Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης με την πολυετή πορεία του και τις εξαιρετικές του ερμηνείες έχει καταφέρει να κερδίσει την αγάπη του κοινού και την αναγνώριση των συναδέλφων του. Από τους ρόλους του στην κωμωδία μέχρι τις δραματικές του ερμηνείες, η συμβολή του στην τέχνη είναι ανεκτίμητη. Τα Γεγονότα συνάντησαν τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη και μίλησαν για την καριέρα του, τις προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει, τις μελλοντικές του προοπτικές και φυσικά τον «Δον Κιχώτη», που ανεβαίνει στην σκηνή του Θερινού Δημοτικού Θεάτρου Βόλου αύριο Δευτέρα, στις 9:30 το βράδυ.
Συνέντευξη στην Ουρανία Σταμούλη
Κύριε Κυριακίδη, φέτος το καλοκαίρι περιοδεύετε σε όλη την Ελλάδα με το έργο «Δον Κιχώτης» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου. Δεν είναι η πρώτη φορά που σας σκηνοθετεί ο κύριος Μπέζος, πώς είναι να συνεργάζεται κανείς μαζί του; Τι να περιμένει το κοινό του Βόλου το βράδυ της Δευτέρα από τη παράσταση «Δον Κιχώτης»;
Πολύ σωστά, με τον Γιάννη έχουμε συνεργαστεί άλλες δύο φορές στο παρελθόν είναι υπέροχο να συνεργάζεται κανείς μαζί του. Είναι ένας επαγγελματίας με φοβερή γνώση, έχει άψογές σκηνοθετικές ικανότητες, απίστευτη πειθαρχία και πραγματικά είναι ο «πάτερ φαμίλιας» των ηθοποιών και γενικότερα των συντελεστών της παράστασης.
Το έργο έρχεται σήμερα να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνίας. Η πρόταση του Θερβάντες μέσω του Δον Κιχώτη είναι να ξεχάσουμε λίγο την ύλη και να στραφούμε προς το πνεύμα. Είναι μεγαλειώδες έργο! Σαν μυθιστόρημα, ήταν μεγάλη καινοτομία γιατί έφερε το διφορούμενο και την αλληγορία ως συγγραφή και έγινε η αφορμή να επηρεαστούν και άλλοι συγγραφείς. Ο Θερβάντες έγραψε ένα έργο το οποίο ξεκίνησε ως σάτιρα για τις ιπποτικές ιστορίες, αλλά κατέληξε μια τραγωδία, μία τραγικοκωμική προσωπική ιστορία. Στην ουσία τι έκανε; Πήρε τον τρελό του χωριού και τον έβαλε να πηγαίνει αντίθετα από τους άλλους, τον έβαλε να κυνηγάει τους ανεμόμυλους… Ο Δον Κιχώτης, κατά την άποψή μου, είναι ένα άκρως συμβολικός χαρακτήρας και άκρως συμβολικό έργο, επισημαίνοντάς μας ότι έχουμε ξεχάσει λίγο τον άνθρωπο στη κοινωνία και πρέπει να τον ξαναθυμηθούμε, γιατί ο άνθρωπος απελευθερώνεται μόνο όταν κυνηγάει το όνειρό του και την περιπέτεια. Ο συγγραφέας πολύ σωστά τονίζει ότι είμαστε γεννημένοι για την περιπέτεια, είμαστε περιπετειώδεις από την ώρα που γεννιόμαστε, από παιδιά. Είμαστε γεννημένοι για να ονειρευόμαστε… γιατί αν αφαιρέσουμε τα πάντα από τον άνθρωπο, μπορεί να επιζήσει, αν του αφαιρέσουμε το όνειρο δεν μπορεί.
Ένα έργο που γράφτηκε το 1600, πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο σύγχρονο το 2024 και να βλέπουμε ομοιότητες και συμπεριφορές που αγγίζουν τόσο πολύ την κοινωνία μας;
Η διαχρονικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι σήμερα ζούμε τα ίδια – ίσως και χειρότερα – από τότε. Μη ξεχνάτε ότι στη τώρα εποχή έχει έρθει η επέλαση της τεχνολογίας, άρα έχουμε εθελοντικά κλειστεί στον εαυτό μας, στα laptop μας και στα κινητά μας. Έχουμε ξεχάσει τι θα πει αλληλεγγύη, άσχετα αν οι πολιτικοί θέλουν να σπέρνουν αυτή τη λέξη στο στόμα μας… Έχουμε ξεχάσει τι θα πει κοινωνία, έχουμε ξεχάσει τι θα πει να ενδιαφερόμαστε για τον γείτονα για την κατάστασή του, για την υγεία του, δεν κοινωνικοποιούμαστε πια. Γι’ αυτό και είναι τόσο σύγχρονο το έργο του Θερβάντες, γιατί έρχεται και μας λέει ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη φαντασία, γιατί μας δείχνει ότι ο ήρωάς του είναι σαν ένα μωρό παιδί. Όπως ένα μωρό παίρνει στα χέρια του ένα λευκό χαρτί και το ονομάζει πλοίο, το λέει ουρανό, το μετατρέπει σε κάτι άλλο με τη φαντασία του, έτσι και ο Δον Κιχώτης μας προτρέπει να γυρίσουμε προς τα μέσα, να αφουγκραστούμε την ψυχή μας και να καταλάβουμε τι ακριβώς είμαστε, γιατί αν δεν το κάνουμε αυτό και μείνουμε μόνο στο εξωτερικό και στα τεκταινόμενα τα κοινωνικά, δυστυχώς θα αποτύχουμε.
Πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα, κύριε Κυριακίδη;
Νομίζω ότι ναι…αλλιώς δεν θα ζούσα αυτή τη στιγμή, αν είχα χάσει και την τελευταία ελπίδα. Ξέρετε, όταν αφορίζουμε κάτι πρέπει να προτείνουμε και κάτι. Η δική μου πρόταση είναι ότι πρέπει να στραφούμε στην εκπαίδευση. Κατ’ εμέ πρέπει να βάλουμε τον Σαρτρ στα σχολεία, πιστεύω ότι ο υπαρξισμός μπορεί να κάνει πολύ καλό πλέον σε όλες τις κοινωνίες.
Υπάρχει κάτι που σας βρίσκει αντίθετο με τον ρόλο;
Κοιτάξτε, επειδή είμαι καλλιτέχνης και αυτές είναι δικές μας συνιστώσες, νομίζω δεν με βρίσκει κάτι αντίθετο. Καταλαβαίνω τον Θερβάντες και καταλαβαίνω τι δρόμους ανοίγει σε εμένα αυτός ο ρόλος. Πως θα μπορούσα να είμαι αντίθετος σε όλα αυτά που κάνει αυτός ο υπέροχος χαρακτήρας;
Ποιες πτυχές βρίσκετε συναρπαστικές στον Δον Κιχώτη;
Καταρχάς το θάρρος του και η στροφή του προς το πνεύμα. Αυτός ο άνθρωπος απαρνήθηκε τα περιουσιακά του στοιχεία για να αγοράσει βιβλία, να μελετήσει, και αποφάσισε να χρίσει τον εαυτό του ιππότη, πλανόδιο ιππότη, κάτι το οποίο ήταν πολύ σύνηθες την εποχή εκείνη. Ο Θερβάντες δεν «γέννησε» απλά έναν ήρωα από το μυαλό του, την κοινωνία του παρατηρούσε και έγραψε το έργο. Στην περίπτωση του Δον Κιχώτη έχουμε και την ιδιαιτερότητα το ότι υπάρχει παθολογικό πρόβλημα, σίγουρα έχει μια πάθηση, θέλουμε δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Ο Θερβάντες μας παρουσιάζει τον τρελό του χωριού που θα βγει και θα πάει κόντρα στα πάντα. Εγώ συγκινούμαι και μόνο που τον ακουμπάω και μόνο που μπορώ να πω με το στόμα μου κάποια λόγια αυτού του ανθρώπου και για αυτό το λατρεύω.
Τελικά ήταν ο τρελός του χωριού ή μήπως ήταν ο λογικός του χωριού;
Ακριβώς αυτό που λέτε… Είναι και τα δύο μαζί. Αν το δούμε απ’ έξω, είναι ο τρελός του χωριού και ο Θερβάντες έτσι θέλει να τον παρουσιάσει, γιατί είναι πολύ γοητευτικός και ο τρελός του χωριού. Βέβαια είναι ο τρελός που δεν θα κάνει κακό, είναι ο τρελός που κυνηγάει την καλοσύνη, κυνηγάει τον έρωτα, κυνηγάει την αλληλεγγύη, πιστεύει στον άνθρωπο και έχει αυτή την γοητευτική παιδικότητα να εξιδανικεύει τους πάντες γύρω του, όπως την γειτόνισσά του την Δουλτσινέα, που ενώ εκτρέφει γουρούνια αυτός τη βλέπει μέσα στο άσπρο της φόρεμα να του τραγουδάει.
Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να αποκομίσει ο θεατής στο τέλος κάθε παράστασης. Με τι συναισθήματα θέλετε να φύγει από το θέατρο;
Καταρχάς θέλω να διασκεδάσει. Από κει και πέρα το κοινό πρέπει να προβληματιστεί και προβληματίζεται, γιατί η δική μας παράσταση δεν είναι απλά μία κωμωδία, είναι μία παράσταση όπου υπάρχει απίστευτη συγκίνηση, υπάρχει ένας λυρισμός.
Αυτό που θα μπορούσα να προτείνω στους αναγνώστες σας που θα έρθουν να δουν την παράσταση σε οποιαδήποτε πόλη, είναι να ακούσουν καλά το έργο, να δουν τη προτροπή που υπάρχει από τον Δον Κιχώτη να στραφούμε στην ποίηση… και αυτό επιχειρούμε εμείς οι καλλιτέχνες πάνω στη σκηνή κάθε βράδυ, βγάζουμε ποίηση και ο θεατής την μεταφράζει όπως θέλει. Πλέον, με σιγουριά μπορώ να πω ότι αυτό που κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί, σε οποιοδήποτε έργο, οποιοσδήποτε ηθοποιός λειτουργεί ως αντιβίωση σε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Είναι βάλσαμο στην ψυχή του θεατή να έρχεται και να μας παρακολουθεί γιατί περνάει υπέροχα μιάμιση ώρα και φεύγοντας αναλογίζεται τι είδε. Στη δική μας παράσταση και εξαιτίας του έργου, ο θεατής έχει να αναλογιστεί πάρα πολλά. Καταρχάς ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που τον χλεύαζαν όλοι και τον ζήλευαν γιατί δεν καταλάβαιναν ότι ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να πει πράγματα που οι άλλοι δεν τολμούσαν. Άρα το μήνυμα είναι «απελευθερωθείτε, ανοιχτείτε προς την φαντασία και στους μύθους για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σαν ανθρωπότητα, γιατί με τους χρηματιστηριακούς όρους δεν μπορούμε να ζήσουμε».
Τι αποκομίζετε εσείς στο τέλος κάθε παράστασης;
Κάθε παράσταση που παίζουμε κάθε βράδυ είναι ξεχωριστή, εντελώς ξεχωριστή! Καταλαβαίνω ότι το κοινό είναι πανέξυπνο, δεν το ξεγελάς με τίποτα και έχεις στην ευθύνη να αποδώσεις αν μη τι άλλο το 99% των δυνατοτήτων σου. Αυτό που αποκομίζω εγώ είναι η καθημερινή συναναστροφή μου με τον Δον Κιχώτη, πέρα του κοινού και το πώς το εισπράττει, είναι ότι με γεμίζει προβληματισμούς. Κάθε μέρα είναι ένα πεδίο έρευνας ο Δον Κιχώτης, άσχετα αν σχεδόν παίζουμε την ίδια παράσταση κάθε βράδυ – που δεν είναι ποτέ ίδια η παράσταση. Τα “γιατί” που μου γεννιούνται, αν το σκεφτώ πολύ σοβαρά, έρχονται και συναντάνε τα “γιατί” του Θερβάντες. Θα νιώσουμε ποτέ ελεύθεροι; Πρέπει να νιώσουμε ελεύθεροι! Έτσι, λοιπόν, και εγώ κυνηγάω την ελευθερία μου.
Την έχετε βρει;
Όχι, ακόμα. Η ελευθερία δεν είναι να πράγμα, έχει πολλές συνιστώσες. Θέλει πολλή προσπάθεια, πολλή καλλιέργεια και πολλή σκέψη.
Σας ακούω να μιλάτε για τον Δον Κιχώτη με πολύ όμορφα λόγια και πολύ πάθος, έχω την εντύπωση ότι τον αγαπάτε πολύ τον ήρωα αυτόν.
Πάρα πολύ! Καταρχάς, το μυθιστόρημα το έχουμε διαβάσει όλοι -ελπίζω- από τα παιδικά μας χρόνια, τα εφηβικά μας, τα χρόνια των σπουδών μας. Αλλά, από κει και πέρα, όταν έρχομαι αντιμέτωπος με το να υποδυθώ αυτόν τον ήρωα, ταυτόχρονα αναλαμβάνω και μια μεγάλη ευθύνη και όσο μεγάλη είναι η ευθύνη τόσο πιο πολύ εγώ χαίρομαι και παθιάζομαι.
Φέτος συνεργάζεστε με σπουδαίους καλλιτέχνες, την Νάντια Κοντογεώργη, τον Θανάση Τσαλταμπάση και την Παρθένα Χοροζίδου. Πώς είναι η συνεργασία σας μαζί τους, περνάτε ωραία στις περιοδείες σας;
Και δεν είναι μόνο αυτοί που αναφέρατε, είναι και ο υπόλοιπος θίασος. Πραγματικά φέτος είναι μία ευτυχής συγκυρία γιατί έχουμε μαζευτεί όλοι οι καλλιτέχνες για έναν στόχο, την αποτελεσματικότητα της παράστασης. Είμαστε αφοσιωμένοι σε αυτό που κάνουμε και χαιρόμαστε όλοι μας πάρα πολύ όταν έχει αποδοχή από τον κόσμο. Είμαι ευτυχής όταν βρίσκομαι, ειδικά με αυτούς τους τέσσερις που αναφέρατε αλλά και με τον υπόλοιπο θίασο. Ο καθένας βάζει το δικό του λιθαράκι στο αποτέλεσμα της παράστασης και είναι τόσο καλά οργανωμένο που μόνο χαρούμενος είμαι για τη φετινή μου συνεργασία.
Στις περιοδείες μας περνάμε φανταστικά! Δυστυχώς, αλλάζοντας κάθε μέρα πόλη δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Εγώ μένω στο ότι έχουμε καλή παρέα και περνάμε πάρα πολύ όμορφα και έξω από το θέατρο.
Οι ρόλοι που έχετε υποδυθεί στα χρόνια της καριέρας σας, πόσο έχουν επηρεάσει την προσέγγισή σας στην υποκριτική και πώς έχουν επιδράσει στην προσωπικότητά σας;
Η καριέρα είναι καριέρα. Από κει και πέρα υπάρχει το κομμάτι της δουλειάς του επαγγελματία ηθοποιού. Θα μπορούσα να αφήσω εύκολα τη λαοφιλία μου και το πόσο γνωστός και διάσημος είμαι να με επηρεάσει και να μην εξελίσσομαι στο κομμάτι της υποκριτικής. Επειδή, όμως, πιστεύω περισσότερο στην έρευνα – πιο πολύ επενδύω στη δουλειά μου και στην εξέλιξη μου ως ηθοποιός, παρά στην καριέρα μου. Η καριέρα ήρθε από μόνη της, δεν την επιδίωξα ποτέ, ούτε τώρα την επιδιώκω. Αν 40 χρόνια τώρα απλά καρπούμουν τις δάφνες, θα με έτρωγαν οι σκόροι, θα έμενα στάσιμος, δεν θα είχα καμία εξέλιξη και δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο για τον εαυτό… Γι αυτό και η καριέρα και η φήμη μου μπαίνουν σε δεύτερο παρονομαστή από ότι η ίδια η δουλειά. Θέλω δηλαδή κάθε φορά να έχω να προτείνω κάτι με την τέχνη μου και αν κάποια στιγμή δεν θα έχω να προτείνω, τότε θα πρέπει να σταματήσω.
Είστε από τους καλλιτέχνες που δουλεύουν ασταμάτητα, χειμώνα καλοκαίρι. Ενώ έχετε τη δυνατότητα να δουλεύετε τον χειμώνα σταθερά στο θέατρο και στην τηλεόραση και το βράδυ να επιστρέφετε σπίτι σας, εσείς επιλέγετε να ακολουθήσετε τις καλοκαιρινές περιοδείες με τις αλλαγές των πόλεων, τις υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τα βαριά ρούχα που φοράτε πάνω στη σκηνή… Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχετε νιώσει την ανάγκη για ξεκούραση;
Θα μπορούσα κάλλιστα να το πω αυτό, αλλά όταν έχω ισχυρό κίνητρο όπως είναι ο Δον Κιχώτης δεν λογαριάζω. Ήταν διακαής πόθος να κάνω αυτό το έργο, δεν ήρθε κάποιος να μου πει “έλα πάμε να ανεβάσουμε μία παράσταση να βγάλουμε λεφτά”. Ήταν δική μου διάθεση, και ανάγκη, και αγάπη, και επιθυμία, να παίξω τον συγκεκριμένο ρόλο. Από κει και πέρα δεν θα λογαριάσω ούτε την ζέστη, ούτε την κόπωση, ούτε τίποτα. Απολαμβάνω το να βρίσκομαι σχεδόν κάθε βράδυ παρέα με τον Δον Κιχώτη, όση κούραση και να υπάρχει, δεν με επηρεάζει ούτε με καταβάλει. Είναι ευχάριστο να καταλαβαίνεις ότι το κοινό δέχεται θετικά αυτό που έχεις κάνει, για μένα – και είναι πολλοί σαν και εμένα- κάθε μέρα είναι ένα στοίχημα που βάζω. Κάθε φορά που τελειώνει μία παράσταση, αφήνω μία ανάσα και λέω “ουφ και σήμερα πήγε καλά”. Είναι σαν να δοκιμάζομαι κάθε μέρα. Και αυτό είναι ευλογία, σημαίνει ότι εξασκούμαι μέσα μου, ότι έχω συνείδηση, ότι έχω καλαισθησία, έχω αντίληψη, δεν ναρκώνω τα συναισθήματα μου, είμαι και ευτυχής για αυτό.
Μικρότερος δεν είχα νιώσει την ανάγκη για διάλειμμα ή για ξεκούραση. Τώρα που μεγαλώνω σιγά-σιγά αρχίζω και το επιδιώκω, αλλά από την άλλη αν μου γίνει μία πρόταση ή αν το μυαλό μου σκεφτεί κάτι για το επόμενο καλοκαίρι δεν θα μπορέσω να πω όχι. Είναι μεγάλο δέλεαρ για μένα να παρουσιάσω ένα έργο με σκοπό και μηνύματα που με αντιπροσωπεύουν.
Από το 1980 που ξεκινήσατε την δουλειά αυτή μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει στο θέατρο και τι έχει αλλάξει σε σας όσον αφορά την υποκριτική;
Έχει αλλάξει η κοινωνία μας, όχι ακριβώς το θέατρο. Για να αλλάξει το θέατρο πρέπει να έρθουν και οι κοινωνικές αλλαγές στον τρόπο αντίληψης των πεπραγμένων, άρα είναι φυσικό επόμενο να προχωράει και η κοινωνία και κατ’ επέκταση και εμείς. Εγώ προχωράω και έχει αλλάξει η αντιμετώπισή μου όσον αφορά όχι τον εαυτό μου, αλλά την ίδια τη δουλειά μου. Ως νέος ηθοποιός ξεκίνησα αλλιώς, έχοντας καταλήξει σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα βλέπω διαφορετικά τη δουλειά μου. Έχω περάσει από όλα τα μεγέθη, από όλα τα είδη θεάτρου, έχω κάνει τα πάντα, εκείνο που έχω καταλάβει είναι ότι όσο και αν αλλάζουν τα θεατρικά ρεύματα, αν εσύ μείνεις πιστός στην εξέλιξη σου μπορείς και να τα ασπαστείς, αλλά και να τα απορρίψεις. Τα τελευταία χρόνια έχει έρθει το μοντέρνο θέατρο, το οποίο δε νομίζω ότι μπορώ να ασπαστώ. Υπάρχουν πολύ αξιόλογοι άνθρωποι που έχουν προσφέρει έργο σε αυτό το είδος θεάτρου, αλλά είναι μια άλλη γλώσσα και μιλάω πάντα για την υποκριτική δεινότητα και την υποκριτική προσέγγιση, γιατί με απασχολεί πάρα πολύ ο ηθοποιός. Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν κάποιες υποκριτικές γενικότητες. Δεν μου αρέσει ούτε να μιλάω, ούτε να παίζω με γενικότητες. Η δουλειά μας, θέλουμε – δεν θέλουμε, έχει εξειδίκευση, έχει μελέτη, έχει αγώνα, γιατί άλλο τι θα μας διδάξουν τα πανεπιστήμια και οι διανοούμενοι- οι οποίοι είναι χρήσιμοι σε μία κοινωνία – και άλλο το πρακτικό κομμάτι της δουλειάς μας. Χρειαζόμαστε βέβαια και τον επιστήμονα να μας φωτίσει και να μας ανοίξει και αυτός δρόμο, αλλά όταν είμαστε επί σκηνής πρέπει να εξελιχθούμε στην πράξη ερμηνευτικά και μόνο. Και εκεί εγώ έχω αμφιβολίες και ενστάσεις σε αυτά που βλέπω πια.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που σας έχει στιγματίσει
Πολλοί ρόλοι με έχουν στιγματίσει. Σίγουρα αν πάω από τη μεριά της κωμωδίας ο Caveman ήταν ένας από αυτούς και αν πάω από τη μεριά του δράματος θα σας έλεγα τον Μπρικ απο την Λυσσασμένη Γάτα. Όμως, ήρθε πέρυσι και ο Θάνατος του Εμποράκου, ο περίφημος Γουίλι Λόμα, που με συγκλόνισε, πραγματικά με στιγμάτισε αυτός ο ρόλος και νομίζω ότι τόλμησα να κάνω και εγώ μία πρόταση ερμηνευτική. Και φυσικά τώρα ο Δον Κιχώτης.
Μονόλογος ή θίασος, τι προτιμάτε;
Είναι δύο διαφορετικές “παιδικές αυλές”, στη μία παίζω με τον εαυτό μου και το κοινό – ήταν διαδραστική παράσταση o Caveman – και από την άλλη παίζοντας με θίασο νιώθω ότι είμαι σε μία “παιδική χαρά” που παίζω με τους φίλους μου, αλλά μία πολύ καλά οργανωμένη “παιδική χαρά” με πειθαρχία και απίστευτη προσήλωση στο στόχο μας.
Δεν μπορώ να αφήσω έξω από την κουβέντα μας την «Μουρμούρα». Μία σειρά που μας κράτησε παρέα για πολλά χρόνια, που κατάφερε να σμίξει ξανά όλα τα μέλη της οικογένειας να καθίσουν να δούν μαζί τηλεόραση.
Έντεκα χρόνια δεν είναι λίγα… Ήταν πραγματικά η δεύτερη μου οικογένεια, περάσαμε πάρα πολύ όμορφα όλες αυτές τις χρονιές. Φανταστείτε ότι τα αστεία και οι ατάκες την ώρα του αυτοσχεδιασμού και της πρόβας γεννιόντουσαν κάποιες φορές από τους καμεραμάν ή από τον φροντιστή. Είχαμε δεθεί πάρα πολύ σαν συνεργάτες, περνούσαμε υπέροχα. Ήταν και το επίπεδο παραγωγής ανεβασμένο, ήταν και οι ηθοποιοί πολύ καλοί και τα gest μοναδικά, όλα ήταν τέλεια. Η Μουρμούρα κατάφερε να μετατρέψει την συνήθεια σε ανάγκη… να πάω κάθε μέρα στο γύρισμα για να παίξω και εγώ με τους υπόλοιπους. Γίναμε απαραίτητοι στην ελληνική οικογένεια και αυτό είναι κάτι που με χαροποιεί. Με σταματούσαν άνθρωποι στο δρόμο και μου έλεγαν “ευχαριστώ” που τους κρατούσαμε παρέα την περίοδο του εγκλεισμού, μου έλεγαν “ευχαριστούμε που υπάρχετε”. Εχθές μετά το τέλος της παράστασης ήρθε ένα παιδί 16 χρονών και μου είπε “εσείς με μεγαλώσατε”. Καταλαβαίνετε, ότι με δυσκολία τώρα το σταματήσαμε, αλλά τι να κάνουμε; Ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν το τέλος της Μουρμούρας.
Με την σύζυγό σας, την κ. Έφη Μουρίκη, έχετε κάνει κάποιες συνεργασίες μαζί, όμως δεν εκμεταλλευτήκατε καθόλου τη σχέση σας ώστε να περάσετε στο κοινό ως θεατρικό ζευγάρι.
Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μας κάτι τέτοιο. Η Έφη είναι αυτόνομη, δουλεύει διαφορετικά από μένα, έχουμε συνεργαστεί κάποιες φορές αλλά όταν εγώ επέλεξα να στραφώ στην κωμωδία, εκείνη προτίμησε να μην ακολουθήσει. Για μία δεκαετία δεν συνεργαστήκαμε, μέχρι που κάναμε την Παγίδα και στη συνέχεια τον Θάνατο του Εμποράκου, που υπήρχε ρόλος για την Έφη. Στον Δον Κιχώτη, βλέπετε ότι δεν ακολουθεί. Δεν είναι απαραίτητο να είμαστε συνεχώς μαζί, αλλά στο εγγύς μέλλον μάλλον θα παίξουμε μαζί και θα παίζουμε μαζί όποτε υπάρχει ρόλος και όποτε το έργο μπορεί να υποστηρίξει και τους δυο μας. Δεν επιδιώξαμε ποτέ να γίνουμε θεατρικό ζευγάρι. Έτσι κι αλλιώς, η Έφη δούλευε σε άλλες παραστάσεις μόνη της. Απολαμβάνω πολύ όταν ειμαι μαζί με τη γυναίκα μου το χαίρομαι πάρα πολύ. Η συνύπαρξη στο θέατρο δεν επηρέασε καθόλου τη ζωή μας, όσο πιο πολύ είμαστε μαζί τόσο πιο πολύ ενθουσιάζομαι, είτε βρισκόμαστε μαζί στη ζωή είτε στη σκηνή. Παίζοντας μαζί, μαθαίνει ο ένας από τον άλλον. Εμένα με γεμίζει, μου αρέσει να είμαι συνέχεια με την γυναίκα μου, την θαυμάζω πάρα πολύ για αυτό που είναι, και σαν προσωπικότητα, και σαν ομορφιά, και σαν καλλιτέχνης. Στην Έφη θαυμάζω τα πάντα.
Ποιο είναι το μάθημα που έχετε πάρει εσείς με τη συνεργασία σας από τους υπόλοιπους ηθοποιούς;
Όταν έχω να κάνω με επαγγελματίες ηθοποιούς, μαθαίνω από αυτούς. Υπάρχουν ηθοποιοί που μου μάθανε πάρα πολλά πράγματα και άθελα τους χωρίς να το υποπτεύονται, εγώ καθόμουν και τους παρατηρούσα. Όταν δουλεύω με τόσο άξιους συναδέλφους, πάντα θα κλέψω ένα κομμάτι από αυτούς για να μπορέσω να το βάλω μέσα μου, να το επεξεργαστώ και να το ξαναβγάλω αργότερα όποτε και όπου μου χρειαστεί. Η δουλειά μας, ξέρετε, δεν είναι ανταγωνιστική, είναι συναγωνιστική. Όταν έχω συμπαίκτη δίπλα μου που είναι καλύτερος από μένα, εξελίσσομαι και εγώ.
Σχέδια για τον επόμενο χειμώνα;
Τον φετινό χειμώνα θα συνεχίσουμε τον Θάνατο του Εμποράκου, έκανα ένα gest στη σειρά Τιμωρό που θα βγει στη τηλεόραση του Alpha και μάλλον θα κάνω μια μικρή σειρά με τον Σωτήρη Τσαφούλια, όμως δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω γι’ αυτό, δεν είναι κάτι ανακοινώσιμο ακόμα.
Ο Δον Κιχώτης ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο, έναν πιο όμορφο κόσμο. Εσείς τι ονειρεύεστε κύριε Κυριακίδη;
Ακριβώς αυτό, ένα καλύτερο κόσμο! Η προσπάθειά μου όλα αυτά τα χρόνια, όση επιρροή και επίδραση μπορώ να έχω στο κοινό, είναι να γίνουμε καλύτεροι ως άνθρωποι και να μάθουμε για τις περίφημες ενδορρήξεις – το αντίθετο της έκρηξης. Η ψυχή μας αντιστέκεται με μικρές ενδορρήξεις – ας τις αποκαλέσουμε και εμείς εκρήξεις εσωτερικές. Αυτές λοιπόν είναι η αποσκευές μας, που θα μας “γυμνάσουνε” στο να γίνουμε καλύτεροι σε αυτή την κοινωνία.
************************************************
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου
Δευτερα 5 Αυγούστου και ώρα 21:30
Δημοτικό Θέατρο Μελίνα Μερκούρη – Βόλος.
Δον Κιχώτης ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης
Σάντσο ο Θανάσης Τσαλταμπάσης
Δουλτσινέα η Νάντια Κοντογεώργη
Μαριτόρνα η Παρθένα Χοροζίδου
Μαζί τους: Γιώργος Χατζής, Σταύρος Μαρκάλας, Ελευθερία Κοντογεώργη, Χρήστος Πούλος – Ρένεσης, Γιάννης Βαρβαρέσος, Νικίτα Ηλιοπούλου, Ιωάννα Ανεμογιάννη
Προπώληση: https://www.more.com/theater/don-kixotis/