Οι άθλιες συνθήκες των εργαζομένων και το πενιχρό κόστος πίσω από τις πανάκριβες τσάντες των πολυτελών οίκων μόδας
Όταν κάποιος συμπληρώνει την εμφάνισή του με μια τσάντα Dior ή Giorgio Armani νιώθει αυτόματα να αναβαθμίζεται το σύνολό του. Έχοντας επενδύσει κάποιες χιλιάδες ευρώ για να αποκτήσει μια μόνο τσάντα αυτών των διάσημων πολυτελών οίκων μόδας, νιώθει ότι η επένδυσή του «πιάνει τόπο» καθώς ανταμείβεται με την εξαιρετική ποιότητα των ακριβών υλικών και της προσοχής που δόθηκε στην κατασκευή της.
Ή μήπως τελικά δεν είναι έτσι;
Μια τελείως διαφορετική εικόνα αποκάλυψαν οι έρευνες των ιταλικών αρχών στο Μιλάνο που ερεύνησαν τους δύο ιταλικούς κολοσσούς πολυτελούς μόδας Dior και Armani. Σύμφωνα με τα αρχεία των ερευνών, οι οίκοι αυτοί πλήρωναν μερικές δεκάδες ευρώ σε προμηθευτές που έφτιαχναν γι’ αυτούς τις τσάντες, τις οποίες στη συνέχεια πωλούσαν στους πελάτες τους χιλιάδες ευρώ.
Η Dior, η οποία ανήκε στον όμιλο LVMH, πλήρωνε έναν προμηθευτή 53 ευρώ το τεμάχιο για να συναρμολογήσει γι’ αυτήν μια τσάντα, η οποία στη συνέχεια πουλιόταν στα καταστήματα στην τιμή των 2.600 ευρώ, σύμφωνα με έγγραφα που εξετάστηκαν ως μέρος της έρευνας.
Η έρευνα επεκτάθηκε εκτός από την Dior και στη Giorgio Armani. Έγγραφα που εξετάστηκαν από το Reuters έδειξαν ότι η Armani πλήρωνε εργολάβους 92 ευρώ ανά τσάντα για προϊόντα που πωλούνταν πάνω από 1.750 ευρώ στα καταστήματα.
Οι τιμές κόστους δεν περιλαμβάνουν το δέρμα ή άλλες πρώτες ύλες. Οι εταιρείες καλύπτουν χωριστά τα έξοδα σχεδιασμού, διανομής και μάρκετινγκ.
Τραγικές συνθήκες εργασίας
Οι αρχές εξέτασαν παράλληλα και τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια αυτών των εργολάβων τονίζοντας ότι οι Dior και Armani «δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να ελέγξουν τις πραγματικές συνθήκες εργασίας ή τις τεχνικές δυνατότητες των συμβαλλόμενων εταιρειών», αναφέρεται σε εισαγγελικό έγγραφο, σύμφωνα με το Reuters. Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι οι υπεργολάβοι, κυρίως εταιρείες κινεζικής ιδιοκτησίας, εκμεταλλεύονταν τους εργαζόμενους για να διατηρούν την παραγωγή όλο το εικοσιτετράωρο.
Η έρευνα σχετικά με την Dior επικεντρώθηκε σε τέσσερις εταιρείες της περιοχής του Μιλάνου, δύο από τις οποίες προμήθευαν άμεσα τη μάρκα. Τα εργαστήρια που παράγουν τα προϊόντα απασχολούσαν δεκάδες εργάτες, οι οποίοι ήταν κυρίως κινεζικής καταγωγής. Μάλιστα, ανάμεσά τους βρέθηκαν υπάλληλοι που είχαν εισέλθει στην Ιταλία παράνομα, ενώ άλλοι δούλευαν χωρίς τα κατάλληλα χαρτιά και χωρίς να είναι ασφαλισμένοι.
Όταν οι ανακριτές έφτασαν σε μια εγκατάσταση, οι εισαγγελείς είπαν ότι τρεις εργαζόμενοι που δούλευαν «μαύρα» προσπάθησαν να διαφύγουν σκαρφαλώνοντας πάνω από έναν φράχτη, αλλά συνελήφθησαν γρήγορα. Σε εκείνο το εργαστήριο και σε άλλα, οι ερευνητές εξέτασαν έγγραφα που έδειχναν τις τιμές που πλήρωναν οι προμηθευτές από τις μάρκες για κάθε προϊόν που παρήχθη.
Στις έρευνες που διεξήχθησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, οι ερευνητές βρήκαν στοιχεία που επιβεβαίωναν ότι οι εργαζόμενοι κοιμούνταν και έτρωγαν στις εγκαταστάσεις, ώστε οι τσάντες να μπορούν να παράγονται όλο το εικοσιτετράωρο. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αποδείχτηκε ότι πραγματοποιούνταν εργασίες κατά τη διάρκεια της νύχτας και των αργιών, ανέφερε η έκθεση.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν παράλληλα εξαιρετικά επικίνδυνες καθώς οι υπεύθυνοι του εργοστασίου είχαν αφαιρέσει τις συσκευές ασφαλείας από τις μηχανές κόλλησης και βουρτσίσματος, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να τις χειρίζονται πιο γρήγορα.
Η δικαστική απόφαση κατά της Armani περιγράφει επίσης τον τρόπο με τον οποίο μια από τις θυγατρικές της, η GA Operations, προσέλαβε δύο υπεργολάβους, οι οποίοι με τη σειρά τους προσέλαβαν έναν αριθμό κινεζικών υπεργολάβων στην Ιταλία. Οι ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από εργαζόμενους που είπαν ότι πληρώνονταν μόλις 2-3 ευρώ την ώρα για να εργάζονται πολλές μέρες. Αυτός ο μισθός είναι πολύ χαμηλότερος από το επίπεδο που ορίζει η συλλογική σύμβαση εργασίας που καλύπτει τον κλάδο, ανέφερε η δικαστική απόφαση.
Τα δικαστικά έγγραφα που επικαλείται το Business Insider ανέφεραν: «Δεν πρόκειται για κάτι σποραδικό που αφορά μεμονωμένες παρτίδες παραγωγής, αλλά για μια γενικευμένη και παγιωμένη μέθοδο παραγωγής» εντός του κλάδου.
Ύστερα από αυτά τα στοιχεία, δικαστές στο Μιλάνο έθεσαν τις μονάδες τόσο του Dior όσο και του Armani υπό δικαστική διαχείριση για ένα έτος. Ωστόσο, οι εταιρείες θα μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η δικαστική διαχείριση είναι μια νομική διάταξη που αρχικά προοριζόταν ως τρόπος παρακολούθησης εταιρειών στις οποίες διεισδύουν ομάδες οργανωμένου εγκλήματος. Στο πλαίσιο της διαδικασίας, διορίζονται ειδικοί επίτροποι για να επιβλέπουν τις λειτουργίες και να ενημερώνουν το δικαστήριο σχετικά με την πρόοδο της εταιρείας στην επίλυση ζητημάτων.
Τα δικαστικά έγγραφα έδειξαν ότι η Dior υπέβαλε ένα υπόμνημα στο οποίο υπογραμμίζει τις βελτιώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα της, ανέφερε η Wall Street Journal. Ωστόσο, η εταιρία αρνήθηκε να σχολιάσει τα ευρήματα.
Από τη άλλη, ένας εκπρόσωπος του Armani Group είπε στο Business Insider ότι συνεργάζονται με τις αρχές. «Η εταιρεία είχε πάντα μέτρα ελέγχου και πρόληψης για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο καταχρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Ο Φάμπιο Ροϊα, πρόεδρος του δικαστηρίου του Μιλάνου, μιλώντας στο Reuters, τόνισε ότι το πρόβλημα είναι διττό: «Το κύριο πρόβλημα είναι προφανώς η κακομεταχείριση των ανθρώπων. Απαιτείται η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των εργαζομένων, τα ωράρια, και η αμοιβή».
«Υπάρχει όμως και ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα: ο αθέμιτος ανταγωνισμός που εκτοπίζει τις νομοταγείς επιχειρήσεις από την αγορά», προσέθεσε.
Η ετικέτα «Made in Italy»
Παρόλο που πολλοί κλάδοι έχουν μεταφέρει την παραγωγή στην Κίνα και σε άλλες χώρες με χαμηλούς μισθούς, πολλές μάρκες πολυτελείας επέλεξαν να διατηρήσουν τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες τους στην Ιταλία. Όμως, παρά το γεγονός ότι «σφραγίζονται» με την ετικέτα «Made in Italy», οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ορισμένα είδη πολυτελείας κατασκευάζονται από αλλοδαπούς εργάτες, υπό συνθήκες που υπολείπονται κατά πολύ των προβλεπόμενων από την εργατική νομοθεσία.
Οι υψηλές τιμές των προϊόντων πολυτελείας δικαιολογούνται εν μέρει καθώς καλλιεργείται η προσδοκία ότι κατασκευάζονται από ειδικευμένους εργάτες σε μικρά εργαστήρια χειροτεχνίας. Στην πραγματικότητα, ενώ οι επωνυμίες διατηρούν το σχεδιασμό και την ανάπτυξη προϊόντων εντός της εταιρείας, συχνά αναθέτουν την παραγωγή σε εξωτερικούς προμηθευτές.
Πολλά από αυτά συμβαίνουν στην Ιταλία, όπου λειτουργούν χιλιάδες μικροί κατασκευαστές που παράγουν περίπου το 50% έως 55% των πολυτελών ενδυμάτων και δερμάτινων ειδών παγκοσμίως, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Bain.
Προσπάθεια αλλαγής και συμμόρφωσης
Τα ιταλικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι οι εταιρείες απέτυχαν να επιβλέπουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Ωστόσο δεν αντιμετωπίζουν την επιβολή προστίμων αντίθετα με ορισμένους από τους ανεξάρτητους προμηθευτές οι οποίοι αναμένεται να κληθούν να πληρώσουν πρόστιμα για εκμετάλλευση εργαζομένων και απασχόληση εργαζομένων χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά.
Ο Ρόια είπε ότι εργάζεται πάνω στη δημιουργία ενός προτεινόμενου προγράμματος για τους οίκους μόδας, ώστε να ενισχύσουν τους ελέγχους στους προμηθευτές.
«Πρέπει να είναι υπεύθυνοι για ολόκληρη την αλυσίδα», είπε ο Ρόια. «Μόνο έτσι μπορούμε να σταματήσουμε αυτό το σύστημα που οδηγεί στην εκμετάλλευση των εργαζομένων».
Η έρευνα αυτή έρχεται σε μια εποχή που η βιομηχανία πολυτελούς μόδας δέχεται αυξανόμενες πιέσεις για τη διασφάλιση ηθικών πρακτικών σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού της. Τα τελευταία χρόνια, πολλές μάρκες πολυτελείας προσπαθούν να ελέγξουν καλύτερα την αλυσίδα εφοδιασμού τους, ώστε να διατηρήσουν τη φήμη τους, να ελέγξουν την ποιότητα και να συμμορφωθούν με τους νέους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που αποσκοπούν στον περιορισμό των επιπτώσεων της βιομηχανίας της μόδας στο περιβάλλον. Ωστόσο οι προμηθευτές συχνά αναθέτουν εργασίες σε τρίτους, οι οποίοι μερικές φορές δίνουν υπεργολαβίες.
Πέρυσι, η LVMH είχε 2.062 προμηθευτές και υπεργολάβους και πραγματοποίησε 1.725 ελέγχους, σύμφωνα με την έκθεση περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευθύνης της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι CEO της LVMH, Μπερνάρντ Αρνό, είναι ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Η κόρη του, Ντελφίν Αρνό, είναι η διευθύνουσα σύμβουλος του Dior.
janus.gr