Tις ανισότητες στον αντίκτυπο της πανδημίας της COVID-19 στους έφηβους μαθητές σε 22 χώρες αποτυπώνει νέα μελέτη που έγινε σε δείγμα 101.060 ατόμων, ηλικίας 11,13 και 15 ετών. Οπως προκύπτει από την έρευνα, ορισμένοι έφηβοι ήταν περισσότερο ευάλωτοι στο να βιώσουν αρνητικές επιπτώσεις και διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, λόγω του κοινωνικού τους υπόβαθρου, ενώ μία από τις παραμέτρους που έπαιξαν ρόλο ήταν και το αν βίωσαν τραυματικά γεγονότα, όπως η ασθένεια ή ο θάνατος μελών της οικογένειας εξαιτίας της COVID-19.
Στη μελέτη εξετάστηκε η επίδραση μιας σειράς παραγόντων και συγκεκριμένα το φύλο, η ηλικία, η οικονομική κατάσταση και δομή της οικογένειας, η ανεργία των γονιών, η εθνικότητα και το εάν κάποιο μέλος της οικογένειας των εφήβων νοσηλεύθηκε με την ασθένεια και σχηματίστηκαν επτά «δίπολα».
- Κορίτσια με αγόρια
- 15χρονοι «έναντι» 11χρονων και 13χρονων
- έφηβοι που βίωσαν η δεν βίωσαν τη νοσηλεία κάποιου μέλους της οικογένειάς τους με COVID-19
- έφηβοι με έναν τουλάχιστον άνεργο γονιό και έφηβοι χωρίς άνεργο γονιό
- έφηβοι από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου και έφηβοι που προέρχονταν από οικογένειες μέσου και υψηλού οικονομικού επιπέδου
- έφηβοι από μονογονεϊκή οικογένεια και έφηβοι με δύο γονείς
- έφηβοι άλλης εθνικότητας
Στην Ελλάδα η έρευνα έγινε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.250 μαθητών της ΣΤ ́ Δημοτικού, της Β ́ Γυμνασίου και της Α ́ Λυκείου και κατέγραψε την αρνητική επίδραση σε τρεις τομείς, την ψυχική υγεία, τη φυσική δραστηριότητα και τις διατροφικές συνήθειες.
Ψυχική υγεία
Ειδικότερα, συνολικά, τρεις στους δέκα (30%) εφήβους απάντησαν ότι η πανδημία της COVID-19 είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία τους. Τα ποσοστά κυμαίνονται από 17% στη Μολδαβία έως 38% στην Ιρλανδία, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό ανέρχεται σε 36%.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, το ποσοστό ήταν σημαντικά υψηλότερο στα κορίτσια και τους 15χρονους έφηβους. Ειδικότερα, 13% περισσότερα κορίτσια από αγόρια, 10% περισσότεροι 15χρονοι έναντι των 11χρονων και 13χρονων και 9% περισσότεροι έφηβοι που βίωσαν τη νοσηλεία κάποιου μέλους της οικογένειάς τους με COVID-19 συγκριτικά με όσους δεν είχαν ανάλογη εμπειρία, ανέφεραν ότι η πανδημία επηρέασε αρνητικά την ψυχική τους υγεία. Παράλληλα, στη χώρα μας, 8% περισσότεροι έφηβοι με έναν τουλάχιστον άνεργο γονιό, συγκριτικά με εφήβους που είχαν σε εργασία και τους δύο γονείς, ανέφεραν αρνητική επίδραση στον τομέα αυτό. Βλέπουμε επίσης ότι το φύλο ήταν σημαντικό σε 21 χώρες, η δομή της οικογένειας σε 12, η εθνικότητα και η οικονομική κατάσταση σε 7 και η ανεργία σε έξι χώρες.
Μεταξύ των 22 χωρών που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, οι έφηβοι στην Ελλάδα βρίσκονται στην 15η θέση στην (αντιληπτή) αρνητική επίδραση της πανδημίας στην ψυχική τους υγεία.
Φυσική δραστηριότητα
Σε ό,τι αφορά τη φυσική δραστηριότητα, συνολικά, τρεις στους δέκα (30%) εφήβους επιβεβαίωσαν τον αρνητικό αντίκτυπο της πανδημίας. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στην Ιρλανδία (44%) και το χαμηλότερο στη Φινλανδία (16%), ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 41%.
Περίπου στις μισές χώρες η επίδραση της πανδημίας στη φυσική δραστηριότητα των εφήβων συνδέεται με το φύλο και την ηλικία, και σε περίπου το ένα τρίτο των χωρών με τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που εξετάστηκαν και με το αν οι έφηβοι βίωσαν τη νοσηλεία μέλους της οικογένειάς τους με COVID-19. Στην Ελλάδα, διαφορές στην αρνητική επίδραση του COVID-19 στη φυσική δραστηριότητα εντοπίστηκαν μόνο αναφορικά με την ηλικία των μαθητών. Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό κατά 3% 15χρονων απ’ ό,τι 11χρονων και 13χρονων ανέφεραν αρνητική επίδραση της πανδημίας στη φυσική δραστηριότητά τους.
Οσον αφορά την αρνητική επίδραση της πανδημίας στη φυσική τους δραστηριότητα οι έφηβοι στην Ελλάδα βρίσκονται στην 4η θέση, ενώ στην αρνητική επίδραση στις διατροφικές συνήθειες στην 1η θέση, μαζί με την Κύπρο.
Διατροφικές συνήθειες
Η πανδημία είχε αρνητικό αντίκτυπο και στις διατροφικές συνήθειες, δηλαδή στο τι έτρωγε και τι έπινε κανείς, με τον έναν στους πέντε εφήβους (20%) να το επιβεβαιώνει. Τα ποσοστά κυμαίνονται από 12% στη Μολδαβία έως 34% στην Ελλάδα. Μάλιστα στη χώρα μας το ποσοστό ήταν σημαντικά υψηλότερο στα κορίτσια (κατά 5%) και τους 15χρονους εφήβους έναντι αγοριών και 11χρονων και 13χρονων (κατά 9%).
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, στην Ελλάδα οι έφηβοι από οικογένειες χαμηλότερου, αναλογικά, οικονομικού επιπέδου επηρεάστηκαν σε χαμηλότερο ποσοστό κατά -3%, από τους εφήβους που προέρχονταν από οικογένειες μέσου και υψηλού οικονομικού επιπέδου. Οι έφηβοι που βίωσαν τη νοσηλεία κάποιου μέλους της οικογένειάς τους λόγω COVID-19 ανέφεραν επιδείνωση των συγκεκριμένων συνηθειών σε υψηλότερο ποσοστό κατά 5% από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους που δεν είχαν ανάλογη εμπειρία.
Μεταξύ των 22 χωρών που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, θετικό εύρημα αποτελεί το ότι οι έφηβοι στην Ελλάδα βρίσκονται στην 15η θέση στην (αντιληπτή) αρνητική επίδραση της πανδημίας στην ψυχική τους υγεία. Στον αντίποδα, όσον αφορά την αρνητική επίδραση της πανδημίας στη φυσική τους δραστηριότητα οι έφηβοι στην Ελλάδα βρίσκονται στην 4η θέση, ενώ στην αρνητική επίδραση στις διατροφικές συνήθειες στην 1η θέση, μαζί με την Κύπρο.
Οπως εξηγεί στην «Κ» η κ. Μυρτώ Σταύρου, κοινωνιολόγος, ερευνήτρια και μέλος της ερευνητικής ομάδας του ελληνικού σκέλους της έρευνας Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) που πραγματοποιείται ανά τετραετία από το ΕΠΙΨΥ (Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροπιστημών & Ιατρικής Ακριβείας), «φαίνεται πως σε γενικές γραμμές η πανδημία της COVID-19 επιδείνωσε προϋπάρχουσες ανισότητες στην υγεία και την ευεξία των εφήβων, καθώς ο αντίκτυπός της ήταν άνισος μεταξύ εφήβων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η κατανόηση των παραγόντων που αύξησαν την ευαλωτότητα στις αρνητικές (βραχυ-, μέσο- και μακροπρόθεσμες) συνέπειες της πανδημίας για κάποιους εφήβους αλλά όχι για όλους, είναι καίριας σημασίας, προκειμένου να αποτρέψουμε την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία σήμερα και σε μελλοντικές κρίσεις».
Δεδομένου ότι η επίδραση διαφορετικών παραγόντων κινδύνου σε διαφορετικές πτυχές της ζωής των εφήβων διέφερε σε μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα, η κ. Σταύρου υπογραμμίζει την ανάγκη για ανάπτυξη παρεμβάσεων ανά χώρα ή ακόμα και ανά περιοχή, εξηγώντας ότι πολιτικές, μέτρα και παρεμβάσεις που λειτούργησαν σε κάποια χώρα ή περιοχή δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι αποτελεσματικά και σε όλες τις άλλες. Προσθέτει δε πως «το γεγονός ότι ορισμένοι παράγοντες κινδύνου συνέβαλαν στον άνισο αντίκτυπο της πανδημίας σε κάποιες χώρες αλλά όχι σε άλλες, αναδεικνύει επιπλέον την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση παραγόντων πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών με στόχο την ανάδειξη καλών πρακτικών σε μελλοντικές κρίσεις».
Τέλος, διαπιστώνει ότι «οι πολιτικές που συχνά απευθύνονται στη “μέση” οικογένεια και τον “μέσο” έφηβο είναι συνήθως ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες εκείνων που βρίσκονται ήδη σε κίνδυνο. Μάλιστα, εκτός από τις ευάλωτες ομάδες που αναδείχθηκαν στην παρούσα μελέτη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αναπτύξουν δράσεις για ομάδες που συχνά υποεκπροσωπούνται ή ακόμη και αποκλείονται από τις έρευνες, όπως οι πρόσφυγες, οι έφηβοι με αναπηρίες και εκείνοι που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο».
H έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα του διακρατικού προγράμματος HBSC (Health Behaviour in School-aged Children) υπό την αιγίδα του ΠΟΥ, ενώ σε εθνικό επίπεδο η μελέτη έγινε από το ΕΠΙΨΥ.
Τα συμπεράσματα θα παρουσιαστούν στο 16ο «State of the art» Συνέδριο Εφηβικής Υγείας/Ιατρικής που πραγματοποιείται από την Ελληνική Εταιρεία Εφηβικής Ιατρικής (Ε.Ε.Ε.Ι.) www.youth-med.gr , σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας» και σημαντικούς φορείς, στις 13 & 14 Οκτωβρίου 2023. Τελεί υπό την αιγίδα Διεθνών Οργανισμών και όπως κάθε χρόνο, είναι ουσιαστική η συμβολή του επιστημονικού δυναμικού της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ), της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής Παν/ μίου Αθηνών και του Νοσοκομείου Παίδων «Παν. & Αγλ. Κυριακού» (Διευθύντρια: Καθηγήτρια Μ. Τσολιά).
kathimerini.gr