Βαρύ πλήγμα σε περιβάλλον και ποιότητα ζωής προκάλεσε η πυρκαγιά που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα και πέρασε από 105.000 στρέμματα, ανεβάζοντας το ποσοστό των καμένων δασικών εκτάσεων της Αττικής στο 37% μέσα στα τελευταία οκτώ χρόνια! Αυξημένες θερμοκρασίες, περισσότεροι ρύποι, λιγότερα νερά και βιοποικιλότητα, απώλεια της απόλαυσης που προσφέρει ένα δασικό οικοσύστημα, τα πλήγματα από τις δασικές πυρκαγιές είναι βαριά. Καθώς έχουμε μπει σε μια περίοδο αυξημένων θερμοκρασιών η Αθήνα χάνει το φυσικό της κλιματιστικό και φίλτρο αέρα, με κίνδυνο να μετατρέπεται η περιφέρειά της σε κρανίου τόπο!
Αυξημένες θερμοκρασίες, περισσότεροι ρύποι, λιγότερα νερά και βιοποικιλότητα, απώλεια της απόλαυσης που προσφέρει ένα δασικό οικοσύστημα.
«Πολύπλευρες είναι οι επιπτώσεις από τις δασικές πυρκαγιές και ειδικά από την πρόσφατη, που έκαψε σε μεγάλο βαθμό περιαστικό δάσος και μπήκε και μέσα στον αστικό ιστό!», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. «Η πιο άμεση συνέπεια είναι η στάχτη και η εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων μικροσωματιδίων, εμποτισμένων με τοξικές ενώσεις. Οσα δεν απομακρύνθηκαν με τον αέρα έχουν κάτσει στο έδαφος και θέλουν προσοχή στο να απομακρυνθούν σωστά για να μην υπάρξει αιώρησή τους ξανά», σημειώνει. «Επίσης από τη φωτιά υπήρξε και εκπομπή θερμοκηπικών αερίων, που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, άρα επιτείνουν το πρόβλημα».
Ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των θερμοκρασιών θα δούμε τα επόμενα χρόνια στην Αττική, λόγω των καμένων δασών. «Τα δάση ρίχνουν τις θερμοκρασίες έως και τρεις βαθμούς Κελσίου, λόγω της σκίασης, της εξατμισοδιαπνοής μέσω του φυλλώματος και άλλων διαδικασιών. Αρα σίγουρα στην περιοχή που κάηκε η θερμοκρασία θα ανέβει, και αυτό θα επηρεάσει ευρύτερα και το λεκανοπέδιο, όπου θα οξυνθούν τα φαινόμενα της αστικής θερμικής νησίδας», λέει ο κ. Μιχαλόπουλος. «Επιπλέον, η αλλαγή χρήσεων γης, δηλαδή η μείωση των δασικών επιφανειών, θα οδηγήσει σε άνοδο της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, άρα και σε αυξημένη θέρμανση της περιοχής», συμπληρώνει.
«Δεν έχουμε πάρει κανένα σοβαρό μέτρο για το πράσινο και τον δροσισμό στην Αθήνα. Το πράσινο στην πρωτεύουσα είναι ελάχιστο. Σε μεγάλο βαθμό μάς βοηθούσαν τα βουνά που αγκάλιαζαν την πόλη. Τώρα τι έχει απομείνει;» αναρωτιέται ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής και διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. «Τα δάση έχουν επίδραση στο μικροκλίμα, μειώνουν την αισθητή θερμοκρασία. Στο μέλλον θα έχουμε ακόμα πιο ζεστά καλοκαίρια, το κλίμα θα τείνει να γίνει αφόρητο. Θα μειωθεί πολύ η ποιότητα ζωής στην Αθήνα. Η φωτιά αφαίρεσε ακόμα ένα όπλο από τη φαρέτρα μας για περιβάλλον και υγεία», τονίζει στην «Κ» ο κ. Σαρηγιάννης. «Τα δάση έχουν ένα θετικό ισοζύγιο, απορροφούν CO2 και δίνουν οξυγόνο, ενώ ταυτόχρονα φιλτράρουν και ρύπους».
«Τα δέντρα λειτουργούν ως φίλτρα τοξικών ενώσεων, απομακρύνοντάς τις από την ατμόσφαιρα. Το έλλειμμά τους αποτελεί πρόβλημα σε μια περιοχή σαν την Αθήνα και την Αττική με την ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα. Μετά τη νέα πυρκαγιά, ως συνέπεια και των προηγούμενων, θα έχουμε αύξηση των αιωρούμενων σωματιδίων», λέει ο κ. Μιχαλόπουλος.
Επιπλέον, τα δάση με τις ρίζες τους συγκρατούν φερτά υλικά και χώμα, αντιμετωπίζοντας και την εδαφική διάβρωση και τις πλημμύρες. «Η σταθερότητα των εδαφών είναι πολύ σημαντική για το οικοσύστημα αλλά και για τις ανθρώπινες υποδομές. Μην ξεχνάμε τις πλημμύρες στη Μάνδρα, τις κατολισθήσεις σε μια σειρά περιοχές κ.λπ. Στη συγκεκριμένη φωτιά κάηκαν ρεματιές. Η διάβρωση του εδάφους θέτει και ζητήματα στατικότητας. Σε επικίνδυνες περιοχές πρέπει να γίνουν εδαφολογικές μελέτες», λέει ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής.
Η απώλεια του δάσους διαταράσσει τον κύκλο του νερού, οδηγεί σε απώλεια νερού, σε λειψυδρία και σε φτωχό υδροφόρο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να πιέζονται το οικοσύστημα και η γεωργία και να αυξάνεται η επίδραση ρυπογόνων παραγόντων και η απειλή της ερημοποίησης.
Το πλήγμα είναι βαρύ και για την πανίδα, ζώα και πουλιά χάνουν το σπίτι τους. «Εχουμε βαρεθεί να καίγεται η Πεντέλη και τα δάση της Αττικής. Χάνουμε τα δασικά είδη, τα πουλιά που ζουν σε μεγάλα-ώριμα δέντρα και βρίσκουν εκεί την τροφή τους, όπως ο καμποδεντροβάτης και οι παπαδίτσες», λέει στην «Κ» ο Λευτέρης Σταύρακας, συνεργάτης της Ορνιθολογικής Εταιρείας. «Αποχαιρετούμε επίσης αρπακτικά πουλιά που συχνά φωλιάζουν σε δέντρα, όπως ο φιδαετός. Οσο για τα μεταναστευτικά πουλιά, αυτά θα υποχρεωθούν σε παράκαμψη, η οποία μπορεί να είναι πέρα από τις δυνάμεις τους. Συνολικά η βιοποικιλότητα της περιοχής γίνεται πιο φτωχή, η Πεντέλη έχει βουβαθεί. Αυτό συνέβη και με το παραλίμνιο δάσος του Μαραθώνα, που ήταν εξαιρετικά πλούσιο σε πουλιά», λέει ο κ. Σταύρακας.
kathimerini.gr