“Η αιωνόβια Νίκη Βόλου με τη βαριά φανέλα και την ανεκτίμητη συμβολή στη διατήρηση της προσφυγικής μνήμης”

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Νίκης Βόλου, ο τέως δήμαρχος Βόλου, Πάνος Σκοτινιώτης, έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Η επέτειος των 100 χρόνων από την ίδρυση του «Γυμναστικού Συλλόγου Προσφύγων Βόλου», που από το 1926 μετονομάστηκε σε Γυμναστικό Σύλλογο «Η ΝΙΚΗ», δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την απόδοση τιμής σε όσους έγραψαν την εκπληκτική ιστορία ενός από τους πιο ανθεκτικούς στον χρόνο, πιο δημοφιλείς και πιο σεβαστούς αθλητικούς συλλόγους της χώρας. Για την πόλη μας ειδικότερα, η Νίκη Βόλου είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο πολύτιμο από ένα αθλητικό σωματείο. Είναι, πάνω απ’ όλα, η ανεκτίμητη συμβολή της στη διαμόρφωση και διατήρηση της προσφυγικής μνήμης, που αποτελεί βασικό στοιχείο της τοπικής μας ταυτότητας.
Στο πλούσιο άλμπουμ της αιωνόβιας Νίκης Βόλου υπάρχουν πολλές σελίδες με τίτλους και διακρίσεις σε όλα τα αθλήματα που έχει αναπτύξει στο πέρασμα των χρόνων, όπως υπάρχουν και σελίδες με ήττες και απογοητεύσεις. Εκείνα ωστόσο που παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα είναι το πάθος των αναρίθμητων φιλάθλων της για την ομάδα και η πίστη στις προσφυγικές αξίες και στα αθλητικά ιδεώδη.
Η προσωπική σχέση με τη Νίκη Βόλου ανατρέχει στα παιδικά μου ακόμη χρόνια, όταν μεσουρανούσε στην Α΄ Εθνική κατηγορία (1961-1966). Μαθητής του δημοτικού σχολείου τότε, ακολουθούσα πάντα τον πατέρα μου στα παιγνίδια της ομάδας στην καυτή έδρα της. Αρκετά χρόνια μετά, είχα την ευκαιρία, μέσα και από τη δημόσια διαδρομή μου, να αναπτύξω ισχυρούς δεσμούς με τους περισσότερους από τους ποδοσφαιριστές της θρυλικής εκείνης ομάδας, αλλά και με πολλούς από τους άξιους συνεχιστές τους τις επόμενες δεκαετίες.
Καθώς η Νίκη Βόλου μπαίνει πια στον δεύτερο αιώνα της, αυτό που μπορώ να ευχηθώ από καρδιάς είναι να συνεχίσει, μαζί με τον Ολυμπιακό Βόλου και τις άλλες αυθεντικές ομάδες της πόλης μας, να γράφει ιστορία και να αποτελεί κυψέλη αθλητισμού για εκατοντάδες παιδιά. Να συνεχίσει και στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, με την αξιοπρέπεια, την αγωνιστικότητα και το ήθος που αρμόζει στη βαριά φανέλα της, κόντρα στο κυρίαρχο περιβάλλον της ανομίας και της διαπλοκής».