Στις 4 Αυγούστου 1841, με έγγραφη αναφορά τους, απευθυνόμενη προς τον Σουλτάνο, 67 Πηλιορείτες ζητούσαν τη χορήγηση άδειας γιά το κτίσιμο νέας πόλης, έξω από τα τείχη του Παλιού Βόλου, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η συνοικία των Παλαιών. Ήταν η αρχή του σημερινού Βόλου!…
Μέχρι τότε στο κάστρο των Παλιών έμεναν περίπου 150 τουρκικές οικογένειες και υπήρχαν λίγα μαγαζιά στην μικρή λωρίδα γης μεταξύ των νοτίων τειχών και της θάλασσας. Η περιοχή ανήκε στον Γιακούμπ Αγά.
Οι ντόπιοι έλληνες έμεναν στον Άνω Βόλο και στα χωριά του Πηλίου.
Οι αιτούντες εκμεταλλεύτηκαν το “τανζιμάτ” που μόλις είχε αρχίσει . Ήταν “μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1839-1876. Η λέξη τανζιμάτ, στην οθωμανική διάλεκτο σημαίνει αναδιοργάνωση, ενώ για τους δυτικούς ερμηνεύτηκε ως εκσυγχρονισμός.”
Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, το οποίο φέρεται να έχει διασωθεί από την οικογένεια Αθανασάκη, είναι το ακόλουθο:
Μεγαλειότατε, Κραταιότατε, Γαληνότατε, Τρισέβαστε και ευσπλαχνικότατε ημών Άναξ.
Εις τους φεραυγούς ροδοκήπους τον ευκλεά και κατ’ επίνευσιν Σην βλαστήσαντα θεσμόν, τον υπό τους αισιωτέρους οιωνούς προαναγγέλλοντα μέλλον λαμπρόν εις άπαντας τους υπό το Σον Κραταιότατον Σκήπτρον διατελούντας πιστούς και εις τον υψηλόν Σου Θρόνον αφοσιωμένους λαούς, επερειδόμενοι οι υπογεγραμμένοι πιστοί Σου Θετταλομάγνητες, έμποροι και λοιποί, επειδή τινές μεν εξ ημών, εκπεπατρισμένοι προ ετών διά πολιτικάς ανωμαλίας όντες (3), περιφερόμεθα πλανήται απάτριδες και άοικοι εντός της Θετταλομαγνησίας και ένεκα τούτου δυστυχούμεν, ως εξ ενός μεν υποκείμενοι εις δαπάνας ουκ ολίγας της περιπλανήσεως και των ενοικίων αναποφεύκτους, εξ ετέρου δε δυσκολευόμενοι εις τον πορισμόν των ζωαρκείων, άλλοι δε καίτοι έχοντες οικίας εις τα ορεινά του τόπου, δυσκολευόμεθα ουχ ήττον εις τας εμπορικάς μας υποθέσεις, ζητούμεν ένεκα τούτων την άδειαν να συνοικισθώμεν εις την παραλίαν του Παγασαίου κόλπου μεταξύ κάστρου Βόλου και ερειπίων της Παλαιάς Δημητριάδος. Όθεν εξαιτούμενοι διά της παρούσης ταπεινής ημών αναφοράς το έλεος και την Υψηλήν συνδρομήν της Σης Μεγαλειότητος παρακαλούμεν να μάς δοθή εγκαίρως η ανακτορική Σου επίνευσις και άδεια μετά της ενισχύσεως και βοηθείας της Βασιλικής Σου κυβερνήσεως.
Περιττόν νομίζομεν, Βασιλεύ, το να αναφέρωμεν ενταύθα ότι η ανέγερσις της νέας ταύτης πόλεως δεν δύναται ειμή να συνάδη εντελώς με τα συμφέροντα του Υψηλού Θρόνου και του εθνικού ταμείου το οποίον τοσούτον μάλλον θέλει ανθείν και ευρίσκεσθαι εις καλλιτέραν κατάστασιν, καθόσον θέλουν ανθείν αι της αυτοκρατορίας πόλεις και κωμοπόλεις και καθόσον θέλουν προοδεύειν αι ήδη ανεγειρόμεναι εις γεωργίαν, βιομηχανίαν, εμπόριον και εις πολιτισμόν.
Πεπειθότες ότι θέλομεν αξιωθήν εγκαίρως της αδείας και Βασιλικής εμπνεύσεως εις την εγκαθίδρυσιν της περί ης ο λόγος νέας χώρας, μένομεν εις τον Σον Υψηλόν και Κραταιότατον Θρόνον αφοσιωμένοι.
Την 4ην Αυγούστου 1841
Οι πιστοί Σου υπήκοοι
(ακολουθούν 67 υπογραφές, μεταξύ των οποίων: Α. Χ”αναγνώστου, Φ.Δ. Αχτσιαλού, Ι. Πολύζος, Γ.Ι. Κολοβός, Γ. Μηλίτζας, Β. Αλεξαντρή, Τ. Κουτούκης Βάκατος, Κ. Τοπάλης, Αθ. Δημητρίου, Ι. Χ”Δημητρίου, Κ. Χ”αγγελής, Γ. Μαραγκλής, Γ.Κ. Μαραγκλής, Κ. Μηλίτζας, Ν. Τσακούμης, Χαρισιάδης, Ι. Σπυρίδης, Ζ. Ιωάννου, Ι.Δ. Αξελός, Γ. Χ”αγγελής, Δ. Βυζάδης, Πολύχρονος Βυζάδης, Δ.Ν. Αμούντζια, Π.Γ. Ποτάκης, Ι. Ζέρβας, Κ. Σίτης)
Η πειθώ και η μαλαγανιά των Πηλιορειτών, αλλά πιθανώτατα και το απαραίτητο χρήμα που έρευσε στο προσωπικό ταμείο του Σουλτάνου είχαν αποτέλεσμα. “Ο Σουλτάνος δέχτηκε τo αίτημἀ τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του βρετανού πρόξενου Η. Suter, οι ντόπιοι, πριν προχωρήσουν στην οικοδόμηση ήταν πολύ προσεκτικοί, και ακολούθησαν όλες τις διαδικασίες που έπρεπε. Ζήτησαν την αποστολή ενός μηχανικού από την Πύλη, που χαρτογράφησε την περιοχή και εκπόνησε «ένα κανονικό σχέδιο, με δρόμους που ορίζονται σε ορθές γωνίες, αντάξια μιας ευρωπαϊκής πόλης » [1].
Το σχέδιο αυτό βλέπουμε σήμερα εδώ. Προέρχεται από το αρχείο του Πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη (Basbakalik Devlet Arsivleri Genel Mudurlugu) και έχει μέγεθος 71×81 cm. Χρονολογείται στα 1842-43. H καθ. Αλεξάνδρα Γερόλυμπου [1] μας λέει oτι η βασική λεζάντα γράφει « Αυτό είναι ένας τοπικός χάρτης του φρουρίου του Βόλου και το λιμάνι , με τις λεπτομέρειες του, το οποίο έχει σχεδιαστεί εκ νέου. Τα γράμματα του παλιού τουρκικού αλφαβήτου υποδεικνύουν τις θέσεις των νέων πέτρινων καταστηματων και τα κτίρια που έχουν γίνει ή είναι υπό κατασκευή, ή για τα οποία έχει δωθεί πολεοδομική άδεια κατά μήκος της ακτής». Η αριστερή πλευρά του σχεδίου δείχνει το παλιό φρούριο της πόλης του Βόλου, που περιβάλλεται από τείχη, με 27 προμαχώνες – ουσιαστικά μικροί πρόβολοι και πύργοι. Το σχέδιο προσφέρει πληροφορίες για την υπάρχουσα περιτειχισμένη πόλη που «αποτελείται από 130 κατοικίες , ένα οπλοστάσιο, ένα κανονικό και ένα εγκαταλελειμμένο εσωτερικό κάστρο, καθώς και δύο τζαμιά, λουτρά (χαμάμ) και στρατώνες πυροβολικού». Έξω από τα τείχη, στην περιοχή που κατεβαίνει προς τη θάλασσα, σημειώνει το σχέδιο «καταστήματα και σπίτια και εργαστήρια και ένα αστυνομικό τμήμα, καθώς και κρασοπωλεία, και ταβέρνες », και μπροστά από το λιμάνι η καραντίνα, καθώς και «η αγορά του Βόλου, με τα καταστήματα και εργαστήρια» . «Κατοικίες και καταστήματα» αναφέρονται δίπλα στο νότιοανατολικό πύργίσκο του κάστρου, ενώ «χωματουργικές εργασίες» προστατεύουν την πόλη από τη θάλασσα. Στα ανατολικά του φρουρίου, ξεκινώντας από τον «καταυλισμό των τσιγγάνων, αρχίζει ο δρόμος προς το νέο οικισμό. Μετά το γεφυράκι που διασχίζει την «τάφρο», «η περιοχή είναι γνωστή ως Kovalik και ανήκει σε μουσουλμάνους ιδιοκτήτες οι οποίοι ζήτησαν την άδεια να την ανακατασκευάσουν».
Σε απόσταση ακριβώς 500 μέτρων από το νότιοανατολικό πύργο ο δρόμος περνάει από ένα πέτρινο σημάδι που βρίσκεται στην ακτή, και σημειώνεται στο σχέδιο με μια διακεκομμένη γραμμή κάθετη προς την ακτή. Αυτο το « σημάδι τοποθετήθηκε από τον παλιό διοικητή του στρατού, τον αείμνηστο Ρεσίντ Πασά, και δείχνει τα όρια εντός των οποίων (από το κάστρο μέχρι εκεί) δεν επιτρέπεται να κατασκευαστούν κτήρια» . Από αυτή τη γραμμή και ανατολικά εκτείνεται η περιοχή στην οποία το νέο σχέδιο θα πρέπει να σχεδιάζονται τα κτίρια της καινούργιας πόλης.
Η προς ανάπτυξη περιοχή χαρακτηρίζεται ως «Νέα Μαγαζιά» και είναι αρκετά περιορισμένη σε έκταση. Αποτελείται από δύο οριζόντιες ζώνες κατά μήκος της ακτής, όπου κτίρια επρόκειτο να κατασκευαστούν, που χωρίζονται από ένα φαρδύ δρόμο (με την ένδειξη απλά «Δρόμος»). Η παράκτια ζώνη είναι περίπου 600 μέτρα σε μήκος και 25 μέτρα σε πλάτος. Το εύρος του μοναδικού δρόμου είναι περίπου 20 μέτρα. Η συνολική επιφάνεια της νέας πόλης (συμπεριλαμβανομένου και του δρόμου) φαίνεται ότι ήταν περίπου 4 στρέμματα σε αυτό το στάδιο (1841-1848). Εάν υπάρχει κάποια αλήθεια στον ισχυρισμό ότι ο αρχικός οικισμός περιελάμβανε περίπου 80 κτίρια, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μέσο μέγεθος κάθε οικοπέδου ήταν περίπου 300 τετραγωνικών μέτρων.
Πηγή: Η Μαγνησία Στο Πέρασμα Του Χρόνου