Γιώργου Τοζίδη, Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» ξεκίνησε το 2018 λόγω της κρίσης χρέους που έπληξε τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στην πρώτη φάση αυτής της συζήτησης φάνηκε να διαμορφώνεται ένα πλειοψηφικό ρεύμα κρατών-μελών που υποστήριζε την αύξηση του «αποδεκτού» ποσοστού δημοσίου χρέους (ως προς το ΑΕΠ) από το 60% στο 90%. Μία πρόταση που ουσιαστικά αντανακλούσε την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (3ο τρίμηνο 2022), σε επίπεδο ευρωζώνης, το ποσοστό του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ σε δεκατρία κράτη-μέλη υπερβαίνει το 60% και σε επτά από αυτά υπερβαίνει το 90%, με την Ελλάδα και την Ιταλία «πρωταθλήτριες». Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω ποσοστά καταγράφονται παρά τη βελτίωση που υπήρξε λόγω της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού.
Γεράκια και περιστέρια
Μετά από πληθώρα παρεμβάσεων (κρατών-μελών, ΔΝΤ και δεξαμενών σκέψης που αμφισβήτησαν το Σύμφωνο), στις 09.11.2022 εκδόθηκε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την ΕΚΤ, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών σχετικά με τους προσανατολισμούς για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής τονίζεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι οι δείκτες της Συνθήκης για το δημοσιονομικό έλλειμμα (<3% του ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος (<60% του ΑΕΠ) παραμένουν αμετάβλητοι και είναι απαραίτητη η ενίσχυση και, κυρίως, η ενεργοποίηση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Για άλλη μια φορά τα «γεράκια» της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, οι «αδιάλλακτοι» του ευρωπαϊκού Βορρά, επέβαλαν την θέληση τους στο Νότο.
Η συγκυρία
Ποια είναι, όμως, η οικονομική συγκυρία στην οποία προωθείται η μεταρρύθμιση; Στην τελευταία σύνοδό του το ECOFIN (14.03.2023), αφού εκφράσει την ικανοποίησή του για την παραπάνω ανακοίνωση της Επιτροπής, αναφέρει ότι ενώ η οικονομία της ΕΕ συνέχισε την ισχυρή ανάκαμψή της μετά την πανδημία, εξακολουθεί να «αντιμετωπίζει πολλαπλές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις που απορρέουν από τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, τον υψηλό πληθωρισμό και τα αυξημένα επιτόκια, την κλιματική αλλαγή, την ψηφιοποίηση, τη δημογραφική αλλαγή, την ανάγκη στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας σε μια ανοικτή οικονομία, τη σημασία της εξασφάλισης οικονομικά προσιτής ενέργειας και ασφάλειας του εφοδιασμού και την αναγκαία ενίσχυση αμυντικών ικανοτήτων. Πολλές από αυτές τις προκλήσεις απαιτούν φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και σημαντικές επενδύσεις. Επιπλέον, η κρίση της πανδημίας, καθώς και οι συνέπειες του ρωσικού πολέμου κατά της Ουκρανίας, έχουν συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους, τα οποία πρέπει να μειωθούν κατά τρόπο σταδιακό και ρεαλιστικό». Δηλαδή σε μια περίοδο που η ΕΕ αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις, το ECOFIN προκρίνει, ως μέθοδο αντιμετώπισης, την επάνοδο στη δημοσιονομική πειθαρχία του Συμφώνου.
Το ECOFIN τελείωσε την κριτική
Η ανακοίνωση του συμβουλίου των υπουργών ECOFIN έθεσε τέρμα, αφενός, στην κριτική που έχει ασκηθεί στο Σύμφωνο («εγκεφαλικά νεκρό», «δημοσιονομικός ζουρλομανδύας» κλπ) και, αφετέρου, εξόρισε τις προτάσεις για αμοιβαιοποίηση του δημόσιου χρέους μέχρι τουλάχιστον του ποσοστού 60% του ΑΕΠ. «Αγνοήθηκαν» δηλαδή όλες οι προτάσεις που, με αφορμή τις πολλαπλές κρίσεις της ΕΕ, έθεταν το ζήτημα της ριζικής τροποποίησης του Συμφώνου που από την υιοθέτησή του αφενός συνετέλεσε στη διαιώνιση των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών και αφετέρου αποδείχθηκε πλήρως αναποτελεσματικό στη θωράκιση των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην ανάγκη εμβάθυνσης της οικονομικής σύγκλισης και η «μεταρρύθμιση» περιορίζεται στην αυστηρότερη εφαρμογή ποσοτικών δεικτών (60% του ΑΕΠ και 3% ) που ουδέποτε έχει τεκμηριωθεί η χρησιμότητά τους και πολύ περισσότερο ο τρόπος υπολογισμού και το ύψος τους.
Η νέα αρχιτεκτονική του Συμφώνου Σταθερότητας
Το σημείο εκκίνησης της νέας αρχιτεκτονικής της διακυβέρνησης είναι η υποβολή από τα κράτη-μέλη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών – διαρθρωτικών σχεδίων που θα περιλαμβάνουν: δημοσιονομικές, μεταρρυθμιστικές και επενδυτικές δεσμεύσεις οι οποίες, από κοινού, θα διασφαλίζουν τη διαρκή και σταδιακή μείωση του χρέους και τη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς, ανάπτυξη χωρίς να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι στόχοι θα πρέπει να συνάδουν με τα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα, καθώς επίσης και με τους στόχους για την ψηφιακή μετάβαση και την ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων. Οι παραπάνω στόχοι θα πρέπει να «μεταφράζονται» σε ποσοτικές δεσμεύσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς για την περίοδο προσαρμογής, χωρίς όμως να προβλέπεται ότι οι δαπάνες για την επίτευξη αυτών των στόχων θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό των δεικτών του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος, όπως διεκδικούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Όπως βεβαίως δεν υπάρχουν οι δείκτες της ανεργίας και του πληθωρισμού στα εισοδήματα των εργαζομένων. Αντίθετα υπάρχουν οι υποδείξεις για συγκράτηση των αυξήσεων.
Η κεντρική επιδίωξη της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης είναι η αύξηση της εποπτείας και του ελέγχου των κρατών-μελών. Η μεταπρογραμματική εποπτεία θα επικεντρώνεται στα εξής: i) στην αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής μέσω της εξέτασης της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης, ii) στην παρακολούθηση της εφαρμογής των ημιτελών μεταρρυθμίσεων που άρχισαν στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής και iii) στην αξιολόγηση του κατά πόσον απαιτούνται διορθωτικά μέτρα στο πλαίσιο ανησυχιών για την ικανότητα αποπληρωμής ή τη συνέχιση της πρόσβασης στην αγορά.
Η ελληνική περίπτωση
Για την Ελλάδα, η ένταση της μεταπρογραμματικής εποπτείας θα εξελίσσεται ταυτόχρονα με τον έλεγχο για την υλοποίηση της εφαρμογής των ημιτελών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής. Ως εκ τούτου, σε «κανονικές» περιόδους, η εποπτεία μετά το πρόγραμμα θα επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής μέσω της εξέτασης της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και θα μπορούσε να εξορθολογιστεί όταν εκτιμάται ότι οι κίνδυνοι αποπληρωμής είναι χαμηλοί. Σε περίπτωση επιδείνωσης της οικονομικής, δημοσιονομικής ή χρηματοπιστωτικής κατάστασης, μια τέτοια προσέγγιση θα επιτρέψει τη νέα αύξηση της έντασης της μεταπρογραμματικής εποπτείας, η οποία θα αναλάβει το έργο της αξιολόγησης του κατά πόσον απαιτούνται διορθωτικά μέτρα. Η εμπειρία βέβαια από τα λεγόμενα διαρθρωτικά μέτρα στην περίπτωση της Ελλάδας εστιάζονται στην ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Συμπεράσματα
Η διαμόρφωση των εθνικών σχεδίων, στα οποία θα στηριχτεί η βελτίωση των δεικτών χρέους και ελλείμματος των κρατών-μελών, είναι το κεντρικό ζήτημα της μεταρρύθμισης. Η προκήρυξη των εκλογών (21.05.23) απομακρύνει τον κίνδυνο η εκπόνηση του σχεδίου να γίνει από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά προσθέτει καθήκοντα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που θα πρέπει να προτείνει προεκλογικά ένα συνεκτικό και αξιόπιστο σχέδιο που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της μείωσης του δημόσιου χρέους παράλληλα με την επίτευξη των στόχων για την απαραίτητη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Με ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς τις δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και την επαναφορά στο δημόσιο τομέων της κοινωνικής αναπαραγωγής και της οικονομικής ρύθμισης.
Η σύνθεση του δείκτη θα πρέπει να αποτελέσει, επίσης, ένα από τα πεδία της παρέμβασής μας καθώς είναι κρίσιμο να αφαιρεθούν από τη σύνθεσή του οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη δημιουργία νέων σταθερών και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, όπως επίσης και οι δημόσιες επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την ενεργειακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.