Το νέο βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια με τίτλο «Τεχνοκρατία & Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Παπαζήση» και παρουσιάστηκε την Τετάρτη στον ΙΑΝΟ.
Όπως αναφέρθηκε στην εκδήλωση από τον συγγραφέα «Η βασική ιδέα του βιβλίου είναι το πώς συναρθρώνεται η πολιτική με την τεχνοκρατική συνιστώσα της διακυβέρνησης. Η φιλοδοξία μου δεν ήταν τόσο θεωρητική όσο «ταξινομική». Ήθελα να βάλω σε τάξη όλα τα πρόσφατα σημαντικά νομοθετήματα για την οργάνωση και τη λειτουργία του ελληνικού κράτους, ώστε να προκύπτει μια ξεκάθαρη εικόνα για τη διαχρονική σχέση έντασης μεταξύ των δύο αυτών συνιστωσών. Όταν εξετάζω τα μοντέλα διακυβέρνησης ή έννοιες, όπως η «επιτελικότητα» και η «αποπολιτικοποίηση», δεν οδηγούμαι όμως από αφηρημένα αναλυτικά σχήματα αλλά από εμπειρίες στην κρατική διοίκηση εκ των ένδον. Όσα γνώριζα βιωματικά, πάσχισα να τα ανατάμω θεωρητικά. Αισθάνθηκα ότι δεν έπρεπε να αφήσω τίποτα ανεκμετάλλευτο απ’ όσα έχουν συμβεί στο ελληνικό διοικητικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Η θεσμική εξέλιξη του ΑΣΕΠ, ο τρόπος επιλογής των προϊσταμένων, οι νόμοι για το επιτελικό κράτος, την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και την πολιτική προστασία, η διαχείριση κρίσεων, όπως η πανδημία, αλλά και η διοικητική ανατομία του δυστυχήματος των Τεμπών. Όλες οι κουκκίδες έπρεπε να ενωθούν για να αντιληφθούμε τον ρόλο του κράτους στην εποχή των πολυκρίσεων και το πώς οι παθογένειες επώασαν καταστροφές, όπως το δυστύχημα των Τεμπών ή η Θεσσαλία του σήμερα.
Η διακυβέρνηση είναι αποτελεσματική μόνο όταν ενσωματώνει επί ίσοις όροις τεκμηρίωση και συμμετοχικότητα. Μόνον σε ένα συναινετικό και προγνώσιμο περιβάλλον δεν κινδυνεύουν να απαξιωθούν οι θεσμοί του κράτους δικαίου και οι «τεχνικές» του δημόσιου μάνατζμεντ. Άρα, η σύγχρονη διακυβέρνηση απαιτεί συγχρόνως α) σαφή αξιακό προσανατολισμό των πολιτικών, β) αξιόπιστη θεμελίωση και γ) τόνωση της δημοκρατικής ταυτότητας στη λήψη των αποφάσεων. Η «συμμετοχική» διάσταση της «δημοκρατίας» οφείλει, επομένως, να συναντήσει την «αριστοκρατική» ροπή της «τεχνοκρατίας» σε μια πιο λειτουργική σύνθεση. Από την πλευρά μου, προτείνω να ανακαλύψουμε ένα νέο μείγμα που θα συνδυάζει με επιλεκτικό τρόπο στοιχεία του «ύστερου Επιτελικού Κράτους» και του αφηγήματος περί «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Ως «προοδευτική διακυβέρνηση» αντιλαμβάνομαι το αφήγημα μιας ανανεωμένης Σοσιαλδημοκρατίας, που συνδυάζει τις αρετές του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού με τη δυναμική της κοινωνικής οικονομίας και τις δημιουργικές συμπράξεις του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για το εναλλακτικό «επιτελικό κράτος» που οργανώνει την «εταιρική σχέση» δημοσίου, αγοράς και κοινωνίας των πολιτών και επενδύει στη συμμετοχική βιόσφαιρα του δημόσιου χώρου. Η «τεκμηρίωση» των πολιτικών δεν εκλαμβάνεται ως ουδέτερη «τεχνική» δραστηριότητα, όπως η κλασική «πραγματογνωμοσύνη» των συμβουλευτικών θεσμών της Πολιτείας. Η προοδευτική σκοπιά μας υπενθυμίζει ότι η «τεκμηριωμένη διακυβέρνηση» δεν εξαντλείται στον στενό κύκλο των «ειδικών» και «αξιωματούχων», αλλά εκτείνεται στα κοινωνικά δίκτυα και τους συλλογικούς φορείς. Οι πρακτικές της «συμμετοχικής διοίκησης» κατατείνουν στην οργάνωση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας, ενώ οι διαχειριστικοί στόχοι, όπως το «ψηφιακό κράτος» συνδέονται με μια νέα ατζέντα δημόσιων πολιτικών που προάγουν το δημόσιο συμφέρον και τα δικαιώματα των πολιτών. Όλα αυτά προϋποθέτουν μια εναλλακτικού τύπου «τεχνοκρατία»: την παραγωγή και τον διαμοιρασμό «κοινωνικοποημένης εφηρμοσμένης γνώσης» που απολήγει στη συμπαραγωγή «τεκμηριωμένων δημόσιων πολιτικών».
Χωρίς αυτό το νέο μείγμα («λειτουργική σύνθεση») των δύο παραδειγμάτων δύσκολα θα θεμελιώσουμε ιδεολογικά το αίτημα για ριζική μεταρρύθμιση του κράτους! Είναι ανάγκη να επινοήσουμε σήμερα (κόμματα, επιστημονική κοινότητα, οργανώσεις πολιτών) νέα πλαισιωτικά και αξιακά σχήματα για το Κράτος, την Παγκοσμιοποίηση, το Σύνταγμα και την Οικονομία. Αυτή η παραγωγή ιδεών δεν ταυτίζεται με την τεχνοκρατική εκδοχή ενός “thinking capacity”, δηλαδή της σύλληψης έξυπνων καινοτομιών που οργανώνουν το μέλλον, αλλά οδηγεί σε κανονιστικά προτάγματα για δημόσια δράση. Κατά τον περίφημο ορισμό του John Rawls, ο ρόλος της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, είναι να «αναδεικνύει τα όρια του δυνατού», δηλαδή να προβάλλει τις πεποιθήσεις που μπορούν να αποτελέσουν τους αρμούς μιας «ακριβοδίκαιης κοινωνικής συνεργασίας». Σήμερα, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η διατύπωση ενός αφηγήματος, με αξιακή και ιδεολογική συνοχή, ικανού να διασφαλίσει την ενεργό συναίνεση των πολιτών, περισσότερο και λιγότερο ευνοημένων, σε ένα κοινό σχέδιο θεσμικής, οικονομικής και κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στην κρίση». Όσον αφορά τη διοικητική μεταρρύθμιση και «τεχνοκρατική δημοκρατία» « Η αξία του διοικητικού ορθολογισμού δεν διέπει τη λειτουργία της ελληνικής κρατικής μηχανής, καθώς οι ευγενείς ιδέες περί σύγχρονου κράτους προσαρμόζονται στους «προνεωτερικούς εθισμούς» της κυβερνώσας ελίτ. Βεβαίως, το κράτος αλλάζει, έστω και μέσω ατυχημάτων ή εξωτερικών πιέσεων. Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, με τις διαχρονικές αδυναμίες και το «δυναστικό» πολιτικό σύστημα, η «διοικητική μεταρρύθμιση» φαντάζει ιδιαίτερα πολύπλοκη άσκηση. Η πράξη έχει δείξει ότι δεν αρκεί ο μεταρρυθμιστικός ζήλος όσο υποτιμάται ο ρόλος των «τεχνικών ζητημάτων» και οι αλλαγές προωθούνται χωρίς διαβούλευση, τεκμηρίωση και επιχειρησιακό σχέδιο υλοποίησης. Όσα νομοθετήματα κι αν παραχθούν, οι «εθισμοί» θα σπάσουν οριστικά μόνο όταν γειωθεί κοινωνικά το αίτημα για δομικές αλλαγές στο κράτος. Όχι πλέον υπό συνθήκες συγκυριακής πίεσης ή εξωτερικής επιβολής, αλλά ως καθολικό πολιτικό αίτημα, που επιτάσσει συγκλίσεις και «εθνικές πολιτικές». Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιβεβλημένη η ριζική ανασημασιοδότηση εννοιών όπως η «αξιοκρατία» ή η «αξιολόγηση», με νέες πρακτικές που θα συμβολίζουν την απαρχή του νέου «παραδείγματος». Στην κατεύθυνση αυτή, μεγάλη σημασία έχει η οριοθέτηση της «τεχνοκρατικής συνιστώσας».
Το ερώτημα, μετά την οικονομική κρίση του 2008, ήταν αν οι τεχνοκράτες μπορούν να διαχειριστούν το σύστημα πιο αποτελεσματικά από τους πολιτικούς. Οι «κυβερνήσεις τεχνοκρατών» που δοκιμάστηκαν, χωρίς καλύτερα αποτελέσματα, κλόνισαν την ιδέα ότι η τεχνοκρατία αποτελεί εναλλακτική επιλογή διαχείρισης. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η κυρίαρχη άποψη συνεχίζει να κωδικοποιείται ως εξής: «Αν το κράτος λειτουργούσε σωστά δεν θα είχαμε ανάγκη τους τεχνοκράτες. Σήμερα όμως χρειαζόμαστε ανθρώπους που «ξέρουν τη δουλειά» και αποφασίζουν με βάση αντικειμενικά στοιχεία και όχι κομματικές ή πελατειακές εξαρτήσεις. Έχουμε ανάγκη τους τεχνοκράτες μέχρι το ελληνικό κράτος να λειτουργήσει αυτόνομα και οργανωμένα».
Η αντίληψη αυτή συνυπάρχει σήμερα με έναν ιδιότυπο «τεχνοκρατικό λαϊκισμό», ο οποίος ουσιαστικά ζητάει ένα «οριζόντιο τεχνοκρατικό κόμμα» που θα αντιμετωπίζει πολυσύνθετα φαινόμενα, μη προσβάσιμα στους μη ειδικούς. Η λογική των δήθεν αναγκαίων και ουδέτερων τεχνοκρατικών λύσεων μας θυμίζει πόσο επίκαιρες είναι οι αναλύσεις του Πουλαντζά για το «Κράτος-επιστήμονα» και τη μονοπώληση της γνώσης ως όρο αναπαραγωγής των ταξικά προσδιορισμένων σχέσεων εξουσίας. Το τεχνοκρατικό κίνημα ξεκίνησε, βεβαίως, στις αρχές του 20ου αιώνα από προοδευτικούς μηχανικούς και επιστήμονες στις ΗΠΑ και άνθησε στην εποχή της κρίσης μέσα από τις θεωρίες για τη διάκριση της «κυβερνώσας ελίτ» από τις «μάζες». Η «τεχνοκρατική δημοκρατία» θέλει τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής και κοινωνικής διαμεσολάβησης να υποχωρούν. Ο Πουλαντζάς έκανε λόγο για το κόμμα της «γραφειοκρατικής κυρίαρχης διοίκησης», που θα αναλάμβανε την πολιτική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων και θα ερχόταν απευθείας σε επαφή με τις κοινωνικές ομάδες και τα συμφέροντά τους (θεσμοποιημένος νεοκορπορατισμός). Αυτός ο τύπος δημοκρατίας στηρίζεται περισσότερο στις αποφάσεις των επιτελικών και γραφειοκρατικών δομών της κυβέρνησης και λιγότερο στους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, το βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης «ανελεύθερης δημοκρατίας» τύπου Όρμπαν, είναι ότι οι κρατικές λειτουργίες αυτονομούνται πλήρως από το δημοκρατικό τους έρεισμα και δεν ισοσταθμίζονται από κανένα δικαιοκρατικό αντίβαρο. Η ίδια αυτονόμηση υπάρχει και στην «τεχνοκρατική δημοκρατία» με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο: δεν είναι ο αυταρχικός ηγέτης που εκφράζει αδιαμεσολάβητα τον «λαό», αλλά η τεχνοκρατική ορθοδοξία που επιβάλλεται ως πολιτικός μονόδρομος (ΤΙΝΑ).
Απέναντι στις δύο αυτές ανησυχητικές εκδοχές είναι ανάγκη να προασπίσουμε μια αντίληψη για τη διακυβέρνηση ως «ανοικτό σύστημα» που ενσωματώνει την τεχνοκρατική γνώση ως παράγοντα της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και όχι ως υποκατάστατό του. Η αντίληψη για τις κρατικές οικονομίες ως δυναμικά συστήματα συσσώρευσης και αναδιανομής, απαιτεί, εξάλλου, μια διαρκή ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικών πολιτικών και αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, γεγονός που προϋποθέτει μια ιδιαίτερα πολύπλοκη τεχνοκρατική άσκηση στην τεκμηρίωση των πολιτικών.
«Να πολιτικοποιήσουμε τους τεχνοκράτες», επομένως, ή «να τεχνοκρατικοποίησουμε την πολιτική»; Θέλουμε τεχνοκράτες πολιτικοποιημένους που θα συμμετέχουν στη λειτουργία των κομμάτων και σε εκλογικές διαδικασίες, ενώ δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι μπορεί να είναι χρήσιμη η συμμετοχή τους σε κυβερνητικά σχήματα. Πρωτίστως, όμως, χρειάζεται να «τεχνοκρατικοποιήσουμε την πολιτική», υπό την έννοια της προγραμματικής και επιχειρησιακής τεκμηρίωσης των αποφάσεων και της αντίστασης στις πελατειακές και εξωθεσμικές πιέσεις. Αυτή η τεχνοκρατία είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της