Γράφει ο Περικλής Μοσχολιδάκις
4 χρόνια από τον θάνατο της Κικής Δημουλά και ξαναδουλεύω ένα παλιότερο κείμενο μου, το διορθώνω ή το εμπλουτίζω με την εμπειρία της απόστασης, του χρόνου που αμείλικτα τρέχει και διορθώνει, προσθέτει, αλλά κυρίως, αφαιρεί .
4 χρόνια κιόλας από τον Φεβρουάριο του 2020, λίγες μέρες πριν αρχίσει η μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας, που ταρακούνησε εκ βάθρων τις ισορροπίες, τη βεβαιότητα και τη ζωή μας.
4 χρόνια κιόλας που η Κική Δημουλά απέκτησε «υπηκοότητα θανάτου», όπως θα έλεγε η ίδια, και πέταξε μακριά.
Οι Ποιητές προμηνύουν,
οι Ποιητές προβλέπουν,
οι Ποιητές μάς παρηγορούν στις τρικυμίες μας -και τι θα κάναμε χωρίς αυτούς;-
οι Ποιητές φεύγουν και μας αφήνουν το έργο τους κληρονομιά για πάντα.
Οι Ποιητές διδάσκουν τη σιωπή και την κρυμμένη μουσική τους.
Στην ποίηση της Δημουλά κυριαρχεί η σιωπή. Αν ψάξει κανείς με επιμέλεια, θα ανακαλύψει πως η λέξη «σιωπή» είναι η πλέον συχνή λέξη στο έργο της.
Δεν είναι η σιωπή της μια παύση για να πάρεις μια ανάσα την ώρα που διαβάζεις, αλλά θαρρείς πως είναι η άλλη όψη, η κρυφή, η δίδυμη του κοπετού, του πόνου που σημαδεύει τη ζωή μας.
Είναι η σιωπή που πέφτει λίγο πριν να ξεσπάσει η καταιγίδα.
Είναι η σιωπή που απλώνεται, όταν το χιόνι πέφτει μαλακά.
Είναι η σιωπή που απλώνεται στον ουρανό, όταν πετούν κυνηγημένα τα πουλιά σε σμήνη.
Είναι η σιωπή που τυλίγει τα σώματα που πρώτη φορά αγαπιούνται.
Είναι τα σιωπηλά βήματα στη σκάλα ή ο ήχος στα πλακάκια από το σούρσιμο που κάνουν οι ζεστές παντόφλες των μοναχικών. Είναι η σιωπή που απλώνεται στον κόσμο, όταν όλοι κοιμούνται -ή κάνουν πως κοιμούνται- ενώ εσύ παιδεύεσαι στριφογυρίζοντας όλη τη νύχτα στα μαξιλάρια της αγρύπνιας σου.
Είναι η σιωπή που απλώνεται στα πένθιμα τα σπίτια, όταν όλοι φεύγουν και μένεις μοναχός να κλάψεις τους αγαπημένους σου.
Είναι η σιωπή μπροστά στο μυστήριο του θανάτου και στο γήρας που επελαύνει και σου παίρνει όλους και όσα αγαπάς.
Είναι αυτή η σιωπή που μαλακώνει, όταν βαδίζεις με τα γυμνά σου πέλματα επάνω στα βρεγμένα βότσαλα, στην ήσυχη μοναχική σου ακροθαλασσιά, πριν έρθουν οι άλλοι.
Είναι ο ήχος της βροχής που στάζει μονότονα και συνοδεύει ρυθμικά τη μοναξιά σου.
Η Δημουλά τόλμησε, όσο κανείς άλλος Ποιητής, να γεμίσει τη χώρα των λέξεων της με αφηρημένες έννοιες που τις αναγορεύει σε ένα οντολογικό γεγονός χειροπιαστό, κάνει την αφηρημένη έννοια απτό αντικείμενο που μπορείς να το αγγίξεις, να το μυρίσεις, να το γευτείς, να το μεταλάβεις , σώμα και αίμα , να σου γλυκάνει ή να σου πικράνει το στόμα με λέξεις που δημιουργεί ξανά και ξανά απ’ την αρχή.
Πλούτισε τη σπουδαία Ελληνική μας Γλώσσα με σημασίες και λέξεις και νοήματα.
Αναδημιούργησε την ομορφιά υπονομεύοντάς την, όπως ταιριάζει στη μεγάλη Τέχνη .
Είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά η Δημουλά, αλλά και κάτι ακόμα που σπάει ώρες-ώρες εκκωφαντικά και ανατρέπει την παρτιτούρα της σιωπής. Είναι εκείνο το σχεδόν άηχο ειρωνικό της γέλιο πίσω από τις λέξεις, που ξαφνικά μας κάνει τη θεία ανατροπή. Είναι εκείνο το σχόλιο το ειρωνικό και το πικρό, που ακούγεται μέσα στη σιγαλιά της, άλλοτε σαν γέλιο παιδικό κι άλλοτε σαν ενήλικος αβάσταχτος πόνος, άλλοτε σαν γέλιο τρανταχτό κι άλλοτε πάλι σαν γοερός θρήνος και λυγμός.
Η μνήμη της επίμονη,
τη θυμόμαστε με αγάπη…
αλλιώς δεν γίνεται.