Οι διακοπές των Ελλήνων: Το πιο σύντομο ανέκδοτο

Της Μαρίας Δεδούση

Kάποτε οι Έλληνες ήμασταν «τα καλύτερα πελατάκια» για τις τουριστικές περιοχές, διότι ξοδεύαμε. Τώρα δεν μας θέλει κανείς διότι είμαστε φτωχοί. Πώς να το πάρει ο Ελληνας το ενοικιαζόμενο των 150 και των 200 ευρώ, με 1.000 ευρώ μηνιάτικο που παίρνει; Και για πόσο; Ενα βράδυ; Δύο; Βάλε και τα εισιτήρια/διόδια, πηγαινέλα, βάλε και μια ταβέρνα, πάνε δύο μηνιάτικα.

Η Ελλάδα ζει έναν σύγχρονο εμφύλιο πόλεμο. Από τη μία πλευρά είναι εκείνοι που επωφελούνται από τον καλπάζοντα τουρισμό και από την άλλη είναι εκείνοι που όχι απλώς δεν επωφελούνται, αλλά υποφέρουν. Εκείνοι που αν δεν έχουν ένα ρημαδοεξοχικό να το κάνουν Αirbnb, ή κάποια επιχείρηση σχετική με τον τουρισμό, πλέον για αυτούς οι διακοπές είναι ένα όνειρο θερινής νυκτός.

Δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό το φαινόμενο, τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, αλλά εκεί παίρνουν μέτρα για να το ελέγξουν. Εμείς δεν κάνουμε τίποτε.

Βάλτε τα κάτω, απλά μαθηματικά είναι: σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 77,3% των ευάλωτων νοικοκυριών αλλά και το 40% της υποτιθέμενης μεσαίας τάξης της χώρας, αδυνατούν να καλύψουν τις αναγκαίες δαπάνες τους. Πώς να αποταμιεύσουν και για διακοπές; Ούτε καν για τις κανονικές διακοπές, πόσο μάλλον αυτές που προσφέρουμε πλέον στη χώρα, η οποία φαντασιώνεται συλλογικά ότι είναι ένα απέραντο Costa Navarino και χρεώνει ανάλογες τιμές. Οχι με τις ανάλογες υπηρεσίες, αλλά άλλη κουβέντα αυτή. Σε άλλη έρευνα, το 60,9% απάντησε ότι το κράτος δεν επεμβαίνει αρκετά «και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος». Είναι το μεγαλύτερο ποσοστό που καταγράφεται να θεωρεί κάτι τέτοιο από το 2015.

Στην Ελλάδα καταλήξαμε εδώ και καιρό να έχουμε το χαμηλότερο εισόδημα στην ΕΕ, αλλά με τον υψηλότερο πληθωρισμό και πλέον το κόστος ζωής στη χώρα θα έκανε και Νορβηγό να κοκκινήσει. Πολλαπλασιάστε το τώρα αυτό το κόστος επί τρία τους τουριστικούς μήνες –διότι ο Γερμανός μπορεί να τα πληρώσει– και έχετε το αποτέλεσμα. Μια χώρα στην οποία όλοι έρχονται για διακοπές αλλά ο κάτοικός της θα περάσει το θερμότερο καλοκαίρι από την εποχή του Big Bang, τσιμεντωμένος στο διαμέρισμα, και χωρίς κλιματισμό, διότι το aircon καίει πολύ ρεύμα. Και δεν θα μπορεί να βγει από το σπίτι του, διότι οι τουριστικές τιμές συμπαρασύρουν τα πάντα.

Παράλληλα, η σεζόν μακραίνει, βοηθάει και ο καιρός, έχουμε τουρίστες σχεδόν όλον το χρόνο. Αρα ούτε τον Μάιο βρίσκεις ρουμ κάτω από 100 ευρώ, οι τιμές εξωθούνται ακόμη περισσότερο προς τα πάνω, τα εξοχικά πωλούνται στους ξένους και εσύ θα περιμένεις τον κοινωνικό τουρισμό να σε στείλει στη Σουβάλα τρεις μέρες τον Οκτώβριο, αν έχουν φύγει οι Γερμανοί, που δεν είναι και βέβαιο. Πένητας. Ζητιάνος. Διακοπές στη χώρα σου, την «ωραιότερη του κόσμου» όπως τη διαφημίζουμε, με κουπόνια και ελεημοσύνες.

Θα τα έλεγες όλα αυτά, Μαρία, αν είχες τρία εξοχικά στο Δερβένι να τα κάνεις Αirbnb και να τα χρεώνεις 200 ευρώ τη βραδιά έκαστο; Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι θα τα έλεγα, γι’ αυτό μάλλον και δεν έχω τρία εξοχικά. Και αν είχα, δεν είμαι σίγουρη ότι θα τα χρέωνα 200 ευρώ τη βραδιά. Οπως λέει και μια γνωστή μου που νοικιάζει –σε λογική τιμή– το διαμέρισμά της σε μια καλή περιοχή της Αθήνας, «δεν μπορώ να το νοικιάσω για περισσότερα χρήματα από τον μισθό μου. Είναι ντροπή». Εξαιρέσεις είναι αυτά, όμως. Ο κανόνας είναι άλλος.

Κάποτε οι Έλληνες ήμασταν «τα καλύτερα πελατάκια» για τις τουριστικές περιοχές, διότι ξοδεύαμε. Τώρα δεν μας θέλει κανείς διότι είμαστε φτωχοί. Πώς να το πάρει ο Ελληνας το ενοικιαζόμενο των 150 και των 200 ευρώ, με 1.000 ευρώ μηνιάτικο που παίρνει; Και για πόσο; Ενα βράδυ; Δύο; Βάλε και τα εισιτήρια/διόδια, πηγαινέλα, βάλε και μια ταβέρνα, πάνε δύο μηνιάτικα. Οπότε, ποιος νοιάζεται για τον Ελληνα;

Ο Ελληνας να μη σώσει να πάει διακοπές, σου λέει ο airbnbούχος, ο ταβερνιάρης, ο οτιδήποτε. Δεν τον θέλουμε. Θέλουμε Γερμανούς, Αυστριακούς, Γάλλους, θέλουμε ανθρώπους με λεφτά, οι φτωχοί να κάτσουν σπίτια τους. Και κάθονται. Και η ψαλίδα ανοίγει αντί να κλείνει. Η κυβέρνηση, η οποία απέτυχε ως τώρα να συγκρατήσει –πολλώ δε μάλλον να αναστρέψει– την πολύ δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μέσος Ελληνας, ποντάρει στον τουρισμό διπλά: Πρώτον, για να μπει ζεστό χρήμα στα ταμεία και, δεύτερον, διότι όσοι εισπράττουν από τους τουρίστες θα είναι ευχαριστημένοι και δεν θα διαμαρτύρονται για τη διαρκή οικονομική κατρακύλα των υπολοίπων. Θα βγει κι αυτός ο χειμώνας.

Σκέφτομαι ότι μεγαλώνουμε γενιές Ελλήνων που δεν θα δουν ποτέ τα νησιά του Αιγαίου, αλλά θα ακούσουν για αυτά από τους γερμανούς και τους βρετανούς φίλους τους. Που δεν μπορούν να κάνουν πάνω από ένα τριήμερο διακοπές, και αυτές με ελεύθερο κάμπινγκ στο Αγκίστρι. Σκέφτομαι ότι κανείς δεν δίνει δεκάρα για την πλειονότητα που θα καεί φέτος στο καμίνι, όσο υπάρχουν εκείνοι που θα αλωνίσουν τη Μύκονο, τη Σέριφο και τη Μάνη και θα εμφανίζουμε υπερήφανα τις πληρότητες του 120% σε κρατήσεις. Σκέφτομαι ότι είναι τρομακτικό να ζεις στην Ελλάδα και να μην μπορείς να πας πλέον ούτε λίγες ημέρες τα παιδιά σου στη θάλασσα. Ακόμη πιο τρομακτικό είναι ότι κανείς δεν βλέπει τη μεγάλη εικόνα. Κάποιοι κρύβονται πίσω από το «εγώ μπορώ και δεν με νοιάζει για τους άλλους» και κάποιοι άλλοι πίσω από το «τώρα θα κονομήσουμε και ας καεί το σύμπαν». Κάποιοι τρίτοι κοιτάνε την κατάσταση και προσπαθούν να την μπαλώσουν με τσιρότα. Κάποιοι τέταρτοι «αισθάνονται αδικία» που οι ίδιοι είναι YOLO με διαμερίσματα εκατομμυρίων, ενώ ο μέσος Έλληνας υποφέρει.

Και μετά, υπάρχει και αυτός: ο μέσος Έλληνας. Του έκοψες, σταδιακά, τα τελευταία 15 χρόνια, τα πάντα. Τον έκανες φτωχό, φτωχότερο, πάμφτωχο. Δεν βγαίνει, δεν ψωνίζει, δεν τρώει καλά, δεν κουνιέται, σχεδόν μόνο αναπνέει και δουλεύει για να πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς. Τώρα, του κόβεις και το δικαίωμα να πάει λίγες ημέρες διακοπές στην ίδια του τη χώρα, του στερείς τη μόνη του ανάσα, το καλοκαίρι του. Το εκχωρείς στους ξένους, αποκλείοντάς τον.

Η αλήθεια είναι ότι προσώρας αρκούν οι «εγώ μπορώ» και οι «εγώ κονομάω» για να κυβερνηθεί μια χώρα και να παρουσιάζει μια εικόνα ηρεμίας και σταθερότητας. Οι υπόλοιποι, όμως, παράλληλα, απελπίζονται και εξοργίζονται. Και αυτό δεν τελειώνει ποτέ καλά.

Πηγή: Protagon.gr