Η αποτίμηση της πορείας της Αριστεράς μέσα από τις συμπληγάδες της μετεμφυλιακής περιόδου

Αριστερά στη Μαγνησία και την Μετεμφυλιακή Ελλάδα 1950-1967 ηταν ο τίτλος της ομιλίας του Πάνου Σκοτινιώτη στην εκδήλωση των ΑΣΚΙ στο αμφιθέατρο Σαράτση. Ο πρωην δήμαρχος και νομάρχης, συγγραφέας του βιβλίου ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝ ΚΑΜΙΝΩ 1934-1967 αναφέρθηκε στα κομβικά σημεία των διαδρομών της μετεμφυλιακής Αριστεράς, σε πανελλήνιο και τοπικό επίπεδο, εστιάζοντας περισσότερο στην εκλογική της επιρροή στον Βόλο και τη Μαγνησία, σε σχέση και με τα εθνικά εκλογικά ρεύματα.

Η ομιλία 

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα μπορεί μεν ο κοινοβουλευτισμός να μην καταργήθηκε, εγκαθιδρύθηκε όμως ένα καθεστώς «καχεκτικής δημοκρατίας» (είναι ο όρος του αξέχαστου φίλου Ηλ. Νικολακόπουλου που πλέον έχει καθιερωθεί). Είχε υφανθεί, με λίγα λόγια, ένα πολυπλόκαμο πλέγμα εξουσίας, που στόχευε στην απόλυτη κυριαρχία των νικητών του Εμφυλίου και στην πλήρη εξουδετέρωση των ηττημένων.
Με το ΚΚΕ σε βαθιά παρανομία και ανελέητα διωκόμενο ‒σκεφτείτε ότι οι τελευταίοι περίπου 100 πολιτικοί κρατούμενοι απολύθηκαν μόλις το 1966‒, η Αριστερά μπόρεσε, παρ’ όλα ταύτα, να ανασυνταχθεί σχετικά γρήγορα, αποδεικνύοντας ότι ήταν ριζωμένη σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για ένα επίτευγμα μάλλον μοναδικό, σε διεθνές επίπεδο, έργο συλλογικό χιλιάδων αγωνιστών. Στις διεργασίες για τη δημιουργία στην Ελλάδα ενός νόμιμου αριστερού φορέα, κρίσιμος υπήρξε ο ρόλος του Μιλτιάδη Πορφυρογένη ‒στον Βόλο δεν χρειάζεται άλλες συστάσεις‒, που ήταν το κομματικό στέλεχος των πιο δύσκολων και ευαίσθητων αποστολών. Ο Πορφυρογένης, ως πολιτικός πρόσφυγας πλέον, έχοντας την ευθύνη του παράνομου μηχανισμού του κόμματος στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1949 ταξίδευε συνεχώς, κυρίως στην Ελβετία και τη Γαλλία. Στα ταξίδια του αυτά είχε συναντήσεις και με προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς. Σταθμός υπήρξε η ίδρυση της ΕΔΑ, την 1η Αυγούστου 1951, με πρόεδρο τον παλαιό μενσεβίκο Γιάννη Πασαλίδη. Το ΚΚΕ συνέχισε βεβαίως να λειτουργεί, όχι μόνο στην «υπερορία» αλλά και μέσα στην Ελλάδα, τόσο με το παράνομο δίκτυο και τα κομματικά στηρίγματα που λειτουργούσαν ως οργανωτικός ιστός παράλληλος προς τις οργανώσεις της ΕΔΑ όσο και με τα στελέχη του κομμουνιστικού πυρήνα που καθοδηγούσε την ΕΔΑ (Ηλ. Ηλιού, Στ. Σαράφης, Μαν. Γλέζος, Αντ. Μπριλλάκης κ.ά.). Ο κομματικός αυτός δυϊσμός είναι μεν κατανοητός με βάση το κομματικό status της εποχής, αποτέλεσε ωστόσο και πηγή πολλών προβλημάτων.
Μέχρι το 1953, η πολιτική του ΚΚΕ χαρακτηριζόταν από μεγάλη δυσπιστία ακόμη και προς τις πλησιέστερες σε αυτό πολιτικές δυνάμεις. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και τις ανακατατάξεις που συντελέστηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα, το ΚΚΕ άρχισε να υιοθετεί μια πιο ανοιχτή πολιτική συμμαχιών.
Την ίδια περίοδο, Σεπτέμβριο του 1953, ο Γεώργιος Καρτάλης και ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού, Αλεξ. Σβώλος, διαμόρφωναν νέα δεδομένα στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου. Η ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (ΔΚΕΛ), με τους ίδιους ως συναρχηγούς, ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα για τη συγκρότηση αυτόνομου κομματικού φορέα της Κεντροαριστεράς.

Η συμφωνία Καρτάλη -Πορφυρογένη 
Σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία, προς τα τέλη του 1953 πραγματοποιήθηκε, μάλλον στην Ελβετία, η πρώτη μετά τον Εμφύλιο συνάντηση του Μιλτ. Πορφυρογένη με τον Γ. Καρτάλη, η οποία κατέληξε σε συμφωνία συνεργασίας. Για την έμμεση δημοσιοποίηση της μυστικής, όπως είναι αυτονόητο, συμφωνίας χρειάστηκε μια ευφάνταστη σκηνοθεσία, στην οποία ο χρόνος δεν επιτρέπει να αναφερθώ. Η συνεργασία, πάντως, ενός «προοδευτικού φιλελεύθερου αστού», όπως αυτοπροσδιοριζόταν ο Γ. Καρτάλης, με το ΚΚΕ, στις ζοφερές πολιτικές συνθήκες εκείνης της εποχής, ήταν μια εξέλιξη συγκλονιστική. Η εξέλιξη αυτή άνοιξε μια νέα περίοδο στην ελληνική Αριστερά και λειτούργησε ως καταλύτης για τη συγκρότηση ευρύτερων συνεργασιών. Το πρώτο βήμα έγινε στις δημοτικές εκλογές του 1954, στις οποίες και ο Καρτάλης εκλέχθηκε δήμαρχος Βόλου. Το επιστέγασμα ‒αφού μεσολάβησαν και άλλες συναντήσεις‒ ήταν η συνεργασία του συνόλου της αντιπολίτευσης στις βουλευτικές εκλογές του 1956. Η συμπόρευση αυτή επέτρεψε στην ηττημένη Αριστερά να βγει από την πολιτική απομόνωση, λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, και μάλιστα σε μια περίοδο όπου κορυφωνόταν η τραυματική εσωκομματική κρίση στο ΚΚΕ. Η τραγική αδικία είναι ότι οι δύο αρχιτέκτονες της συμπαράταξης έφυγαν πολύ γρήγορα από τη ζωή, με απόσταση λίγων μηνών ‒ ο Γεώργιος Καρτάλης τον Σεπτέμβριο του 1957, σε ηλικία μόλις 49 ετών, και ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης τον Μάρτιο του 1958, σε ηλικία 55 ετών, έχοντας μάλιστα βιώσει με οδυνηρό τρόπο την εμπάθεια της νέας ηγεσίας Κολιγιάννη και την κατάρρευση βασικών πολιτικών σταθερών που προσδιόρισαν τη μέχρι τότε δράση του.


Μετά τις εκλογές του 1956, η ΕΔΑ, αξιοποιώντας και τον κατακερματισμό του κεντρώου χώρου, αναδείχθηκε στο Κοινοβούλιο σε πρωταγωνιστική δύναμη της αντιπολίτευσης. Με μια ευέλικτη, δε, πολιτική συμμαχιών, προσδοκούσε να αποτελέσει τον κορμό μιας μεγάλης εθνικής-λαϊκής αντιδεξιάς παράταξης. Το πολιτικό αυτό άνοιγμα έφερε την εκπληκτική επιτυχία του 1958, με την ανάδειξή της σε αξιωματική αντιπολίτευση. Άγγιξε, όμως, και την «κόκκινη γραμμή». Αφού, σε συνθήκες ψυχροπολεμικού διπολισμού και αρχέγονου αντικομμουνισμού, η ανάδειξη της ΕΔΑ σε ανταγωνιστικό πόλο εξουσίας απέναντι στη Δεξιά, απαιτούσε τη μετάπλασή της σε ένα κόμμα με ξεκάθαρη δυτική πολιτική ταυτότητα, κάτι προφανώς αδιανόητο για την ηγεσία της, πολλώ μάλλον για την ηγεσία του ΚΚΕ. Αντ’ αυτού, τελικά επιλέχθηκε η λεγόμενη «κομμουνιστοποίηση», ώστε να αποτελέσει τη ντε φάκτο νόμιμη έκφραση του παράνομου ΚΚΕ. Το κενό που άφησε η αδυναμία της ΕΔΑ να αποτελέσει εναλλακτική κυβερνητική λύση το «γέμισε» ο παραδοσιακός κεντρώος χώρος, με τη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Ο Βόλος και η Μαγνησία
Ας έλθουμε τώρα στον Βόλο και τη Μαγνησία. Με καθημαγμένη την τοπική οικονομία στα χρόνια της Κατοχής, η μεταπολεμική ανασυγκρότηση υπήρξε βασανιστική. Την κατάσταση επιβάρυναν οι σεισμοί της τριετίας 1954-1957 και βεβαίως η εκδικητικότητα του μετεμφυλιακού καθεστώτος που ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την αριστερού προσανατολισμού τοπική πλειοψηφία. Η συγκριτικά, πάντως, μεγαλύτερη εξειδίκευση της Μαγνησίας στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα και η συγκριτικά μεγαλύτερη συμμετοχή της μισθωτής εργασίας στη διάρθρωση της απασχόλησης συνέχισαν να της εξασφαλίζουν υψηλή κατάταξη στην ιεραρχία των νομών, με τον Βόλο να παραμένει το τέταρτο αστικό κέντρο της χώρας. Και όταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 θεσπίστηκαν σημαντικά κίνητρα για βιομηχανικές επενδύσεις, η τοπική βιομηχανία άρχισε να κινητοποιεί αξιόλογες εγχώριες και ξένες επιχειρηματικές δυνάμεις, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, πήραν τη θέση των παραδοσιακών βιομηχανικών οικογενειών του Βόλου. Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, παρά τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων, τροφοδοτούσαν την αλματώδη ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων.

Στο καθαρά πολιτικό πεδίο, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία κεφαλαιώδη θέματα:
Το πρώτο είναι η μετατόπιση του Γ. Καρτάλη από τη μοναρχική παράταξη στην Κεντροαριστερά. Η εμφατική αυτή εξέλιξη, αφενός, στέρησε τη Δεξιά από ένα ισχυρό, το πιο ισχυρό πελατειακό δίκτυο. Και αφετέρου, αναμόρφωσε ριζικά τον κεντρώο χώρο, ώστε να μην αποτελεί απλή προέκταση του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Το δεύτερο είναι η ισχυρή παρουσία της Αριστεράς. Η προπολεμική δύναμη του ΚΚΕ στον Βόλο, σε μια πόλη όπου η αστική ακμή συνυπήρχε με ένα βαθύ κοινωνικό/ταξικό σχίσμα, αποτέλεσε τη μήτρα για το τεράστιο εύρος της ΕΑΜικής αντίστασης στην περιοχή μας, όπως και τη συμπαγή κομμουνιστική βάση στην οποία στηρίχθηκε η εκλογική επιρροή της ΕΔΑ. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη συγκριτικά μεγαλύτερη αντοχή του εκλογικού σώματος της Αριστεράς κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, ειδικά στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία, αφού η ψήφος στην ΕΔΑ είχε πιο έντονα ιδεολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Το τρίτο θέμα είναι η πολυκύμαντη σχέση Κέντρου και Αριστεράς, με αντικείμενο του εκλογικού πόθου τη μεγάλη ΕΑΜική κληρονομιά.

Από την επισκόπηση των εκλογών στη μετεμφυλιακή Μαγνησία, θα περιοριστώ σε λίγα βασικά συμπεράσματα, με άξονα βεβαίως την Αριστερά:
Η Δεξιά και το Κέντρο, όλη αυτή τη περίοδο, είχαν στη Μαγνησία μια σταθερή εκλογική βάση στη ζώνη του 30% η κάθε παράταξη. Η σταθερή εκλογική δύναμη της Αριστεράς έφθανε περίπου στο 20% και ήταν μεγαλύτερη από την πανελλαδική της σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Το υπόλοιπο 20% κινούνταν ανάμεσα στο Κέντρο και τη Δεξιά και έδινε κάθε φορά την πλειοψηφία. Αξιοσημείωτο είναι πως το 70% περίπου των σταθερών κεντρώων ψηφοφόρων, δηλαδή χοντρικά το 20% του συνολικού εκλογικού σώματος, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων κατατασσόταν στην αριστερή πτέρυγα του Κέντρου. Συνεπώς το αριστερόστροφο εκλογικό σώμα της Μαγνησίας έφθανε περίπου στο 40%. Θα λέγαμε, σχηματικά, ότι ήταν το 38,9% που συγκέντρωσε η ΕΔΑ στις ανεπανάληπτες εκλογές του 1958, έχοντας προηγηθεί το 35-40% της «πολιτικής αποχής» του 1946 ― που στον Βόλο έφτασε στο απίστευτο 70%.
Στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία, ειδικότερα, η εκλογική δύναμη της Αριστεράς, σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από τη μέση εκλογική της δύναμη στα αστικά κέντρα της χώρας. Στον Βόλο, πιο συγκεκριμένα, η εκλογική δύναμη της ΕΔΑ κυμάνθηκε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις σταθερά στην περιοχή του 30% (από 28,0% έως 31,0%), για να απογειωθεί στο 53,0% στις εκλογές του 1958 ‒ που ήταν και το μεγαλύτερο ποσοστό που έλαβε κόμμα στον Βόλο όλη αυτή την περίοδο. Στις δημοτικές εκλογές, τώρα, ήδη από το 1951 είχε διαμορφωθεί κλίμα συμπαράταξης με την κεντροαριστερή πλειοψηφική μερίδα του Κέντρου, χάρη και στην καθοριστική συμβολή του Γ. Καρτάλη. Έτσι, στις δημοτικές εκλογές του 1951, του 1954, του 1956 (που ήταν επαναληπτικές λόγω παραίτησης του Καρτάλη) και του 1964, Κεντροαριστερά και Αριστερά συνεργάστηκαν και κέρδισαν άνετα τον δήμο Βόλου. Χωριστοί συνδυασμοί συγκροτήθηκαν μόνο στις δημοτικές εκλογές του 1959, δηλαδή στις πρώτες μετά τον θάνατο του Καρτάλη και του Πορφυρογένη. Αυτές ήταν και οι μοναδικές τις οποίες κέρδισε, με σχετική πάντως πλειοψηφία, ο υποστηριζόμενος από την ΕΡΕ υποψήφιος. Χαρακτηριστικό του εύρους της ΕΑΜικής αντίστασης είναι ότι και οι τρεις υποψήφιοι δήμαρχοι (ο Γιάννης Κονταρράτος, που υποστηρίχθηκε από την ΕΡΕ, ο Κώστας Δερβένης, που υποστηρίχθηκε από την ΕΔΑ, και ο Θόδωρος Κλαψόπουλος, που υποστηρίχθηκε από το Κέντρο) είχαν ΕΑΜική πολιτική καταγωγή.
Στη Νέα Ιωνία, η κυριαρχία της Αριστεράς ήταν αδιαμφισβήτητη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, με την εκλογική της δύναμη να κυμαίνεται από 42,7% έως 49,0%, για να φθάσει στο επιβλητικό 72,6% στις εκλογές του 1958. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι η Νέα Ιωνία κατά κανόνα αναδεικνυόταν στις βουλευτικές εκλογές ως ο πιο «κόκκινος» προσφυγικός δήμος της χώρας, η Αριστερά δεν κέρδισε ποτέ την περίοδο αυτή αυτόνομα τον δήμο, σε αντίθεση με προσφυγικούς δήμους της Αττικής, όπως της Νίκαιας και του Κερατσινίου επί παραδείγματι. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μοναδική φορά που η Αριστερά κατήλθε αυτόνομα σε δημοτικές εκλογές στη Νέα Ιωνία, δηλαδή στις εκλογές του 1959, ηττήθηκε καθαρά, με τον υποψήφιο της ΕΡΕ να αποσπά την απόλυτη πλειοψηφία. Στις άλλες τρεις δημοτικές εκλογές, η εκλογική επικράτηση των συνδυασμών συνεργασίας Κέντρου και Αριστεράς υπήρξε συντριπτική.
Στις οκτώ (8) εκλογικές αναμετρήσεις της μετεμφυλιακής περιόδου, στη Μαγνησία εκλέχθηκαν συνολικά επτά (7) βουλευτές της Αριστεράς, έξι (6) άνδρες και η Μαρία Καραγεώργη, η πρώτη και η μόνη την περίοδο αυτή που έσπασε το άβατο της ανδροκρατούμενης πολιτικής εκπροσώπησης της Μαγνησίας και η μόνη από την ΕΔΑ που εκλέχθηκε δύο φορές (στις διαδοχικές εκλογές του 1963 και 1964). Όλοι οι άλλοι εκλέχθηκαν από μία φορά, και συγκεκριμένα: ο Θόδωρος Βλαμόπουλος στις εκλογές του 1951 (σε αναπλήρωση του Νίκου Τσόχα, του οποίου ακυρώθηκε η εκλογή επειδή ήταν εκτοπισμένος)· ο Αντώνης Πατσιαντάς στις εκλογές του 1956· ο Τάσος Τσιάντος, ο Βαγγέλης Σκούρας και ο Γιάννης Σιαφλέκης στις εκλογές του 1958· και ο Νίκος Τσόχας στις εκλογές του 1961.

Αντί επιλόγου
Η αποτίμηση της πορείας της Αριστεράς μέσα από τις συμπληγάδες της μετεμφυλιακής περιόδου είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό εγχείρημα. Το αισιόδοξο είναι ότι υπάρχει ήδη πλούσια επιστημονική ιστοριογραφία γύρω από το θέμα αυτό, η οποία διαρκώς εμπλουτίζεται, με τη συμβολή των ΑΣΚΙ να είναι καταλυτική. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να πιστωθεί στην ΕΔΑ ότι διεκδίκησε με επιτυχία έναν ευρύ πολιτικό και κοινωνικό χώρο· ότι κράτησε ζωντανό το ηττημένο και διωκόμενο ΚΚΕ· ότι πρωτοστάτησε στη σύνδεση του κοινωνικού ζητήματος με την πολιτική, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών αγώνων και στην πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του ‘60· ότι συνέβαλε στην ανάδειξη της νέας γενιάς σε αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο, με το κίνημα των Λαμπράκηδων να γράφει τη δική του συναρπαστική ιστορία ‒ ότι κληροδότησε, εν τέλει, μια σημαντική παρακαταθήκη, με ισχυρά αξιακά εφόδια. Αυτό ειδικά το τελευταίο, ας το κρατήσουμε!