Αρμενίζοντας δεξιά και δεξιότερα …

Στις εκλογές της Κυριακής, η αποχή κινήθηκε στα ίδια επίπεδα περίπου με τις προηγούμενες εκλογές, όπως επίσης και τα άκυρα – λευκά. Αριθμητικά δεδομένα εκλογών (Μαΐου 2023) : Συμμετοχή 60,92 % , Άκυρα – Λευκά 2,61 % .
Για πρώτη φορά απ’ τη μεταπολίτευση και μετά (με εξαίρεση τις εκλογές του 1974) τα κόμματα του συντηρητικού χώρου συγκεντρώνουν ποσοστό που ξεπερνάει το 50,00% (Ν.Δ. 40,79% , ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ 4,45%, ΝΙΚΗ 2,92%, ΕΘΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ 0,81%, ΚΙΝΗΜΑ 21 0,59%, ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ 0,22%, ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ 0,19%, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΞΙΩΝ 0,10%, Σύνολο : 50,07%).
Αν σ’ αυτό το ποσοστό προστεθούν και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ, που συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ ως Προοδευτική Συμμαχία, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης 2,00% έως 3,00% , συν οι ψηφοφόροι της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, που εκφράστηκαν μέσα από διαφορετικά κόμματα, τότε το ποσοστό του συντηρητικού χώρου προσεγγίζει το 55%. Οι αιτίες της συγκεκριμένης αποτύπωσης των επιλογών του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης.
Παγκόσμια δεδομένα (δυτικών χωρών).
Στις προηγμένες δυτικές χώρες (Βόρεια Αμερική και Δυτική Ευρώπη) οι πολίτες τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικότερα μετά το 1989 και την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού Σοσιαλισμού (ή ανύπαρκτου), μεταστρέφονται σαφέστατα συντηρητικότερα, φτάνοντας μέχρι το φάσμα της ακροδεξιάς. Η περίπτωση του Trump στην Αμερική, του Urban (Ουγγαρία), της Meloni (Ιταλία), της Lepen (Γαλλία), αλλά και οι κυβερνήσεις άλλων χωρών, όπως Ολλανδίας, Πολωνίας, Βουλγαρίας κλπ, αποδεικνύουν αυτήν τη μεταστροφή. Αν συνυπολογιστεί δε και η περίπτωση της Ρωσίας (σαφέστατα, ακραία εθνικιστική), τότε διαφαίνεται ξεκάθαρα ο συντηρητικός προσανατολισμός των προηγμένων κοινωνιών.
Ως βασικός λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί η απουσία εναλλακτικού πολιτικού οράματος. Φαίνεται ότι απέναντι στη φιλελεύθερη καπιταλιστική Δημοκρατία δεν υπάρχει πειστική, αυτήν τη στιγμή, διαφορετική πρόταση. Το καθεστώς της Κίνας σαφέστατα και δεν είναι Κουμουνιστικού τύπου, αλλά μιάς μορφής κρατικού ελεγχόμενου καπιταλισμού.
Η βασική πρόταση της Αριστεράς, αυτή δηλαδή της δίκαιης κατανομής του πλούτου, διά του ελέγχου των μέσων παραγωγής (κρατικοποίησης ή κοινωνικοποίησης), δεν φαίνεται να πείθει. Και σε τούτο σαφέστατα φταίει η εμπειρία (και μνήμη) των οικονομικών επιλογών των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Ούτε όμως και η σοσιαλδημοκρατική πρόταση, αυτή της εξισορρόπησης των οικονομικών ακροτήτων μέσω του φορολογικού συστήματος, φαίνεται να γίνεται αποδεκτή. Οι πολίτες των λεγόμενων δυτικών χωρών θα προτιμούσαν να καταβάλουν όσο γίνεται μικρότερους φόρους και ας είναι λιγότερες οι δικαιούμενες παροχές. Στο αφήγημα της «παραγωγής πλούτου» και της «δίκαιης διανομής πλούτου» το πρώτο κερδίζει ξεκάθαρα, καθόσον το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα έχει πείσει τους πολίτες του ότι δικαιούνται όλοι «ίσων ευκαιριών» και, εν δυνάμει, μπορούν να κατακτήσουν την κορυφή της οικονομικής πυραμίδας.
Σε σχέση δε με τις κοινωνικές παροχές (δημόσια παιδεία, υγεία, συγκοινωνίες, πολιτισμός, περιβάλλον κλπ) πάλι κυριαρχεί το μοντέλο της ιδιωτικής προσπάθειας και απολαβής. Και αυτό γιατί ευελπιστεί ο κάθε πολίτης, πως με τη δική του προσπάθεια θα καταφέρει να έχει καλύτερα αποτελέσματα παροχών, απ’ ό,τι μέσω των κρατικών θεσμών. Το δε ατομικό ενδιαφέρον για την κοινωνική ολότητα γίνεται σαφέστατα μικρότερο. Στη διαδικασία μάλιστα αυτήν εμφανίζονται και φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού.
Έτσι, η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας εκφράζεται με την ξενοφοβία (τείχη δεν σκέφτηκαν μόνο οι Έλληνες στον Έβρο, αλλά πιο μπροστά ο Trump στο Μεξικό, ο Urban στην Ουγγαρία κλπ.), την εγκληματοφοβία (ευρεία ποινικοποίηση καθημερινών συμπεριφορών, αύξηση ποινών κλπ), την απόρριψη της διαφορετικής άποψης, την περιθωριοποίηση ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων (π.χ. ομοφυλόφιλων) κ.ο.κ. Η δε πολιτική κρίση των πολιτών δομείται με όρους απλής καθημερινότητας και όχι με οραματική προσέγγιση, ενδιαφέρει δηλαδή το τι μέλει γενέσθαι άμεσα και όχι η μελλοντική εξέλιξη της κοινωνίας.
Μέσα σ’ αυτό το Ευρωπαϊκό πλαίσιο (γενικότερα δυτικό) διεξήχθησαν και οι Κοινοβουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023.

Λόγοι νίκης της Ν.Δ
Η Ν.Δ. έπεισε ότι μπορεί να αποτελέσει την μόνη αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση. Και μάλιστα ν’ ασκήσει την εξουσία μόνη της και αυτοδύναμα.
Η λογική των συμμαχικών κυβερνήσεων, την οποία υπαινισσόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να έτυχε της επιδοκιμασίας των πολιτών. Και τούτο διότι υπονομεύθηκε προκαταβολικά από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αρνούνταν να συμμετέχει σε συμμαχικές κυβερνήσεις, αν δεν ήταν πρώτο κόμμα, ακόμη κι’ αν το άθροισμα των κομμάτων που θα συμμετείχαν ήταν αισθητά υψηλότερο απ’ αυτό του πρώτου κόμματος. Επιπλέον, οι συμμαχικές κυβερνήσεις ακολουθούν μία κουλτούρα συναινέσεων που ήδη έχει προηγηθεί σε βασικές κοινωνικές λειτουργίες και θεσμούς, όπως π.χ. συνδικάτα, δήμοι, κλπ.
Τα κόμματα της αριστεράς δεν κατόρθωσαν να συμβάλλουν στη δημιουργία λογικής κοινωνικών συναινέσεων. Έτσι, η θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής φαινόταν εξ αρχής άστοχη και εν πολλοίς καιροσκοπική, λόγος για τον οποίον και αντιμετωπίσθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο απ’ το εκλογικό σώμα.
Η Ν.Δ. περαιτέρω, έπεισε ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την κανονικότητα. Ο συντηρητικός ψηφοφόρος ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ομαλή καθημερινότητά του και ελάχιστα αφουγκράζεται τις μελλοντικές προκλήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος διακυβέρνησης του Σημίτη (1996 – 2004), κατά την οποία κυριάρχησε η οικονομική ηρεμία, η αίσθηση ασφάλειας, η υποψία προόδου κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντίθετα δεν παρουσίασε σοβαρή πρόταση διαχείρισης της μεταμνημονιακής εποχής, παρόλο που ήταν αυτός που έφερε την κανονικότητα στη χώρα. Συναφώς με τα παραπάνω, η διαχείριση από τη Ν.Δ. του υψηλού δημόσιου αποθεματικού που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών λειτούργησε σαφέστατα υπέρ του κυβερνώντος κόμματος. Ο πολίτης δεν ενδιαφέρεται και δεν θέλει να σκέφτεται αν το κράτος θα έχει αποθέματα για το μέλλον για να καλύψει τις ανάγκες του, ούτε αν θα έχει χρήματα για να πληρώσει υποχρεώσεις, αρκεί να πορεύεται καλά σήμερα, αδιαφορώντας εάν θα υπάρξει στη συνέχεια αδυναμία είτε για πληρωμή συντάξεων και μισθών, είτε για διαχείριση του δημοσίου χρέους.
Η αριστερά για άλλη μία φορά κατάφερε να διαχειριστεί την κρίση, αλλά απέτυχε να λειτουργήσει και να πείσει σε συνθήκες ομαλότητας.
Το υποτιθέμενο δίλλημα «δεξιά – συντήρηση», «αριστερά – πρόοδος» δεν έγινε πειστικό και ούτε καταδείχθηκαν οι διαφορές και τα πλεονεκτήματα τους ενός απέναντι στο άλλο. Έτσι και δεν αποτέλεσε κριτήριο επιλογής των ψηφοφόρων (ο δεξιός δεν είναι κατ’ ανάγκη συντηρητικός), οι οποίοι δεν επέλεξαν με βάση την κατάταξή τους (κατά την αντίληψή τους) στον προοδευτικό ή στον συντηρητικό χώρο. Σε τούτο συνετέλεσαν και οι επιλογές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατά την πρώτη περίοδο, οι οποίες, έστω και αν ήταν αναγκαστικές, ελάχιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προοδευτικές.
Λόγοι ήττας του ΣΥΡΙΖΑ
Οι κλασικοί και συνήθεις, δηλαδή :
(α) Δεν είχε πρόγραμμα. Δύσκολο να μην είχε – άρα είχε – αλλά ελάχιστα οραματικό και σαφέστατα μη αριστερό. Η υπόσχεση παροχών δεν αποτελεί αριστερή προοδευτική πρόταση.
(β) Δεν είχε σαφές και διακριτό προγραμματικό λόγο. Λίαν πιθανό, δεδομένων και των συντηρητικών επιλογών του κατά το διάστημα της δικής του διακυβέρνησης.
(γ) Η στέρηση στη δυνατότητα προβολής του όποιου προγράμματός του, έστω και αυτού του ελάχιστα προοδευτικού. Αυτό είναι το απολύτως βέβαιον.
Όταν επιλέγεις ν’ αποτελέσεις κόμμα εξουσίας και να υπεισέλθεις στη λογική της διακυβέρνησης της χώρας, ως πολιτικής επιλογής, πρέπει τουλάχιστον να έχεις τις ελάχιστες προϋποθέσεις να το πράξεις, ήτοι :
i. Οικονομική στήριξη από επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καμία ή είχε πολύ μικρή.
ii. Διείσδυση ή έλεγχο στη δημόσια διοίκηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστη αποδοχή είχε, ιδιαίτερα από το βαθύ κράτος, όπως στρατό, αστυνομία, υπουργεία, κλπ.
iii. Έλεγχο της επικοινωνίας. Παταγώδης αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς κανένα ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης φιλικό και με μόνο το «Documento» και την «Εφημερίδα των Συντακτών» δεν κερδίζεις εκλογές. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι άστοχες επιλογές του κου Παππά για περιορισμό του ανεξέλεγκτου τοπίου στα ΜΜΕ.
iv. Στις ανωτέρω εγγενείς αδυναμίες μία επιλογή ήταν διαθέσιμη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο παλιός τρόπος επικοινωνίας με τους πολίτες, μέσω των κομματικών μηχανισμών και της επαφής αυτών με την κοινωνία. Πλην όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ στερούνταν κομματικών οργανώσεων και λειτουργούσε με τη λογική των παλαιών κομματαρχών – βουλευτών. Η όλη λογική του κινούνταν με τακτικές συστημικού κόμματος εξουσίας και όχι αριστερής προοδευτικής πολιτικής παράταξης, με συνέπεια να δημιουργείται εντύπωση καιροσκοπισμού.
Εν τέλει, δεν κατάφερε με κανέναν τρόπο ν’ ανατρέψει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο εντέχνως φρόντισαν τα συντηρητικά κόμματα να διατηρείται ως συλλογική μνήμη, και μάλιστα αρνητική, αφού ουδεμία θετική προσφορά εκείνης της περιόδου προβλήθηκε ή αναγνωρίσθηκε.
Συνέπεια όλων των ανωτέρω υπήρξε η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και η νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο όμως εξακολουθεί να είναι κλινικά νεκρό.
Προκλήσεις για το μέλλον
Δεν είναι υποχρεωτικό ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι εξουσία. Ούτε αυτοσκοπός. Είναι αναγκαίο όμως η χώρα να έχει ένα προοδευτικό – αριστερό πολιτικό σχήμα. Και αυτό θα πρέπει να δομηθεί με όρους πραγματικά αριστερού κόμματος, δηλαδή ξεκάθαρο και σαφές πολιτικό αφήγημα και στόχευση. Και η οργάνωση του κόμματος θα πρέπει ν’ ακολουθήσει τις παλιές γνωστές τακτικές των αριστερών κομμάτων, δηλαδή δημιουργία κομματικών οργανώσεων και πυρήνων με επαφή με την κοινωνία και τους θεσμούς της. Στη συνέχεια θα πρέπει να προωθηθεί η λογική των συνεργασιών, στη βάση όμως ουσιαστικών και όχι ευκαιριακών συγκλίσεων, ούτως ώστε η απήχηση της αριστεράς στην κοινωνία να διευρυνθεί.
Όλα αυτά απαιτούν μεγάλη προσπάθεια και χρόνο, αλλά μόνον έτσι υπάρχει πραγματική πιθανότητα κατάκτησης της εξουσίας και άσκησης αυτής με προοδευτικό πρόσημο. Διαφορετικά δεν θα είναι στραβός ο γιαλός, αλλά θ’ αρμενίζουμε στραβά. Και μάλλον προς τα δεξιά…
Λαοδίκεια