Τι αποκαλύπτει το βιογραφικό του Χακάν Φιντάν

Παραλαμβάνοντας το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου ο νέος επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Χακάν Φιντάν δήλωσε: “Θα συνεχίσω την εξωτερική μας πολιτική με όραμα την ανεξαρτησία του κράτους μας από κάθε επιρροή και με βάση την κυριαρχία της εθνικής μας βούλησης”.

Παρά τη λακωνικότητά της, η δήλωση αυτή είναι αποκαλυπτική της στρατηγικής αυτονομίας που διεκδικεί η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Χακάν Φιντάν εργάσθηκε ήδη επί πολλά χρόνια για αυτήν από το παρασκήνιο – τώρα έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να εκτεθεί στα φώτα της δημοσιότητας.

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών είναι μόλις ο δεύτερος στα εκατό χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας με παρελθόν στον στρατό. Και είναι ο πρώτος που προέρχεται από τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Το φαινόμενο, καίτοι πάντα αξιοσημείωτο, δεν είναι σπάνιο: αρκεί να αναλογισθούμε τη διαδρομή του Βλαντίμιρ Πούτιν ή του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, καθώς και του Μάικλ Πομπέο που από διευθυντής της CIA βρέθηκε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Σε χώρες υπό κατάρρευση, όπως η μετασοβιετική Ρωσία της δεκαετίας του ’90, ή σε χώρες που μαστίζονται από γραφειοκρατικούς πολέμους διαφορετικών κέντρων εξουσίας, όπως οι σημερινές ΗΠΑ, οι μυστικές υπηρεσίες αποτελούν συχνά τον μόνο θεσμικό χώρο ο οποίος διατηρεί την ικανότητα επαφής με την πραγματική εικόνα, σύνθεσης πληροφοριών από διαφορετικούς χώρους και υπεράσπισης της συνέχειας της “βαθιάς” κρατικής πολιτικής.

Στην Τουρκία αυτό σημαίνει ότι η ΜΙΤ, ο όγκος της οποίας τετραπλασιάσθηκε επί των ημερών του Χακάν Φιντάν, έμεινε αλώβητη από την τεράστια θεσμική αναστάτωση που έφεραν οι εκκαθαρίσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, καθώς και η μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό, ενώ βρίσκεται στην καρδιά των προσπαθειών ανάδειξης της χώρας σε περιφερειακή δύναμη.

Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας έχει παρελθόν στο στράτευμα (όπου υπηρέτησε από το 1986 έως το 2001, με θητεία και στο Κέντρο Πληροφοριών της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ στη Γερμανία), στον ακαδημαϊκό χώρο (με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ της Άγκυρας, εξ ου και συχνά προσφωνείται “δρ. Φιντάν”), αλλά και στο πεδίο της διπλωματίας, όντας κατεξοχήν ο άνθρωπος του Ερντογάν για εμπιστευτικές επαφές με κάθε πιθανό συνομιλητή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό στενό συνεργάτη του Ερντογάν, ο οποίος έχει παραμείνει αδιαλλείπτως στο πλευρό του από το 2003 μέχρι σήμερα. Το πρώτο καθήκον που του ανέθεσε ο τότε πρωθυπουργός ήταν να διευθύνει, σε ηλικία μόλις 35 ετών, την ισχυρή TIKA, ήτοι την τουρκική υπηρεσία διεθνούς αρωγής, που δρα σε περίπου 150 χώρες. Το 2007 ο Φιντάν μετακινήθηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο, το επόμενο έτος διορίσθηκε παράλληλα εκπρόσωπος της Τουρκίας στην Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, σε φάση που ο “ιρανικός φάκελος” βρισκόταν ήδη στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης, ενώ το 2010 ανέλαβε την ηγεσία της ΜΙΤ. Το 2015 επιχείρησε να παραιτηθεί για να πολιτευθεί, αλλά παρεμποδίσθηκε από τον Ερντογάν.

Η ανάρρηση του Φιντάν στην κορυφή των μυστικών υπηρεσιών συνέπεσε με την ραγδαία επιδείνωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, στο φόντο της επιδρομής στο πλοίο “Μαβί Μαρμαρά” και η πλευρά του Ισραήλ υπήρξε η πρώτη η οποία διατύπωσε (λ.χ. δια στόματος του πρώην πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ) κατηγορίες ότι ο Τούρκος αξιωματούχος δεν τρέφει φιλικά αισθήματα προς τη Δύση, αλλά καλλιεργεί τις σχέσεις του με το Ιράν. Η τρόπον τινά απάντηση ήρθε με την εξάρθρωση δικτύου της Μοσάντ στην Τουρκία το οποίο παρακολουθούσε ιρανικούς στόχους.

Ωστόσο, στη φάση της διακοπής των διμερών σχέσεων ο Φιντάν ήταν ο μόνος από τουρκικής πλευράς ο οποίος κρατούσε τον δίαυλο επικοινωνίας με το Ισραήλ. Ομοίως, από το 2020 και εξής ο διευθυντής της MIT ήταν ο πρώτος αξωματούχος που ανέλαβε την αποκατάσταση των επαφών με την Δαμασκό, έχοντας προϋπάρξει ακριβώς εκείνος ο οποίος συντόνισε την στρατολόγηση και τον εξοπλισμό πολλών χιλιάδων ισλαμιστών ανταρτών κατά της Συρίας του Άσαντ.

Στην πραγματικότητα, η έως τώρα καριέρα του Φιντάν σημαδεύεται από δύο κυρίως ζητήματα, αμφότερα “υπαρξιακής σημασίας” για τον Ερντογάν: το Κουρδικό και την σύγκρουση με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ήδη από το 2009 ο (κουρδικής καταγωγής εκ πατρός) Φιντάν συμμετείχε, ως στέλεχος τότε του πρωθυπουργικού γραφείου, στις εμπιστευτικές συνομιλίες με το ΡΚΚ στο Όσλο, που επέφεραν την εκεχειρία της περιόδου 2008-2015. Το 2012 εισαγγελέας στοχοποίησε αυτές τις επαφές καλώντας τον Φιντάν και άλλους σε απολογία για “επαφές με την τρομοκρατία”. Με την ενθάρρυνση του Ερντογάν, ο Φιντάν αρνήθηκε να προσέλθει και σύντομα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του πρόσφερε ειδική ασυλία.

Επρόκειτο για το πρώτο δείγμα της επερχόμενης σύγκρουσης των δύο άλλοτε συνεταίρων, δηλ. του Ερντογάν (που από τις εκλογές του 2011 και μετά είχε απαλλαγεί από το άγχος της ανατροπής του από την κεμαλική στρατογραφειοκρατία) με το δίκτυο του Γκιουλέν, το οποίο ήταν καχύποπτο απέναντι στα “κουρδικά ανοίγματα”, αλλά και στην αυτονόμηση από τη Δύση.

Σε αντίθεση με τη Δικαιοσύνη και την αστυνομία, η ΜΙΤ είχε μείνει αδιαπέραστη από το δίκτυο του Γκιουλέν. Εξ ού και ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκκαθαρίσεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ακόμη και με επιχειρήσεις απαγωγής γκιουλενιστών από το εξωτερικό.

Ο εισαγγελέας που εστράφη κατά του Φιντάν το 2012 ήταν βεβαίως ένας από τους διωχθέντες.
Πηγή: capital.gr