Tου Πάνου Σκοτινιώτη*
Το καλοκαίρι του 1993, σε τυχαία συνάντησή μου στο εντευκτήριο της Βουλής με κορυφαίο, πολύπειρο υπουργό της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μου εκμυστηρεύτηκε την εκτίμησή του ότι, όποτε κι αν γίνονταν οι επόμενες εκλογές, η Ν.Δ. θα τις έχανε – όπως και πράγματι έγινε, στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993. Τον ρώτησα πώς ήταν τόσο σίγουρος. Η απάντησή του με αιφνιδίασε: Να ξέρεις, μου είπε, ότι «η υψηλόβαθμη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία είναι η πρώτη που αντιλαμβάνεται ότι έρχεται κυβερνητική αλλαγή και φροντίζει να προσαρμοστεί καταλλήλως – και ήδη το διακρίνω».
Το θυμήθηκα τις μέρες αυτές, όπου η τόσο υμνηθείσα, στο ιωβηλαίο της, δημοκρατία μας εγκαινίασε την έκτη δεκαετία της με μια ευθεία βολή στο κράτος δικαίου. Η κυβέρνηση πάντως αυταπατάται αν πιστεύει ότι το διπλό σκάνδαλο ‒των σκοτεινών επισυνδέσεων και της απροκάλυπτης συγκάλυψης‒ θα κλείσει έτσι, με ένα πόρισμα και μια ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Πολύ περισσότερο όταν αποκαλύπτονται όλο και νέα στοιχεία, όπως πρόσφατα από το inside story, τα οποία αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας το κοινό κέντρο νομότυπων (συνήθως καταχρηστικών) και παράνομων παρακολουθήσεων. Ένα ενδιαφέρον ωστόσο ερώτημα είναι το κατά πόσον η κυβέρνηση θα μπορούσε να χειραγωγεί τόσο προκλητικά τους θεσμούς ‒και δεν αναφέρομαι μόνο στις παράνομες παρακολουθήσεις‒, αν στη θέση τής αδύναμης και κατακερματισμένης δημοκρατικής αντιπολίτευσης υπήρχε ένας ισχυρός εναλλακτικός, προοδευτικός κυβερνητικός πόλος. Εκτιμώ πως θα ήταν σαφώς πιο δύσκολο. Έχει αποδειχθεί, άλλωστε, ότι το επίπεδο λειτουργίας των θεσμών είναι κατά κανόνα ανώτερο σε πολιτικά συστήματα με τακτική εναλλαγή στην εξουσία. Πολύ περισσότερο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η δημόσια διοίκηση συγκροτήθηκε και εξελίχθηκε σε συνθήκες εξάρτησής της από την εκάστοτε πολιτική εξουσία ‒ γι’ αυτό και η δημοκρατική αναθεμελίωση του διοικητικού συστήματος της χώρας αποτελεί κατεπείγουσα προτεραιότητα.
Η μητσοτακική διακυβέρνηση έχει μπει πλέον στον έκτο της χρόνο. Διάστημα υπεραρκετό, ώστε να μπορούμε «αναντίλεκτα» ‒για να θυμηθούμε και την κ. εισαγγελέα‒ να συμπεράνουμε ότι το κατ’ ευφημισμόν επιτελικό κράτος δεν είναι τελικά τίποτε άλλο, παρά το προκάλυμμα μιας συγκεντρωτικής, αδιαφανούς, υπερτροφικής δομής, η οποία έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλους τους αρμούς της εξουσίας. Και ότι με την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση των θεσμών και της οικονομίας, αυτό που κατεξοχήν υπηρετείται, με στρατηγική προσήλωση, είναι η καταστατική ανασύνταξη της μεταπολιτευτικής συνθήκης, με σαφή ταξική μεροληψία. Τα αποτελέσματα είναι πλέον ορατά: φαλκίδευση της δημοκρατίας, συναρμογή κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, υπονόμευση των ανεξάρτητων αρχών, κατάρρευση του παρουσιαζόμενου σαν άτρωτου συστήματος πυροπροστασίας, εγκλωβισμός στο παραδοσιακό μοντέλο της οικονομίας που στηρίζεται στη φτηνή εργασία, στη χαμηλή παραγωγικότητα, στην υψηλή κατανάλωση και πολύ λιγότερο στις επενδύσεις, πληθωρισμός απληστίας, πρωτοφανής αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της μισθωτής εργασίας, συρρίκνωση των δημοσίων αγαθών, άκρατος πελατειασμός. Ακόμη και κάποια φιλελεύθερα μέτρα, όπως η ισότητα στον γάμο, μετά το πέρασμα στην «εποχή Μπελέρη-Τζιτζικώστα» αντιμετωπίζονται πλέον αισχυντηλά.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι ηγεσίες των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν έχουν περιθώρια για υπεκφυγές και δολιχοδρομίες. Ούτε υπάρχει χώρος για μικρομεγαλισμούς και αναπεπταμένα κομματικά λάβαρα. Κακά τα ψέματα: από τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς ‒ακόμη και με την όποια διεύρυνση τυχόν επιτύχουν‒ ουδείς είναι σε θέση να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, μόνον η κοινή κάθοδος στις επόμενες εκλογές μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δημιουργήσει δυναμική πολιτικής αλλαγής.
Η πρώτη θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η επεξεργασία ενός αξιόπιστου, προοδευτικού εναλλακτικού σχεδίου, το οποίο θα αποτελέσει την προγραμματική βάση και τον συνεκτικό ιστό για τη διακυβέρνηση της χώρας. Σε εποχή κατακλυσμιαίων μεταβολών, δεν αρκεί μια γενικόλογη διακήρυξη αρχών, αλλά απαιτείται ένα εξαντλητικό, συνεκτικό σχέδιο, το οποίο θα απαντάει στις μεγάλες και πυκνές προκλήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο αυτό δεν μπορεί, παρά να είναι εναλλακτικό και όχι συμπληρωματικό των ασκούμενων κυβερνητικών πολιτικών.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η επιλογή του κατάλληλου προσώπου που θα προταθεί για πρωθυπουργός και θα ηγηθεί του εκλογικού σχήματος. Είναι αυτονόητη η βαρύτητα και η κρισιμότητα αυτής της επιλογής σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης. Τα προβλήματα που θέτει ο εκλογικός νόμος είναι γνωστά. Όπως όμως τονίζουν και οι καθηγητές Ξενοφών Κοντιάδης, Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μαραντζίδης και Γιώργος Σωτηρέλης στο κοινό άρθρο τους (25.6.2024), υπάρχουν οι λύσεις για την υπέρβασή τους.
Οι εσωτερικές διαδικασίες που θα ακολουθήσει το κάθε κόμμα προφανώς και είναι δική του υπόθεση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συγκρότηση φερέγγυου εναλλακτικού, δημοκρατικού κυβερνητικού πόλου δεν επιδέχεται ούτε αναβολή ούτε παρέλκυση, αλλά και ούτε μπορεί να παγιδευτεί σε ψευτοδιλήμματα ‒ θα προχωρήσει και με διεργασίες στην κοινωνία, και με πρωτοβουλίες στην κορυφή. «Ubi concordia, ibi victoria» (όπου ενότητα, εκεί νίκη) λέει ένα λατινικό ρητό.
* Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στην Εφημερίδα των Συντακτών / Σαββατοκύριακο 17-18.8.2024.