τους κανόνες ανταγωνισμού στα άκρα, σε μια προσπάθεια να θέσουν υπό έλεγχο τις μεγάλες εταιρείες, συχνά για ιδεολογικούς λόγους. Χάρη στο Digital Markets Act, η Ευρώπη θα αποκτήσει τεράστιες νέες εξουσίες σε σχέση με την αστυνόμευση μεγάλων εταιρειών, όπως η Amazon και η Apple, αποτρέποντας έτσι τις αντι-ανταγωνιστικές συμπεριφορές πριν αυτές εκδηλωθούν. Οι εχθροί της Silicon Valley ελπίζουν η Ευρώπη να γίνει και πάλι ο μπροστάρης των κανόνων της τεχνολογίας.

Είναι μια πρόκληση που η κ. Vestager δεν χρειάζεται να αποδεχθεί. Ίσως προκύψουν νέα στοιχεία ότι οι αντιμονοπωλιακές βίδες χρειάζονται πράγματι σφίξιμο. Ωστόσο, ένας ρυθμιστής του διαμετρήματός της θα πρέπει να είναι υποψιασμένος για την πιθανότητα να χρειαστεί το αντίθετο. Η Ευρώπη έλαβε αποφάσεις με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα. Αν, όμως, τα δεδομένα αλλάξουν, δεν είναι ντροπή να προσαρμόσει την προσέγγισή της. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να στοχεύουν στο να είναι εξίσου ευέλικτες με τις επιχειρήσεις που ρυθμίζουν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι αρκετά γενναίες, ώστε να αλλάζουν ιδέες και να προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα.

powergame.gr
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.