Η Pfizer Inc επενδύει τα τεράστια κέρδη από τα εμβόλια και τις θεραπείες της για την Covid-19 στην ανάπτυξη σκευασμάτων για την καταπολέμηση του καρκίνου, τόνισε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος του φαρμακευτικού κολοσσού Άλμπερτ Μπουρλά, υπογραμμίζοντας ενδεικτικά την εξαγορά της Seagen Inc έναντι 43 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«H Pfizer επενδύει όλα τα έσοδα που αποκομίσαμε λόγω Covid το 2021 και το 2022, καθώς και όσα θα κερδίσουμε το 2023, προκειμένου να αποκτήσουμε τεχνολογία και προϊόντα που πιστεύουμε ότι θα μας επιτρέψουν να καταπολεμήσουμε τον καρκίνο», είπε ο Μπουρλά σε διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε το πρακτορείο Reuters.
Σε συνεργασία με τη γερμανική BioNTech, η Pfizer ανέπτυξε το 2020 ένα από τα πιο διαδεδομένα εμβόλια κατά της Covid-19. Ακολούθησε το αντιικό φάρμακο Paxlovid για τη θεραπεία της νόσου που προκαλεί ο κοροναϊός.
Το 2021 τα έσοδα της Pfizer ανήλθαν σε περίπου 80 δισεκατομμύρια δολάρια και το 2022 ξεπέρασαν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Όπως και άλλοι κατασκευαστές εμβολίων, σκοπεύει να διαθέσει τις επόμενες παρτίδες εμβολίων για την Covid-19 στο εμπόριο και όχι απευθείας στην αμερικανική κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, το κόστος του εμβολιασμού κατά της Covid-19 στις ΗΠΑ αναμένεται να τετραπλασιαστεί σε περίπου 110-130 δολάρια ανά δόση εμβολίου.
Η αναμενόμενη πτώση των εσόδων από τα εμβόλια και τις θεραπείες για την Covid-19 και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν τα φάρμακα της Pfizer από φθηνότερα γενόσημα, υποχρεώνει την εταιρία που πρωταγωνίστησε στη μάχη κατά της πανδημίας να αναπροσαρμόσει τους στρατηγικούς στόχους της.
Στο πλαίσιο αυτό, η Pfizer εξαγόρασε άλλες εταιρίες, από τις οποίες ξεχωρίζει η Seagen που αναπτύσσει στοχευμένες θεραπείες για διάφορες μορφές καρκίνου. Απέκτησε επίσης την Biohaven Pharmaceutical Holding (με ειδίκευση σε φάρμακα για τις ημικρανίες) έναντι 11,6 δισ. δολαρίων, την Arena Pharmaceuticals (που ανέπτυξε θεραπεία για την ελκώδη κολίτιδα) έναντι 6,7 δισ. δολαρίων, και την Global Blood Therapeutics (με ειδίκευση σε θεραπεία της δρεπανοκυτταρικής νόσου) έναντι 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Πηγή: in.gr