Ελληνικές επιχειρήσεις: Η «θηλιά» στον λαιμό τους σε ένα αβέβαιο περιβάλλον

Σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο είναι αρκετά προβληματικό με τα σημάδια της ύφεσης να κάνουν την εμφάνισή τους, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά ζητημάτων.

Την ώρα που η μερίδα του λέοντος από το Ταμείο Ανάκαμψης κατευθύνεται προς τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, σημαντική μερίδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται εκτός του τραπεζικού δανεισμού, εξαιτίας των κριτηρίων που υπάρχουν, έχει έρθει και η παρατεταμένη 3ετής ακρίβεια να αυξήσει το κόστος λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται τα προβλήματα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το χρέος που υπάρχει, είτε αφορά την εφορία, είτε τα ασφαλιστικά ταμεία είτε τα δάνεια προς τράπεζες και funds και το θέμα είναι το ποια θα είναι η πορεία των εξελίξεων, σε ένα πλαίσιο που είναι ασφυκτικό.

Είναι χαρακτηριστικό πως από την έρευνα -«Βαρόμετρο ΚΕΕΕ»– προκύπτει ότι η αισιοδοξία επικρατεί στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 € και απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους), ενώ στον αντίποδα απαισιοδοξία επικρατεί στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 € ετησίως -κυρίως ατομικές και μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις).

Άνοδος του κόστους για τις επιχειρήσεις
Για παράδειγμα, η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) ή αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%), όπως κατέδειξε η τελευταία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ.

Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%. Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.

Επιχειρήσεις: Έλλειψη ρευστότητας
Άλλωστε, η έλλειψη ρευστότητας παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, αντανακλώντας τη διαχρονικά περιορισμένη πρόσβασή τους σε χρηματοδοτικές πηγές, είτε για κεφάλαια κίνησης, είτε για επενδύσεις. Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφεται μείωση της ρευστότητας για σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις (55,9%). Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (29,6%) ή έχουν το πολύ για ένα μήνα (22,5%) ταμειακά διαθέσιμα, αντικατοπτρίζοντας το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Τα παραπάνω φαίνεται ότι δεν περνούν και κάτω από τα…ραντάρ υποστηρικτών της κυβέρνηση, όπως οι 11 βουλευτές που κατέθεσαν ερώτηση προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη. Στην ερώτηση τους, οι 11 βουλευτές τονίζουν, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών δεν στάθηκε αρωγός σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις λόγω και της ακατανόητης άρνησης κυρίως των εταιριών διαχείρισης να συμμετέχουν ενεργά στην προβλεπόμενη διαδικασία και μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα μετά από πιέσεις των αρμοδίων έδειξε κάποια μικρή ανοδική θετική πορεία.

«Ανοιχτές» στον δανεισμό
Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις είναι «ανοιχτές» και σε ένα σημαντικό εύρος δανείων. Επί παραδείγματι, οι servicers κατέχουν 22,788 δισ. ευρώ από δάνεια επιχειρήσεων και περίπου και 9,097 δισ. ευρώ από ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις, όπως έδειξαν και τα στοιχεία που ήρθαν χθες στη δημοσιότητα. Παράλληλα, τα χρέη των επιχειρήσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται κοντά στα 48 δισ. ευρώ και το θέμα είναι το τι θα πράξουν σε ένα ενδεχόμενο δυσμενέστερης αλλαγής του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο θα επηρεάσει και την Ελλάδα. Ιδίως, όταν βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πόλεμοι στη «γειτονιά» της Ελλάδας και οι γεωπολιτικές συνθήκες κρέμονται από μια κλωστή, η οποία θα μπορούσε να σπάσει ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Πηγή: ot.gr