Η ενέργεια της Επιδαύρου- Άνθρωποι που «πάτησαν» το Αρχαίο Θέατρο θυμούνται…

Η Αρχαία Επίδαυρος κυκλωμένη από θάλασσα, πεύκα, πορτοκαλιές και μανταρινιές, χτισμένη στους πρόποδες του Αραχναίου, είναι ένας τόπος μαγικός που προσελκύει τα βλέμματα του καλλιτεχνικού κόσμου και του αρχαίου δράματος κάθε καλοκαίρι, από το 1955 οπότε και καθιερώθηκε το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. Η τέλεια ακουστική του θεάτρου της, το πέτρινο κοχύλι, όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς, η αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, η θέση του δίπλα στο ιερό του Ασκληπιείου είναι στοιχεία που προκαλούν δέος και συγκίνηση σε ηθοποιούς και επισκέπτες.

Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024 φιλοξένησε αστέρες διεθνούς βεληνεκούς αλλά και νέα ονόματα που βρίσκονται στην αιχμή της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνοδοιπόρος του φέτος είναι η ΔΕΗ, που ως Μεγάλος Χορηγός στηρίζει ενεργά τον σπουδαίο πολιτιστικό θεσμό της χώρας, αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία του πολιτισμού στη διαμόρφωση ενός καλύτερου αύριο.

Η ηθοποιός Κάτια Γέρου, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς, η ηθοποιός/σκηνοθέτις Λυδία Κονιόρδου, ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής και η ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα μοιράζονται σκέψεις τους για την ενέργεια του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου. Άνθρωποι που πάτησαν καλλιτεχνικά το πόδι τους στο ιερό αυτό μέρος, μας μεταφέρουν λίγη από την ενέργειά του… 

Κάτια Γέρου: «Αν σ’ αυτό το θέατρο δεν σκιαχτείς και δεν σε τρομάξει, γίνεται μια αγκαλιά»

Στα 23 της χρόνια, όταν μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Θεάτρου του Κάρολου Κουν, βρέθηκε για πρώτη φορά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, υποδυόμενη την Κασσάνδρα στις Τρωάδες. Ένας ρόλος που της ανατέθηκε από τον Κάρολο Κουν και έμελλε να γίνει μία από τις πιο αξέχαστες εμπειρίες της ζωής της:

«Θυμάμαι με δέος εκείνη την ημέρα. Δεν είχα πάει ποτέ πιο πριν στην Επίδαυρο και την επισκέφτηκα λίγους μήνες πριν την παράσταση. Πήγα μόνη μου με το λεωφορείο για να δω και να νιώσω. Βλέποντας αυτό το υπέροχο “κοχύλι”, αυτή την υπέροχη αχιβάδα που απλωνόταν μπροστά ένιωσα συγκίνηση», μοιράζεται η Κάτια Γέρου στην κουβέντα μας. Και όταν είσαι ένας νέος ηθοποιός, κάνοντας τα πρώτα σου βήματα, παίρνοντας τις πρώτες σου θεατρικές ανάσες μπροστά στο κοινό, η Επίδαυρος είμαι σίγουρη πως φαντάζει επιβλητική:

«Όταν βρεθεί κανείς στην Επίδαυρο τα συναισθήματα είναι πολύ αντικρουόμενα, ειδικά όταν είναι κάποιος νέος. Αν σε αυτό το θέατρο δεν σκιαχτείς και δεν σε τρομάξει, γίνεται μια αγκαλιά. Η ηρεμία του, η γλυκύτητα, η γενναιοδωρία του, το προστατευτικό πλέγμα που φτιάχνει για τους καλλιτέχνες του, είναι απίστευτο.

Από την άλλη πλευρά, για να μπορέσει ένας καλλιτέχνης, στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στην αξία του χώρου, νιώθω ότι χρειάζεται μια διαστολή της ψυχής, της σκέψης, των αισθημάτων, του σώματος και της φωνής. Αλλά, όταν ακούμε τη λέξη διαστολή φανταζόμαστε κάτι που σε φθάνει στα όριά σου, σε στρεσάρει για να ανοίξεις από το ταπεινό κορμί σου και την ταπεινή φωνούλα σου. Αυτό όμως δεν πρέπει να συμβαίνει. Και εδώ εντοπίζεται η μεγάλη δυσκολία. Να γνωρίζεις ότι πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλες σου τις δυνατότητες, αλλά με μια ηρεμία».

Σκεπτόμενη την εμπειρία της Επιδαύρου θα αναλογιστεί τους αναστενάρηδες που μέσα στη φωτιά, ανάμεσα στα κάρβουνα τραγουδούν και κουνάνε το μαντήλι τους με απόλυτο σεβασμό και πειθαρχία σε αυτή την πανάρχαια τελετουργία:

«Όταν φθάνουμε στην Επίδαυρο νιώθουμε ότι συμμετέχουμε σε μια πανάρχαια τελετή που απαιτεί νηφαλιότητα, κρυστάλλινη λογική και έκσταση. Όλα αυτά είναι στοιχεία της ιδιότητας του καλλιτέχνη. Ειδικά του ηθοποιού».

Η καλλιτεχνική εμπειρία της Επιδαύρου, «η γυμνή ευάλωτη φωνή» για την Κάτια Γέρου μοιάζει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, «συμμετέχεις με άκρα ταπεινότητα χωρίς άγχος, χωρίς υπεροψία προσπαθώντας να ξεπεράσεις τα όριά σου, συνεχίζοντας την αλυσίδα όλων αυτών των εξαίρετων ανθρώπων που έχουν συμμετάσχει πριν από σένα, βάζοντας και εσύ ένα μικρό λιθαράκι. Η Επίδαυρος είναι ένας αγώνας δρόμου, ένας αγώνας άγιος».

Δημήτρης Καραντζάς: «Eίναι ένας αριστουργηματικός τόπος. Το πιο γαλήνιο και φιλόξενο θέατρο που έχω βρεθεί στη ζωή μου»

Φωτό: Εβίτα Σκουρλέτη

Ανέβασε την πρώτη του παράσταση στην Επίδαυρο σε ηλικία μόλις 26 ετών. Πρόκειται για την παράσταση Ελένη του Ευριπίδη, προσκεκλημένος από τον Γιώργο Λούκο και τη Δηώ Καγγελάρη κατατάσσοντας τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά έναν από τους νεότερους σκηνοθέτες που έχουν παρουσιάσει έργο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

«Eίναι ένας αριστουργηματικός τόπος. Το πιο γαλήνιο και φιλόξενο θέατρο που έχω βρεθεί στη ζωή μου. Θυμάμαι την πρώτη εκείνη φορά πως ήμουν σε απόλυτο πανικό, σε υπερβολικό άγχος και αϋπνία. Όλα αυτά μαλάκωσαν στην πρώτη πρόβα», μου αναφέρει ανασύροντας μνήμες από εκείνη την πρώτη φορά. Συνεχίζοντας:

«Ο τόπος, η ησυχία τόσο μακριά από πόλεις, δρόμους και το ταραγμένο πηγαινέλα των ανθρώπων σε συνδυασμό με την αδιανόητη αρχιτεκτονική του θεάτρου, με μάγεψαν και επανέφεραν μόνο στην ουσία της δουλειάς μου. Έφυγε αμέσως οποιαδήποτε αγωνία , όλα τα άγχη του πως θα προσλάβουν την παράσταση και όλα τα περιττά. Ο ίδιος ο τόπος με ανασυνέταξε και με επαναπροσανατόλισε στη δουλειά, με ενέπνευσε να αλλάξω πράγματα και να ξαναβρώ το κέντρο μου».

Θα αναπολήσει και τις ξεχωριστές βραδιές όταν τα φώτα όλα σβήνουν, οι μυθικοί ήρωες ξαναμπαίνουν στις σελίδες και όλα μοιάζουν και πάλι απομαγεμένα. Ή όχι;

«Κάτι που δεν ζουν εύκολα οι θεατές της Επιδαύρου είναι οι μαγικές στιγμές το ξημέρωμα, με αυτό το αριστουργηματικό μνημείο άδειο, και μόνο τους ηθοποιούς στην ορχήστρα. Είναι μια εμπειρία που δεν συγκρίνεται με τίποτα. Και που καμιά σχέση δεν έχει με την αρένα που εύκολα μπορεί να γίνει το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, όταν γεμίζει».

Και συνεχίζει τις σκέψεις του για αυτό τον τόπο που ίσως ποτέ οι πρόγονοί μας να μην είχαν σκεφτεί την ανθεκτικότητά του στον χρόνο. Και αλήθεια ποια η γνώμη του για το αμφιλεγόμενο ζήτημα της χρήσης μικρoφώνων σε αυτό το μοναδικό, από άποψης ακουστικής χώρου;

«Το μνημείο αυτό, δεν είναι μια απρόσιτη ανασκαφή επισκέψιμη από μακριά είναι και ένας ζωντανός τόπος. Ένας χώρος που υποδέχεται παραστάσεις ακόμη, εν έτει 2024, άρα συνομιλεί ακόμη με την εποχή, την τεχνολογία της, τις τάσεις, την εξέλιξη του θεάτρου (είτε προς το χειρότερο, είτε προς το καλύτερο). Έτσι το αναχρονιστικό ερώτημα περί μικροφώνων, χρήσης πολυμέσων οπτικοακουστικών κλπ. μοιάζει εντελώς εκτός εποχής και πραγματικής έγνοιας για την τέχνη. Δεν μπορώ να ξαναπαντήσω σε ερώτηση σχετικά με τη χρήση μικροφώνων, από τη στιγμή που χρησιμοποιούμε προβολείς (μια παλαιότερη τεχνολογική ανακάλυψη). Αν θέλουμε ένα ενεργό θέατρο, η κάθε καλλιτεχνική πρόταση θα επιστρατεύει τον εξοπλισμό που ορίζει το εκάστοτε όραμα. Και λυπάμαι που μεγάλοι δάσκαλοι και διαμορφωτές του Θεάτρου, επέλεξαν πρόσφατα εμμέσως να επιτεθούν σε νεότερους τους καλλιτέχνες, υπονοώντας ότι είναι ανεπαρκείς, αυτοί ή οι ηθοποιοί τους, επειδή απλώς έχουν άλλο όραμα για το θέατρο.

Και μακάρι να συνεχίσουμε να βλέπουμε σ’ αυτό το ενεργό μνημείο προτάσεις ριζοσπαστικές, γιατί μεγαλύτερο από το προσωπικό μας όφελος, είναι το προχώρημα του Θεάτρου. Η Επίδαυρος είναι το ωραιότερο θέατρο του κόσμου, με μικρόφωνα ή χωρίς».

©Michalis Kloukinas

Λυδία Κονιόρδου: «Είναι αυτή η κοινή μαρτυρία που έχουμε τόσο ανάγκη αλλά και η γενναιοδωρία του να μοιράζεσαι κάτι ακριβό»

Η Λυδία Κονιόρδου ερμηνεύει τον Πελασγός στις «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη | © Γιώργος Καλφαμανώλης

Η πρώτη της επαφή με το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου έγινε αμέσως μόλις τελείωσε τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν με την παράσταση Φοίνισσες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μινωτή, ως μέλος του Χορού. Είχε αναλάβει να υποδυθεί τον ρόλο της Αντιγόνης. Ένιωσε μεγάλη αγωνία και φόβο σε αυτή την πρώτη αναμέτρηση αναφέροντας στο ελc:

«Ήταν μια εμπειρία τραυματική. Αν δεν με δεχόταν ο Κουν στον θίασό του νομίζω ότι θα εγκατέλειπα το θέατρο. Όμως μετά με τη διδασκαλία του Κουν, σταδιακά ήρθα σε ειρήνη με το θέατρο, το άφησα να μου μιλήσει, να με οδηγήσει, να μου αποκαλύψει τα μυστικά του. Έτσι έπαψα να το φοβάμαι. Η ταπείνωση μου, μου έφερε τη λύτρωση. Γιατί, αντί να θέλω να κατακτήσω το θέατρο, έσκυψα το κεφάλι, εγκαταλείφθηκα σε αυτό, και αυτό γενναιόδωρα με ανύψωσε σε περιοχές που δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να βιώσω».

Η Λυδία Κονιόρδου έχει συμμετάσχει σε πολλές παραγωγές στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, έχοντας πρωταγωνιστήσει σε διάφορες παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος ανάμεσά τους η Αντιγόνη του Σοφοκλή, οι Βάκχες του Ευριπίδη στον ρόλο της Αγαύης, η Αντιγόνη του Σοφοκλή στον ομώνυμο ρόλο, οι Τρωάδες του Ευριπίδη στον ρόλο της Εκάβης και πολλές ακόμα συνεργαζόμενη με τους σπουδαίους σκηνοθέτες Θεόδωρο Τερζόπουλο, Μιχάλη Κακογιάννη, Σπύρο Ευαγγελάτο, Λευτέρη Βογιατζή και Μίνωα Βολανάκη.

«Κάθε φορά που πηγαίνω στην Επίδαυρο, είτε ως θεατής είτε ως ηθοποιός- σκηνοθέτης με καταλαμβάνει ένα πολύ βαθύ συναίσθημα. Από τα πρώτα χρόνια μέχρι και τώρα, είναι σαν να ετοιμάζεται όλο μου το ψυχοσωματικό σύστημα να βιώσει κάτι εξαιρετικό, μια ξεχωριστή εμπειρία. Η συνάντηση τόσων ανθρώπων σε αυτόν τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο και θέατρο, κάθε καλοκαίρι, για να δουν, τα ίδια στην ουσία έργα ξανά και ξανά, είναι σαν ένα προσκύνημα, σαν μια σχεδόν θεραπευτική εμπειρία, που υπερβαίνει το αν μια παράσταση εκπληρώνει τις όποιες προσδοκίες ή όχι. Η νεοελληνική αναβίωση και σύγχρονη ερμηνεία του αρχαίου δράματος είναι από μόνη της μια παράδοση στον τόπο μας, όχι μόνο στην Επίδαυρο αλλά σε όλη την Ελλάδα. Όταν λοιπόν ανεβαίνω τις ανηφόρες προς το Λυγουριό αισθάνομαι να ετοιμάζομαι για κάτι σπάνιο, με προσμονή, λαχτάρα, αλλά χωρίς φόβο.

Στο ίδιο το θέατρο νιώθω ότι συντονίζομαι με τη φύση, τα αστέρια, τις γραμμές και τις δυναμικές του σύμπαντος και αυτό το μοιράζομαι σε κοινή μαρτυρία με το κοινό. Είναι αυτή η κοινή μαρτυρία που έχουμε τόσο ανάγκη αλλά και η γενναιοδωρία του να μοιράζεσαι κάτι ακριβό. Νιώθω ότι είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι είναι μια μυητική διαδικασία αυτή η προσέλευση.

Φαίνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες διάλεγαν ξεχωριστούς τόπους για να φτιάξουν τους ιερούς τόπους. Ο χώρος γύρω από το θέατρο ήταν τόπος λατρείας του Ασκληπιού και θεραπείας πολύ πριν τη δημιουργία του θέατρου με πολύ μεγάλη οργάνωση και προσέλευση, όπου με την καθοδήγηση του Ασκληπιού γίνονταν θεραπείες, μέσα από τα όνειρα, τη μουσική. Το θέατρο έγινε αργότερα μέρος μιας ευρύτερης θεραπευτικής διαδικασίας. Είναι κρίμα που πολύ λίγοι επισκέπτονται τον αρχαιολογικό χώρο. Είναι εκπληκτικός και η δουλειά που έχει γίνει είναι πολύ αξιόλογη.

Όλοι λοιπόν οι χώροι οι αντίστοιχοι, η Επίδαυρος, η Δωδώνη, η Μεσσήνη, οι Οινιάδες, τα θέατρα της Ηπείρου, τα μικρότερα αμφιθέατρα στα νησιά μας έχουν όλα κάτι ξεχωριστό, που προέρχεται από την ίδια τη μαγική τοποθεσία, από τα ίχνη που αφήσαν πριν από τόσους αιώνες τόσοι άνθρωποι, που έχουν ποτίσει τα χώματα και αναδύουν αυτό που λέτε εσείς ξεχωριστή αύρα. Κάθε χώρος έχει ξεχωριστό χαρακτήρα. Είναι σαν να τον κατοικείσαι να τον ορίζει ένας ξεχωριστός Θεός, μια ξέχωρη οντότητα.»

©Michalis Kloukinas

Χρήστος Λεοντής: «Οι χώροι δοξάζουν και δοξάζονται μέσα από τα έργα που παρουσιάζονται σε αυτούς»

Το 1977 για πρώτη φορά θα ακουστεί μουσική σύνθεσή του στο Φεστιβάλ Επιδαύρου με την παράσταση Αχαρνείς του Κάρολου Κουν. Ήταν η πρώτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη σε αρχαίο δράμα. Θυμάται πάντα να τον γοητεύει το κείμενο περισσότερο από την προοπτική ενός χώρου μοιράζοντας στο ελc:

«Οι χώροι δοξάζουν και δοξάζονται μέσα από τα έργα που παρουσιάζονται σε αυτούς. Και υπάρχουν πολλοί χώροι στην Ελλάδα όπως και το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου που μπορούν να προκαλέσουν συγκίνηση. Χώροι αναγκαίοι, φτιαγμένοι από τους προγόνους μας για να προσφέρουν τροφή στο πνεύμα και την ψυχή. Βέβαια, όταν εγώ έγραφα τη μουσική, το κείμενο ήταν αυτό που με έλκυε περισσότερο».

Μπορώ να φανταστώ την αγωνία των συντελεστών όταν βρεθούν σε αυτό τον χώρο και έτσι δεν χάνω την ευκαιρία να τον ρωτήσω πού προτιμούσε να στέκεται για να παρακολουθεί την παράσταση κι εκείνος νοσταλγικά, σχεδόν ευλαβικά μου απαντά:

«Δυστυχώς, σχεδόν σε όλες τις παραστάσεις δεν βρισκόμουν στην πλευρά των θεατών, αλλά στεκόμουν στα πλαϊνά, δίπλα στο δεντράκι και παρακολουθούσα τους ηθοποιούς από τη μία πλευρά και το πολύχρωμο πλήθος από την άλλη. Σχεδόν αισθανόμουν την ανάσα τους. Αυτή είναι μια εικόνα που με γοήτευε ακόμα περισσότερο».

©Evi Fylaktou

Λένα Παπαληγούρα: «Για μένα πάντα θα είναι ένα δώρο που με βάζει σε μια τελετουργία που με συγκινεί»

©Πάτροκλος Σκαφίδας

Η Λένα Παπαληγούρα επιστρέφει φέτος το καλοκαίρι στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με τις Ικέτιδες του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Αυτή θα είναι η τέταρτη φορά που θα έρθει αντιμέτωπη με την ατμόσφαιρα και το υποβλητικό περιβάλλον αυτού του καθηλωτικού τόπου. Από τον Ορέστη του Γιάννη Χουβαρδά που συμμετείχε στον Χορό, στη Λυσιστράτη του Μιχαήλ Μαρμαρινού και την Ιφιγένεια στο έργο Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γιώργου Νανούρη, η Λένα Παπαληγούρα είναι ο άνθρωπος που αναγνωρίζει την ιερότητα του χώρου αλλά και τις προκλήσεις που προστάζει τόσο στην υποκριτική όσο και τις απαιτήσει του κοινού:

«Είναι ένας χώρος φορτισμένος, ιερός και μοναδικός. Διόλου τυχαίο πως αποτελούσε πάντα μια ιαματική τελετουργία δίπλα στο Ασκληπιείο, ένας χώρος που προσωπικά για εμένα έχει λυτρωτική λειτουργία. Είναι ένας χώρος πανέμορφος, κατασκευασμένος σαν μια αγκαλιά για τον ηθοποιό τόσο από άποψη ακουστικής όσο και από φυσικό κάλλος, και ελκύει πάρα πολύ κόσμο. Το γεγονός αυτό από μόνο του έχει μια ξεχωριστή ενέργεια και μια δύναμη που δεν μπορείς να αγνοήσεις», αναφέρει η Λένα Παπαληγούρα στο ελc.

Κάθε καλοκαίρι οι καλλιτεχνικοί προβολείς των απανταχού ενδιαφερόμενων για το θέατρο στρέφονται αποκλειστικά σε όλα όσα θα συμβούν στη σκηνή του Αρχαίου Θεάτρου. Ιερά «τέρατα» έχουν περάσει από αυτό τον τόπο και έχουν αναμετρηθεί μαζί του, θρυλικές παραστάσεις αλλά και διαμάχες μεγάλες κριτικών της εποχής έχουν ξεσηκώσει συζητήσεις:

«Όταν είσαι στην Επίδαυρο κρίνεσαι αυστηρότερα για κάποιο περίεργο λόγο. Δυστυχώς αυτό δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον τόπο αλλά με το πώς εμείς οι άνθρωποι έχουμε διαστρεβλώσει τα όσα σημαίνει», αναφέρει η Λένα Παπαληγούρα. «Για μένα πάντα θα είναι ένα δώρο που με βάζει σε μια τελετουργία που με συγκινεί. Στο μυαλό μου πάντα έρχονται και με συγκινούν τα λόγια της Λυσιστράτης στην παράσταση του Μαρμαρινού: σε αυτές τις πέτρες, σε όσους κάθισαν και σε όσους θα καθίσουν, αναφερόμενη στους θεατές.

Οι παραστάσεις της Επιδαύρου φέρνουν κοντά θεατές και ηθοποιούς και όχι μόνο. Οι συντελεστές των παραστάσεων βιώνουν μια κοινή εξαγνιστική εμπειρία:

«Προτιμώ πάντα να βρίσκομαι στη σκηνή της Επιδαύρου με ανθρώπους που αγαπώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα όταν βρέθηκα με τον Μιχάλη Σαράντη και τον Γιώργο Νανούρη που είναι σαν αδέλφια μου για την Ιφιγένεια. Ζήσαμε όλο το εγχείρημα φανταστικά. Ερχόμασταν από όλη την απομόνωση της πανδημίας και είχαμε όλοι μας, ηθοποιοί και θεατές ανάγκη για αγκαλιά. Το κλείσιμο της παράστασης μέσα στο χειροκρότημα με τις αγκαλιές με τους συντελεστές δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Πηγή: elculture.gr