Τον ανηφορικό δρόμο για το σανατόριο σημαίνει μία μικροσκοπική και μάλλον χειροποίητη ταμπέλα, αλλά το μάτι κάθε εποχούμενου που διασχίζει με στοιχειώδη ταχύτητα την επαρχιακή οδό Πορταριάς – Ζαγοράς πρόκειται σίγουρα να την προσπεράσει. Τα φερτά υλικά από τις απανωτές κακοκαιρίες που έπληξαν τη Θεσσαλία τον περασμένο Σεπτέμβριο επιτρέπουν μέχρι ενός σημείου τη διέλευση οχημάτων. Ετσι, μόνο πεζή μπορεί κανείς να επισκεφθεί σήμερα το πρώτο ορεινό σανατόριο της Ελλάδας, που βρίσκεται λίγο πριν από τα Χάνια του Πηλίου –ή έστω ό,τι απέμεινε–, για να θυμίζει την έξαρση και την ύφεση των μεγάλων λοιμωδών νοσημάτων, αλλά και τις ιστορίες των ανθρώπων που αυτά σημάδεψαν.
Αφιέρωμα της Καθημερινής-Ελβίρα Κρίθαρη
Σπίτι πια για πιτσιλωτές σαλαμάνδρες και τη βουνίσια πανίδα του Πηλίου, το κουφάρι του κτιρίου που ανήκε σε ένα παλιό χάνι και σταδιακά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μετατράπηκε σε φθισιατρείο υπό τον σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα σανατόρια της Ελβετίας στα οποία απευθύνονταν οι εύποροι Ελληνες φθισικοί. Σήμερα, δεν απομένει κανένα στοιχείο να μαρτυρά πως εκεί έζησαν –και πέθαναν– οι εξόριστοι της υγιούς κοινωνίας, ενώ οι διάσπαρτες λακκούβες στα αλλοτινά δωμάτιά τους αποκαλύπτουν πως κάποιοι θα επιχειρήσουν μέσα στα χρόνια της εγκατάλειψής του να ξεθάψουν θησαυρούς. Αγνωστο αν βρήκαν.
Μοναδικό σημερινό εύρημα είναι οι απείραχτες αγιογραφίες της μικρής εσωτερικής εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, που στεγαζόταν σε ένα από τα δωμάτια του κεντρικού κτίσματος. Εκεί, ανάμεσα στις φιγούρες των Αγίων, δύο θνητές μορφές διατρανώνουν τη γεφύρωση της θρησκείας με την επιστήμη. Πρόκειται για τους γιατρούς Γιώργο Καραμάνη και Βασίλη Τσιγκλιφή.
Οι μελετητές του Καραμάνη
Ο Καραμάνης είναι ο εμπνευστής και η ψυχή του σανατορίου. Ενας βαθιά θρησκευόμενος ιατροφιλόσοφος, γοητευμένος από ανθρωπιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες, που θα αφιερωθεί στους ασθενείς του έως το τέλος, με αλτρουισμό και γλυκύτητα και θα σημαδέψει την ιατρική ιστορία της χώρας, χαρίζοντάς της το αρχέτυπο του πανταχού παρόντα γιατρού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο καθηγητής Πνευμονολογίας Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης θα ανακαλύψει την άγνωστη έως τότε στο ευρύ κοινό ιστορία του πρώτου ορεινού σανατορίου και του γιατρού του, Γιώργου Καραμάνη, και θα βρεθεί ο ίδιος στην εγκαταλελειμμένη του κλινική ανασύροντας από τα συντρίμμια και ορισμένα τεκμήρια της ζωής στο σανατόριο, τα οποία θα διασώσει. Ανάμεσά τους και μια συνταγή για ομελέτα με πολύ βούτυρο, δείγμα της πλούσιας διατροφής που έπρεπε να λαμβάνουν οι φυματικοί, όπως αφηγείται χαρακτηριστικά στην «Κ».
Η συστηματική, έκτοτε, έρευνα του κ. Γουργουλιάνη θα τον οδηγήσει στη γνωριμία με την Αννα Σικελιανιού, δεύτερη σύζυγο του ποιητή Αγγελου Σικελιανού, η οποία ήταν προηγουμένως παντρεμένη με τον γιατρό Καραμάνη. Από τις συνομιλίες του με την Αννα, που έφυγε από τη ζωή το 2006, και χάρη στην εκτενή μελέτη θα συγγράψει μια σειρά σχετικών έργων, όπως το μυθιστόρημα «Ο έρωτας και το όνειρο» (μαζί με τον Νίκο Κυριαζή, Καστανιώτης) και «Το πρώτο ορεινό σανατόριο του Πηλίου» (με την Αννίτα Κορδατζή-Πρασσά, ΓΑΚ – Πνευμονολογική Κλινική Παν. Θεσσαλίας), το οποίο θα αποτελέσει και κατατοπιστικό οδηγό κατά την περιήγησή μας στο σανατόριο.
Το σανατόριο του Πηλίου θα ιδρυθεί στα 1909, εν μέσω έξαρσης της νόσου, που την εποχή εκείνη ευθυνόταν για 500 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους στην Αθήνα και 200 ανά 20.000 στην επαρχία. Στην πρωτεύουσα υπήρχε ήδη το σανατόριο «Σωτηρία», αλλά η θεραπεία της εποχής, ελλείψει ακόμα αποτελεσματικών αντιβιοτικών, απαιτούσε την ενίσχυση του οργανισμού με καλή διατροφή και ξεκούραση – και κυρίως αεροθεραπεία, την οποία η διαμονή στο βουνό μπορούσε απλόχερα να προσφέρει.
Το πρώτο ορεινό σανατόριο
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός στις συμβουλές του για την αποφυγή της ασθένειας φέρεται να προσέθετε πως «οι φρόνιμοι δύσκολα γίνονται φθισικοί και δύσκολα αποθνήσκουν από φθίσιν. Η θεραπεία της φθίσεως είναι ζήτημα υπομονής και θελήσεως». Νοικοκυρές, καπνεργάτες, υπηρέτες, δάσκαλοι, ξυλουργοί και υποδηματοποιοί έπασχαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, συχνότερα από φυματίωση και, βέβαια, η νόσος δεν διέκρινε τους φρόνιμους από τους μη φρόνιμους, τους φτωχούς από τους πλούσιους. Το στίγμα ήταν για όλους εξίσου μεγάλο, αναγκάζοντας τους γιατρούς να τους επισκέπτονται κρυφά τη νύχτα για να μη χαρακτηριστούν ολόκληρες οικογένειες από το «χτικιό».
Ο Καραμάνης δεν ήταν αυτής της λογικής και, παρότι αρχικά βρήκε αντιρρήσεις και προσκόμματα στη δημιουργία του σανατορίου του, κατάφερε τελικά να πείσει την ιατρική κοινότητα και ευρύτερα την κοινωνία του Βόλου και της Αθήνας να υποστηρίξουν το έργο του. Μέχρι το 1930 το σανατόριο διέθετε πια ακτινογραφικό μηχάνημα, μικροβιολογικό και χημικό εργαστήριο, φαρμακείο, αίθουσα εξετάσεων με χειρουργείο, ηλεκτρικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις (είχε ρεύμα πριν αποκτήσει ο Βόλος!), τηλεφωνικό κέντρο, κεντρική θέρμανση με καλοριφέρ, αλλά και σκοτεινό θάλαμο για τα φωτογραφικά χόμπι των ασθενών. Ο κ. Γουργουλιάνης περιγράφει γλαφυρά την ιστορία που ο Καραμάνης φέρνει από την Ελβετία τον πρώτο τεχνητό πνευμονοθώρακα το 1915 και τον κρατάει στην αγκαλιά του καθ’ όλη τη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού του με το τρένο για να μη σπάσει.
Καθώς το σανατόριο μεγαλώνει και αναπτύσσεται, ψυχαγωγικές βραδιές θα γεμίσουν την καθημερινότητα των φυματικών, αλλά δεν θα είναι ανέφελες: Πάνω στην ώρα του χορού κάποιος ασθενής θα κάνει αιμόπτυση και θα πεθάνει, διηγείται ο Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης.
Το σανατόριο του Πηλίου θα αντέξει χάρη στον ακούραστο γιατρό του, που παρακολουθεί αδιαλείπτως την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας για τη φυματίωση και εφαρμόζει τις πιο σύγχρονες μεθόδους στη θεραπεία της, χωρίς να κάνει διαχωρισμούς, αν και ιδιωτικό. Το 1942 καταλαμβάνεται από τα ιταλικά στρατεύματα και το 1943 βομβαρδίζεται ανηλεώς από τα γερμανικά βομβαρδιστικά, χωρίς όμως να υποστεί ζημιές. Ο Καραμάνης αποδίδει στη θεία πρόνοια την προστασία του σανατορίου, το οποίο έχει περιθάλψει και Γερμανούς αρρώστους, ενώ μετά το τέλος του πολέμου θα βρουν εκεί περίθαλψη Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος.
«Με το ΙΚΑ νταραβεριζόμεθα»
Αυτό, τελικά, που θα επιτείνει την παρακμή του θα είναι το ΙΚΑ. Συμφέροντα στον χώρο της υγείας θα κατευθύνουν τους ασφαλισμένους της Θεσσαλίας σε άλλα σανατόρια, παρότι αυτό ήταν το μόνο της περιοχής. Καθώς το ΙΚΑ δεν του στέλνει πολλούς ασθενείς, ο δημοσιογράφος του «Βήματος» Παύλος Παλαιολόγος αναφέρει στο ρεπορτάζ του για το σανατόριο το 1951: «Αδιαφορία; Συμφέροντα; Κακίες; Λίγο απ’ όλα» και ο ίδιος ο Καραμάνης θα γράψει σε επιστολή του προς τον Αδρέα Ζάβαλο την ίδια χρονιά: «Με το ΙΚΑ νταραβεριζόμεθα. Νοσηλεύομεν τώρα 21 ασθενείς» και προς τον διοικητή του ΙΚΑ το 1954: «Ηναλώσαμεν όλον τον βίο μας εις την υπηρεσίαν του πάσχοντος μέρους της κοινωνίας μας. Ιδρύσαμεν το πρώτον (σ.σ. ορεινό) Σανατόριον εν Ελλάδι και εδώσαμεν τας πρώτας συστηματικάς επιστημονικάς μάχας κατά της φυματιώσεως εις την χώραν μας. Επί ήμισυ αιώνα αγωνιζόμεθα από των επάλξεων τούτων […]».
Το σανατόριο από το 1909 έως τον Νοέμβριο του 1962 νοσήλευσε 2.100 ασθενείς, υπό την επίβλεψη του ανθρώπου που έμενε μαζί τους στον ίδιο χώρο και που υπήρξε γιατρός, νοσοκόμος, καθαριστής και μάγειράς τους στις απαρχές του ιδρύματος και μέχρι αυτό να καθιερωθεί. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών το 1964 και θάφτηκε εκεί όπου ήταν θαμμένοι και οι ασθενείς του.
Ποίηση, έρωτας και αγάπη
Ο γιατρός Καραμάνης είναι, βέβαια, μια μυθιστορηματική προσωπικότητα, αλλά τέτοιοι ήταν και οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκε, αρχής γενομένης από τη γυναίκα που παντρεύτηκε.
Η Αννα Καμπανάρη έρχεται στο σανατόριο για να δουλέψει ως νοσοκόμα, βρίσκοντας τη δουλειά σε μια αγγελία, όπως μας αφηγείται ο Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης. Η εναλλακτική της ήταν να πάει σε καθολικό μοναστήρι της Σύρου, αλλά η 16χρονη κοπέλα προτιμά, όχι απλώς να μην εγκαταλείψει τα εγκόσμια, αλλά να χωθεί όσο πιο βαθιά γίνεται σε αυτά. Τρία χρόνια αργότερα θα παντρευτεί με τον γιατρό, παρά την ηλικιακή διαφορά των 30 χρόνων.
Η Αννα και ο Γιώργος Καραμάνης θα ζήσουν μαζί αρκετά ευτυχισμένα χρόνια συνεχούς προσφοράς και θα εμπλακούν σε έναν κύκλο ποιητών, λογοτεχνών και διανοουμένων της εποχής, που επισκέπτονταν συχνά το σπίτι τους, το οποίο ήταν ενωμένο με το σανατόριο. Εκεί θα βρεθούν ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος και η Μάρω Σεφέρη, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Ροζέ Μιλλιέξ, η Λιλίκα Νάκου, η Αθηνά Ταρσούλη και ο Αγγελος Σικελιανός. Τα αρχεία ασθενών του σανατορίου δεν σώζονται, και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ο Καραμάνης τιμούσε το ιατρικό απόρρητο, όμως κυκλοφορεί η φήμη στους ιστορικούς κύκλους ότι ορισμένοι από τους επιφανείς καλεσμένους ενδεχομένως νοσούσαν και οι ίδιοι από φυματίωση.
«Ολη αυτή η ανθρωπότητα που γνώρισα και αγάπησα, με ελάχιστες εξαιρέσεις έρχεται προσκαλεσμένη στο σπίτι μου στο βουνό, άλλοι με χιόνια τα Χριστούγεννα, άλλοι το καλοκαίρι και άλλοι χειμώνα – καλοκαίρι», θα γράψει η Αννα Σικελιανιού στο «Η ζωή μου με τον Αγγελο». «Το σπίτι είναι ευχάριστο, φιλόξενο, μαζευόμαστε πολλοί, το τραπέζι είναι ολημερίς στρωμένο με χίλια καλά, ο καθένας έχει τις ώρες και την ελευθερία του να κάμει της αρεσιάς του και τα βράδια με βάζουν να τους διαβάζω το Αμόκ ή το Γράμμα μιας άγνωστης του Τσβάιχ, που ήτανε τότε στις δόξες του. Και ο Γιώργος έχει πολύ αλλάξει, χαίρεται τη θαλπωρή της συντροφιάς και του γέλιου, γιατί ξεφεύγει λίγο από τη θλίψη της αρρώστιας που θεραπεύει και από τον αυστηρό κανόνα που τάχθηκε».
Η Αννα το 1938 θα γνωρίσει τον Αγγελο. Το 1939 θα πάρει την απόφαση να φύγει μαζί του. Το διαζύγιο θα πικράνει τον Καραμάνη, αλλά η απόφασή της θα γίνει σεβαστή και οι σχέσεις των δύο θα αποκατασταθούν, και μάλιστα η προσωπική τους αλληλογραφία θα φανερώσει την ύπαρξη μιας ανιδιοτελούς αγάπης – την οποία μοιράζεται με τον γιατρό και ο Αγγελος Σικελιανός.
«Πολυαγαπημένε μου, Τούτη η ημερομηνία μου είναι πολύ ιερή ίσως η πιο ιερή γιατί μ’ αυτή λογαριάζω πως άρχισα τη ζωή μου, την ουσιαστική μου ζωή», γράφει η Αννα –πλέον Σικελιανού– στον Γιώργο Καραμάνη, το 1947, για την επέτειο του γάμου της με τον γιατρό. «Σήμερα, έπειτα από 25 χρόνια δοκιμασμένης ζωής, γονατίζω και σ’ ευχαριστώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου, αυτής της ψυχής που εσύ έπλασες και προσανατόλισες προς τα μεγάλα ιδεώδη».
«Φιλιθήκαμε –με δακρυσμένα μάτια από συγκίνησιν– και με τον αγαπητόν μου ΑΓΓΕΛΟΝ. Δεν τον ξαναείδα. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕΤΕΣΤΗ, αιφνηδίως, ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ. Ο ασπασμός εκείνος ήτο και ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ» γράφει ο Καραμάνης για την τελευταία του συνάντηση με τον σύζυγο της πρώην γυναίκας του.
Η Αννα Σικελιανού επισκέφθηκε τον Καραμάνη στο σανατόριο λίγο πριν αυτός φύγει από τη ζωή και, απ’ ό,τι αφηγήθηκε στον γιατρό Κωνσταντίνο Γουργουλιάνη η ίδια, ο Καραμάνης της είχε πει πως εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του.