Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: Η ισότητα έμεινε μεταξεταστέα- Ημερίδα για την καταπολέμηση των διακρίσεων

Στο αμφιθέατρο Σαράτση πραγματοποιήθηκε η εσπερίδα “Έμφυλη Ισότητα και Καταπολέμηση των διακρίσεων στο Πανεπιστήμιο” που διοργανώνει η Επιτροπή Ισότητας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το παρών έδωσε ο αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων κ. Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, η πρώην αντιπρύτανης κ. Ιωάννα Λαλιώτου, διδάσκοντες και διδάσκουσες, εργαζόμενοι και εργαζόμενες, φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Τα  Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα υλοποιούν Σχέδια Δράσης για την προώθηση της Έμφυλης Ισότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή Ισότητας των Φύλων (ΕΙΦ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας  ανέλαβε την ανάπτυξη και σύνταξη του Σχεδίου Δράσης για την Έμφυλη Ισότητα, το οποίο λαμβάνει υπόψιν του το (διεθνές και εθνικό) θεσμικό πλαίσιο που σχετίζεται με την έμφυλη ισότητα, βασίζεται στην ανάλυση διαθέσιμων δεδομένων ως προς το φύλο και διατυπώνει τις βασικές αρχές των δράσεων.

Το νέο πλαίσιο  θέτει ως προτεραιότητα τη δέσμευση στην έμφυλη ισότητα
στην έρευνα και την καινοτομία με έμφαση σε τρία σημεία : α) η ύπαρξη Σχεδίου Δράσης
για την Έμφυλη Ισότητα αποτελεί εφεξής κριτήριο αιρετότητας για ορισμένες
κατηγορίες νομικών οντοτήτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η
ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στο περιεχόμενο της έρευνας και της καινοτομίας
συνιστά κριτήριο ανάθεσης και αξιολογείται σύμφωνα με το κριτήριο αριστείας (εκτός αν
ορίζεται ρητώς διαφορετικά στην περιγραφή του θέματος) και γ) στοχεύει στην προώθηση της έμφυλης ισορροπίας σε όλο το πρόγραμμα με στόχο τη συμμετοχή γυναικών κατά 50% σε όλα τα σχετικά συμβούλια, τις ομάδες εμπειρογνωμόνων, τις επιτροπές αξιολόγησης και εισάγει την έμφυλη ισορροπία στις ερευνητικές ομάδες ως κριτήριο κατάταξης σε περιπτώσεις ισοβαθμίας.

Το σχέδιο  ενθαρρύνει σειρά μέτρων για την καταπολέμηση των διακρίσεων και της βίας εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, την ισότιμη συμμετοχή τους στην εργασία, την εκπαίδευση, την ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στην υγεία και την προστασία της οικογενειακής τους ζωής. Επιπρόσθετα, η Εθνική Στρατηγική αναγνωρίζει την ανάγκη συστηματικής έρευνας και μελέτης των κοινωνικά προσδιορισμένων παραγόντων που ενισχύουν ομοφοβικά και τρανσφοβικά στερεότυπα και αυξάνουν την ανισότητα, τις
διακρίσεις, τους αποκλεισμούς και τη βία.

Έμφυλη κατανομή του προσωπικού
Στο ΠΘ απασχολούνται 654 μέλη ΔΕΠ, 213 μέλη ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ και 165 άτομα ως
διοικητικό προσωπικό. Όπως προκύπτει από τα συνολικά ποσοστά, η κατανομή των γυναικών στις θέσεις απασχόλησης σε σχέση με εκείνη των ανδρών παρουσιάζει σημαντικές ποσοτικές διαφοροποιήσεις. Ωστόσο, αξιοσημείωτες είναι και οι διαφοροποιήσεις στις έμφυλες κατανομές μεταξύ των διαφορετικών ειδών θέσεων απασχόλησης (π.χ. διοικητικό
προσωπικό, διδακτικό προσωπικό) ή στο πλαίσιο των διαφορετικών επιπέδων εργασιακής
ιεραρχίας (π.χ. βαθμίδες μελών ΔΕΠ, θέσεις ευθύνης)
Συνολικά, οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ αντιπροσωπεύουν το 29,2% των μελών ΔΕΠ του ΠΘ και οι άνδρες το 70,8%. Οι γυναίκες αποτελούν το 44,6% των μελών ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ενώ οι άνδρες το 55,4%. Όσον αφορά, τέλος, το διοικητικό προσωπικό, 74,5% αυτού είναι γυναίκες και 25,5% άνδρες. Αξίζει να μελετηθούν σε βάθος και στη βάση ποιοτικών παραμέτρων οι διαφοροποιήσεις στις έμφυλες ανισοκατανομές μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών προσωπικού και ειδικότερα της αξιοσημείωτης διαφοράς μεταξύ μελών ΔΕΠ και διοικητικού προσωπικού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η έμφυλη ανισοκατανομή αντιστρέφεται, ενδεχομένως επιβεβαιώνοντας το στερεότυπο που θέλει τις γυναίκες να συμβάλλουν κατά κανόνα υποστηρικτικά σε θέσεις που είναι επενδυμένες πολιτισμικά με κύρος, συνοδεύονται
συνήθως με υλικά προνόμια και παράγουν γνώση, όπως για παράδειγμα αυτές του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Η εξέλιξη των γυναικών στις διαφορετικές βαθμίδες των μελών ΔΕΠ φαίνεται να συναντά εμπόδια που οφείλουν να μελετηθούν.

Μεγάλες ανισότητες 

Στο σύνολο των σχολών του ΠΘ οι άντρες καθηγητές αντιπροσωπεύουν το 78,4% των
απασχολούμενων στη βαθμίδα καθηγητές/ριες και οι γυναίκες μόλις το 21,6%. Όσο
προχωράμε στη βάση της ιεραρχίας η ανισοκατανομή φαίνεται να αμβλύνεται, χωρίς όμως να υπερβαίνεται. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες αποτελούν το 27,4% της βαθμίδας
αναπληρωτές/ριες καθηγητές/τριες, ενώ οι άνδρες το 72,6%. Στην βαθμίδα επίκουροι/ες καθηγητές/ριες οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 40% της βαθμίδας, ενώ οι άνδρες το 60%.
Τέλος, στη βαθμίδα λέκτορες εφαρμογών οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 27,3% της
βαθμίδας και οι άνδρες το 72,7%. Η ανισότητα της κατανομής, τόσο στις διαφορετικές
βαθμίδες μελών ΔΕΠ όσο και συνολικά, προβληματίζει όσον αφορά τις αιτίες της. Σημαντικό
είναι να μελετηθούν οι ποιοτικές παράμετροι που εμποδίζουν τις γυναίκες να εργάζονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην ακαδημαϊκή έρευνα και να εξελίσσονται υπηρεσιακά, καθώς και με βάση τη μελέτη των παραμέτρων αυτών να αναπτυχθούν στρατηγικές άμβλυνσης των εμποδίων. Για παράδειγμα, όσον αφορά το ζήτημα της ανέλιξης, κρίσιμο παραμένει το ερώτημα εάν η έμφυλη ανισοκατανομή έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις ανέλιξης ή/και ενδεχόμενη διακριτική μεταχείριση.

Διαφοροποιήσεις εμφανίζονται στις έμφυλες ανισοκατανομές και μεταξύ των διαφορετικών
σχολών του ΠΘ. Πιο συγκεκριμένα, στη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών οι γυναίκες
αντιπροσωπεύουν το 25,3% ενώ οι άνδρες το 74,7%. Στη Σχολή Επιστημών Φυσικής Αγωγής Αθλητισμού και Διαιτολογίας οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 33,3%, ενώ οι άνδρες το 66,7%. Στη Σχολή Οικονομικών και Διοικητικών Επιστημών οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 12,8%, ενώ οι άνδρες το 87,2%. Στη Σχολή Επιστημών Υγείας οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 36,6%, ενώ οι άνδρες το 63,4%. Στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 58,4%, ενώ οι άνδρες το 41,6%. Στην Πολυτεχνική Σχολή οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 19,3%, ενώ οι άνδρες το 80,7%. Στη Σχολή Τεχνολογίας οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 10%, ενώ οι άνδρες το 90%. Στη Σχολή Θετικών Επιστημών οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 9,6%, ενώ οι άνδρες το 90,4%. Αξίζει να σημειωθεί πως οι διαφοροποιήσεις αυτές επηρεάζουν σημαντικά το αποτέλεσμα της συνολικής έμφυλης ανισοκατανομής μεταξύ των μελών ΔΕΠ. Την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη υποδεικνύουν ιδιαίτερα οι μεγαλύτερες από τις παραπάνω διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στην έμφυλη ανισοκατανομή εμφανίζεται μεταξύ της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών και της Σχολής Τεχνολογίας. Στην πρώτη –η οποία αποτελεί και τη μοναδική σχολή του ΠΘ στην οποία οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ εμφανίζονται με μικρή διαφορά περισσότερες από τους άνδρες– οι άνδρες αποτελούν το 41,6%, ενώ οι γυναίκες το 58,4%.
Από την άλλη, στη Σχολή Τεχνολογίας οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν μόλις το 10% του
συνόλου των μελών ΔΕΠ. Η διαφοροποίηση αυτή θα πρέπει να μελετηθεί στη βάση ποιοτικών παραμέτρων που αναφέρονται σε στερεότυπα αναφορικά με τις επιδόσεις των γυναικών στις θετικές κατευθύνσεις/επιστημονικά πεδία23 και τη δυνατότητά τους να ακολουθήσουν επαγγέλματα που γίνονται ανδροκρατούμενα, ως αποτέλεσμα των παραπάνω έμφυλων προκαταλήψεων. Η εμβάθυνση στις παραπάνω ανισοκατανομές θα επιτρέψει την ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών άμβλυνσης των έμφυλων ανισοτήτων/διακρίσεων, οι οποίες κρίνονται αποφασιστικής σημασίας για ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα που φιλοξενεί στην πλειονότητά τους σχολές των λεγόμενων θετικών επιστημών.

Ειδικότερη έμφαση ενδεχομένως θα μπορούσε να δοθεί στις διαφοροποιήσεις στις έμφυλες
ανισοκατανομές μεταξύ τμημάτων που στερεοτυπικά αντιστοιχούν σε «ανδρικά» ή
«γυναικεία» επαγγέλματα, κλάδους ή επιστημονικά πεδία. Για παράδειγμα, στο Τμήμα
Μαθηματικών απασχολούνται 4 άνδρες μέλη ΔΕΠ και καμία γυναίκα, στο Τμήμα Φυσικής
απασχολούνται 13 άνδρες μέλη ΔΕΠ και καμία γυναίκα, ενώ στο Παιδαγωγικό Τμήμα
Προσχολικής Εκπαίδευσης απασχολούνται 9 άνδρες και 12 γυναίκες μέλη ΔΕΠ. Στο Τμήμα
Νοσηλευτικής εργάζονται 5 γυναίκες μέλη ΔΕΠ και 3 άνδρες, ενώ στο Τμήμα Ιατρικής 73
άνδρες και 36 γυναίκες. Συνεπώς, παρότι οι έμφυλες διαφοροποιήσεις μοιάζει να
επιβεβαιώνουν τα αντίστοιχα στερεότυπα που θέλουν τις γυναίκες πιο επιδέξιες σε κλάδους
που σχετίζονται με τη φροντίδα και τους άνδρες σε θετικά επιστημονικά πεδία24 ή σε κλάδους που περιβάλλονται με κοινωνική αναγνώριση και υλικά προνόμια, οι «γυναικείοι» κλάδοι δεν φαίνονται να περιφρουρούν τόσο αυστηρά το προβάδισμά τους.