Της Βάσως Νάκου
Μέλους του Πολιτικού Συμβουλίου των Πράσινων-Οικολογία
Στον απόηχο των καλοκαιρινών φυσικών καταστροφών κι ενώ καταλαγιάζουν οι συζητήσεις για τα αίτια που τις προκάλεσαν, οφείλουμε να αναδείξουμε τις πολιτικές ευθύνες και να διεκδικήσουμε σθεναρά οποιαδήποτε αλλαγή θεωρούμε αναγκαία για να μην συνεχιστεί η παθογένεια. Ούτε η χώρα ούτε οι πολίτες της έχουμε περιθώρια για αναβολές και περισσότερη ζημία. Οι νεκροί συμπολίτες μας, το μέγεθος της απώλειας σε πλημμυρισμένες και καμμένες εκτάσεις, οι χαμένες κατοικίες, καθώς και το πλήθος των πληγέντων που έρχονται να προστεθούν στους πληγέντες των πλημμυροπαθών από τα φαινόμενα Daniel και Elias, αλλά και στους πυρόπληκτους πληγέντες του Έβρου, της Εύβοιας και τόσων άλλων περιοχών, δεν μας επιτρέπουν να επαναπαυτούμε. Αν, μάλιστα, αναλογιστούμε και τη ζημιά στην παραγωγή και στη μεταποίηση γεωργικών, κτηνοτροφικών και μελισσοκομικών προϊόντων και την πρόσθετη δυσκολία που προκάλεσε ο παρατεταμένος καύσωνας, μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε και για την επισιτιστική ασφάλεια ως αποτέλεσμα της ανεύθυνης καταστροφικής πολιτικής της κυβέρνησης, που δεν επένδυσε ποτέ στην πρόληψη.
Και δεν επένδυσε ποτέ γιατί η μη πρόληψη αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Καθιστά το φυσικό περιβάλλον ευάλωτο σε διάφορους κινδύνους, δημιουργεί καταστροφές και ελκύει ιδιώτες για την “αποκατάσταση”. Έτσι, μετατρέπει τους δημόσιους φυσικούς πόρους σε αντικείμενο κερδοφορίας μεγάλων εταιρειών που αναλαμβάνουν κάθε απαραίτητο ή επίπλαστης ανάγκης έργο ή υπηρεσία, χωρίς έλεγχο και χωρίς ευαισθησία για την υγεία των οικοσυστημάτων. Για αυτό, παρότι οι φυσικοί πόροι ανήκουν σε όλους μας και είναι προστατευταίοι από το Σύνταγμα και παρότι το μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας αποτελείται από δασικές εκτάσεις και πλήθος περιοχών ιδιαίτερης οικολογικής αξίας, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την προστασία και την επιστημονική διαχείρισή τους είναι εξαιρετικά υποβαθμισμένες και, εν τέλει, εξαφανισμένες και από τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας.
Κι αν μετά από κάθε μεγάλη καταστροφή αναρωτιόμαστε πού είναι οι “ειδικοί”, η απάντηση είναι απλή: είναι σε υποστελεχωμένες υπηρεσίες, με πενιχρά μέσα και περιορισμένες αρμοδιότητες μπλεγμένες στο κουβάρι της γραφειοκρατίας ή ετεροαπασχολούμενοι στην ευρύτερη αγορά εργασίας. Είναι οπουδήποτε δεν ενοχλούν το λόμπι ιδιωτών και κυβερνητικών στελεχών να σφετεριστεί το δημόσιο περιβάλλον και να δημιουργήσει ιδιωτικό πλούτο. Είναι «στραγγαλισμένοι» από τις αλλαγές στην περιβαλλοντική νομοθεσία, που παραγγέλνουν οι επενδυτές και «περνά νύχτα» η Κυβέρνηση μέσα σε άσχετα νομοσχέδια. Είναι επίτηδες αποδυναμωμένοι γιατί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της Κυβέρνησης δεν επιθυμεί μέσα στα πόδια του υπηρεσίες και επιστήμονες-λειτουργούς που θα υπερασπιστούν το φυσικό περιβάλλον, θα διαχειριστούν τους πόρους του με οικολογικά κριτήρια αειφορίας και κοινωνικής δικαιοσύνης και θα σχεδιάσουν την τοπική και εθνική οικονομία μέσα από την προστασία του. Για αυτό δεν έχουμε ισχυρή Δασική Υπηρεσία, για αυτό εχουμε υποβαθμισμένους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, για αυτό με την κατάλληλη τηλεοπτική προπαγάνδα ή τη διασπορά ανόητων σεναρίων συνωμοσίας στο διαδίκτυο μια ολόκληρη κοινωνία εμπιστεύεται ως ειδικούς διάφορες τηλεπερσόνες από τον κύκλο του Πρωθυπουργού, που απλά προσπαθούν να μας αποπροσανατολίσουν.
Υπάρχουν άραγε τα κοινωνικά αντανακλαστικά που θα διεγείρουν αντιδράσεις και θα διεκδικήσουν λυσεις; Υπάρχει ολοκληρωμένη πρόταση για τη διέξοδο από την κρίση; Τα κόμματα της αντιπολίτευσης που δικαίως ασκούν κριτική στην Κυβέρνηση δυστυχώς είναι κατώτερα των περιστάσεων. Η ελλιπής οπτική τους για την προοπτική που χρειάζεται η χώρα δεν μπορεί να καλυφθεί από τη ρητορική για την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση, που υιοθετούν χωρίς να ενστερνίζονται. Τους λείπει η βαθιά πίστη στην ανάγκη για ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία και στο υπάρχον καταναλωτικό μοντέλο. Και τους βαραίνει η ιστορία τους, αφού όταν ήταν κόμματα εξουσίας ασκούσαν ίδια ή παρόμοια αντιπεριβαλλοντική πολιτική, τέτοια που να τους καθιστά σήμερα υποκριτές και αναξιόπιστους. Όσο για τα κόμματα της Ακροδεξιάς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τον αρνητικό ρόλο τους στη συγκυρία: με όχημα το λαϊκισμό και την εκμετάλλευση αγανακτισμένων χριστιανών θρησκόληπτων (κυρίως) ψηφοφόρων, αρνούνται την κλιματική αλλαγή και καλλιεργούν μια ρητορική που βλάπτει και το περιβάλλον και τη δημοκρατία.
Οι Πράσινοι λέγαμε μετά τις πυρκαγιές της Πάρνηθας και της Ηλείας (2007) ότι η Δασοπροστασία πρέπει να γίνει «ζήτημα εθνικής προτεραιότητας». Επιμένουμε ακόμη σε αυτό με μεγαλύτερη έμφαση. Γιατί οφείλουμε να διαχειριστούμε τα ελληνικά δάση με τον πιο σύγχρονο επιστημονικό τρόπο, να τα προστατέψουμε από κάθε λογής κινδύνους και να ξανά δημιουργήσουμε οικονομία μέσα από τα δασικά οικοσυστήματα. Θεωρούμε, όμως, αναγκαίο ότι λόγω των εξελίξεων η προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή πρέπει να γίνει ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα εθνικής προτεραιότητας, ζήτημα «ομπρέλα» για πολιτικές που αφορούν στα δάση, στις προστατευόμενες περιοχές, στα υδάτινα οικοσυστήματα, στην παραγωγή ενέργειας, στην ενεργειακή φτώχεια, στη δόμηση, στην κατανάλωση νερού, στον τουρισμό, στο αστικό πράσινο, κ.ά. με σκοπό να θωρακιστεί η ελληνική ύπαιθρος και οι πόλεις μας από την αύξηση της θερμοκρασίας, τη λειψυδρία, τις επιπτώσεις του καύσωνα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, από ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και από καταστροφικές πλημμύρες.
Δεν μας αρκούν τα ημίμετρα, δεν ικανοποιούμαστε με τις αποζημιώσεις, τις αναθέσεις και τα κάθε είδους pass μετά την καταστροφή. Υποστηρίζουμε την ανάγκη Ολοκληρωμένου Εθνικού Σχεδιασμού για την προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή και εγγυώμαστε ότι οι Πράσινοι – Οικολογία είμαστε η πολιτική δύναμη που μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη αυτού του στόχου μέσα από συνεργασίες με τα υγιή στοιχεία της κοινωνίας, με τους συμπολίτες μας που αντιστέκονται στον αφανισμό των δημόσιων αγαθών, με τις κινηματικές συλλογικότητες που διαθέτουν τα αντανακλαστικά και αφιερώνονται στην προστασία των φυσικών πόρων, ακόμη και με ανθρώπους της αυτοδιοίκησης ή άλλων κομματικών χώρων που βλέπουν το αδιέξοδο της πολιτικής τους και επιζητούν επιμέρους συνεργασίες. Οφείλουμε να δουλέψουμε για μια ευρεία κοινωνική συνεργασία με οικολογικό πρόσημο γιατί η κλιματική θωράκιση της χώρας είναι θέμα επιβίωσης. Ας τελειώνουμε πια με αυτούς που δημιουργούν καταστάσεις τύπου Παγγαίου και Ορβήλου, Εύβοιας, Δαδιάς, Ανατολικής Αττικής, Κάρλας και Παγασητικού και τόσες άλλες πληγές για τη φύση, την κοινωνία και την εθνική οικονομία. Το μέλλον που μας αξίζει είναι πράσινο!