Η Γορίτσα είναι η κρυμμένη πόλη μέσα στην πόλη – Κι΄όμως είχε 3.500 κατοίκους

Ο λόφος της Γορίτσας βρίσκεται στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου καί αποτελεί ένα μικρό ύψωμα 200 m, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στο βόρειο άκρο του, ενώνεται με ένα στενό λαιμό με τον κύριο όγκο του Πηλίου, του οποίου ουσιαστικά αποτελεί ένα μικρό ύψωμα στους πρόποδες του (έτσι εξηγείται και η ονομασία του λόφου Goritsa δηλαδή μικρό βουνό, σε αντιπαράθεση με το Πήλιο, το μεγάλο βουνό που ονομάζεται Gora). Δυτικά του λόφου της Γορίτσας απλώνεται η μεγάλη πεδιάδα του Βόλου και νοτιοανατολικό του λόφου απλώνεται η πεδιάδα της Αγριάς και των Λεχωνιών.

Το γεγονός ότι από το ύψωμα του λόφου μπορεί κανείς να εποπτεύσει τη γύρω περιοχή και τον Παγασητικό κόλπο υπήρξε ο βασικότερος λόγος, για τον οποίο ιδρύθηκε πάνω σε αυτόν, περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μια πόλη από τον Μακεδόνα Βασιλιά Φίλιππο Β΄ με σκοπό να αποτελέσει σημαντική στρατηγική θέση στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου ίδρυσης στρατηγικών θέσεων στη Μαγνησία. Αργότερα η πόλη ενισχύθηκε οχυρωματικά με ισχυρά τείχη, πιθανότατα, από τον Κάσσανδρο.

Ήταν οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα. Η πόλη είχε περίπου 400-500 σπίτια, τα οποία κατοικούνταν από 3.000-3.500 κατοίκους. Ανάμεσα στα οικοδομικά τετράγωνα υπήρχαν ανοιχτοί χώροι – πλατείες. Στο δυτικό τμήμα της πόλης υπήρχαν τέσσερις δημόσιες περιοχές, ενώ στο ανατολικό δύο. Στην κορυφή του λόφου, όπου βρισκόταν η Ακρόπολη, χτίστηκε, αργότερα, η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Η πόλη κατοικήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Με την ίδρυση της Δημητριάδος το 294 π.Χ. μάλλον οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να μετοικίσουν εκεί. Η σταδιακή εγκατάλειψή της ολοκληρώθηκε ως το 250 π.Χ.

Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε δυσκολία από τους ερευνητές στην ταύτιση του ονόματος της αρχαίας πόλης και για το λόγο αυτό είχαν προταθεί διάφορα ονόματα πόλεων της Μαγνησίας, γνωστών από τις πηγές, όπως η Ιωλκός, η Νήλεια, η Δημητριάδα και το Ορμίνιο. Ακόμη και σήμερα το όνομα της πόλης παραμένει άγνωστο.

Το 1931 οι Θ. Πολυζώης και Ν. Βασιλάκος στους δυτικούς πρόποδες του λόφου ανάσκαψαν ορισμένους κιβωτιόσχημους τάφους, ενώ κοντά στη Δυτική Πύλη το λεγόμενο «Ταφικό Μνημείο».

Τη δεκαετία του 1960 στην πεδιάδα της Αγριάς (εγκαταστάσεις των δεξαμενών της BP, εγκαταστάσεις της Παιδόπολης, εργοστάσιο των Τσιμέντων-ΑΓΕΤ) ερευνήθηκε τμήμα του Ανατολικού Νεκροταφείου της πόλης.

Τη δεκαετία του 1970 ο ιστορικός, B.C. Bakhuizen, και η ομάδα του πραγματοποίησαν τη συστηματική τοπογραφική αποτύπωση των τειχών, του πολεοδομικού ιστού και των σημαντικότερων μνημείων της πόλης, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη μελέτη της.

Ο συνδυασμός της θέσης της αρχαίας πόλης με το φυσικό περιβάλλον έδωσαν το ερέθισμα το 2003 για την ένταξη του Αρχαιολογικού Χώρου της Γορίτσας στο Ευρωπαϊκό Έργο ECOSERT με τίτλο «Ευρωπαϊκή συνεργασία για την επίτευξη Βιώσιμης Ανάπτυξης μέσω Τουρισμού». Στα πλαίσια του κοινοτικού προγράμματος RECITE ΙΙ, το οποίο είχε ως στόχο την επίτευξη βιώσιμης περιβαλλοντικής ανάπτυξης του οικολογικού και πολιτιστικού τουρισμού, έγινε μια προσπάθεια για συνολική ανάδειξη και αξιοποίηση του λόφου της Γορίτσας με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός ανοικτού αρχαιολογικού πάρκου, όπου μπορεί να συνδυαστεί ο περίπατος με την αναψυχή, έργο που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Η οχύρωση έχει συνολικό μήκος 2.850 χλμ. και μεγάλος μέρος της είναι ορατό στο τοπίο σήμερα. Το τείχος και η πόλη χτίστηκαν με το ασβεστολιθικό πέτρωμα του λόφου, κάνοντας εξορύξεις σε 33 διαφορετικά σημεία που έχουν εντοπιστεί, τα αρχαία λατομεία. Ανά άνισα διαστήματα πάνω στο τείχος υπήρχαν πύργοι, τετραγωνικής κάτοψης καθώς και σημεία με φυσική οχύρωση. Η πόλη είχε τρεις Πύλες, η Δυτική, η Ανατολική και η πιο ευάλωτη η Βόρεια, καθώς είναι τοποθετημένη σε χαμηλό υψόμετρο σε σχέση με τις άλλες και από εκεί ξεκινά μία ρεματιά. Η ένωση του λόφου της Γορίτσας έχει εμφανών πιο χαμηλό υψομετρικό βάθος, είναι με πιο ομαλές κλίσεις και έχριζε προστασίας. Για τους λόγους αυτούς σχεδιάστηκε και τοποθετήθηκε το κτίριο του Προμαχώνα 14, όπου μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί τα θεμέλια του, που χτίστηκαν από μεγάλους λαξευμένους ασβεστολιθικούς κυβόλιθους με ισόδομο σύστημα. Στην κορυφογραμμή υπάρχουν ακόμα δύο δεξαμενές νερού.

Η πόλη έχει έκταση περί τα 400 στρέμματα. Η θέση της είναι στρατηγικά επιλεγμένη. Σχεδιάστηκε καί οίκοδομήθηκε έχοντας κάθετους άξονες με Βόρειο Νότιο προσανατολισμό καί πιθανόν να είχε 450 – 500 κατοικίες που υπολογίζεται σε μία πόλη με 3000 – 3500 πληθυσμό. Τα σπίτια ήταν σχεδόν τετράγωνα. Υπήρχαν τρεις πλατείες. Σε ένα σημείο έχει διασωθεί τμήμα του αγωγού αποχέτευσης, το οποίο είναι λαξευμένο στο βράχο, και είναι καλυμμένο με σχιστόπλακες. Νερό στο λόφο δεν υπήρχε, οπότε και λαξεύτηκε ένα αυλάκι που έφερνε το νερό από τη θέση Ανεμούτσα Βόρειο-ανατολικά του λόφου. Ο αγωγός ύδρευσης ακολουθούσε το γεωγραφικό ανάγλυφο και ίχνη του έχουν βρεθεί και σήμερα. Στην πόλη εντοπίστηκαν δύο θέσεις νεκροταφείων. Το δυτικό νεκροταφείο, όπου έχει διαστάσεις ταφικού μνημείου με δύο κιβωτιόσχημους τάφους, και λογικά ανήκει σε επιφανείς νεκρούς του οικισμού. Το δεύτερο που βρίσκεται στη βορινή πλευρά κάτω από την περιφερειακή οδό, όπου υπάρχουν λαξευμένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι πάνω στο βράχο. Οί θέσεις των αρχαίων λατομείων αποτυπώθηκαν και περγράφηκαν σχολαστικά από την ομάδα Ολλανδών αρχαιολόγων. Υπήρχαν συνολικά 30 θέσεις εξόρυξης οικοδομικού υλικού εντός και εκτός του τείχους, ωστόσο λόγω και της σύγχρονης λατομικής δραστηριότητας του εργοστασίου καταστράφηκαν δυο θέσεις.

Το σπήλαιο του Δίός Μειλίχιου που βρίσκεται εξωτερικά και νοτιοανατολικά των τειχών είναι ένα φυσικό σπήλαιο που φέρει την εγχάρακτη επιγραφή αφιερωμένη στο θεό Δία. Υπάρχει ένας χαλικόστρωτος δρόμος που ξεκινά από τη Δυτική πλευρά του λόφου, ο οποίος δρόμος χρησιμοποιήθηκε ως βασική οδός που ένωνε τον Βόλο με τα χωριά του Πηλίου. Τώρα πια αυτός ο δρόμος διακόπτεται από τα Λατομεία πίσω από την ΑΓΕΤ…