Επισήμως, ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων της COVID-19, κάπου τριάμισι χρόνια μετά την εμφάνισή της, δεν έχει φτάσει καν τα 700 εκατομμύρια – ήτοι λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στην πραγματικότητα βεβαίως οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα κρούσματα είναι πολλαπλάσια και η εικόνα εντελώς διαφορετική – σε βαθμό ώστε να είναι περίπου 10% το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν προσβληθεί από τον δυνάμει θανατηφόρο ιό.
Θεωρούν σίγουρο άλλωστε πως οι περισσότεροι εξ αυτών που θεωρούν ότι δεν έχουν νοσήσει στην πραγματικότητα έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 αλλά παρέμειναν ασυμπτωματικοί ή δεν έδωσαν σημασία στα (ελαφρά) συμπτώματα που παρουσίασαν.
Εκείνοι που τη γλίτωσαν
Ακόμα κι έτσι ωστόσο, είναι φανερό ότι είναι εκατομμύρια αυτοί που την έχουν γλιτώσει, δημιουργώντας μια «κατηγορία» που ονομάζεται Novid.
Με αυτό ως δεδομένο λοιπόν υπάρχουν δύο ερωτήματα που βασανίζουν τους επιστήμονες, οι οποίοι είναι γεγονός ότι δεν έχουν καταφέρει να αποκωδικοποιήσουν πλήρως την COVID-19: Από τη μία, εάν υπάρχει κάποιο μυστικό στα γονίδιά τους και το ανοσοποιητικό τους σύστημα που τους καθιστά «απρόσβλητους» ή εάν πρόκειται καθαρά για θέμα τύχης και συμπτώσεων.
Από την άλλη, στον βαθμό που ισχύει το πρώτο, πώς μπορούν να αξιοποιήσουν το μυστικό αυτό για να βοηθήσουν τη συντριπτική πλειονότητα να γλιτώσει ή να νοσήσει χωρίς σοβαρά συμπτώματα και δίχως να κινδυνεύσει;
Το γονίδιο-κλειδί
Από αυτή την άποψη, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον μια έρευνα την οποία επικαλείται το Politico και δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Nature».
Σύμφωνα με αυτήν, από τους 30.000 ανθρώπους που εξετάστηκαν τυχαία διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν νοσήσει από την COVID-19 μόλις οι 1.400, αριθμός που αντιστοιχεί σε ποσοστό κάτω του 5%. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας ταυτοποιήθηκε και ένα γονίδιο το οποίο διπλασιάζει τις πιθανότητες κάποιου ανθρώπου να μη νοσήσει ή να παραμείνει ασυμπτωματικός – ενώ σε περίπτωση που υπάρχει εις διπλούν στο DNA του οκταπλασιάζει τις πιθανότητες.
Μάλιστα, το γονίδιο αυτό δεν υπάρχει εκ γενετής, αλλά έχει αποκτηθεί από προηγούμενη έκθεση σε έναν λιγότερο επικίνδυνο κορωνοϊό.
Η σημασία του ευρήματος
«Είναι μακρύς ο δρόμος ώσπου να καταφέρουμε να κατανοήσουμε πώς αυτό το εύρημα θα μπορέσει να μας οδηγήσει σε καλύτερες μεθόδους θεραπείας, αντιμετώπισης και πρόληψης.
Είναι όμως σημαντικό» δήλωσε ο Ερικ Τόπολ, ερευνητής στο Scripps Research. Ωσπου η πλειονότητα ή όλοι να ενταχθούμε πάντως στην κατηγορία του Novid, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στο να κυριαρχήσει εκείνη του Low-vid, δηλαδή της ακίνδυνης για τη ζωή νόσησης.
tanea.gr