Μεταμοσχεύσεις: Οι εξελίξεις που έλυσαν το πρόβλημα της ασυμβατότητας

Η επιστημονική έρευνα στο πεδίο της δωρεάς οργάνων και των μεταμοσχεύσεων τρέχει με αμείωτο ρυθμό, όπως αμείωτη παραμένει η ανάγκη για εύρεση λύσεων στο διαχρονικό πρόβλημα της ζήτησης και προσφοράς μοσχευμάτων: η πρώτη «τρέχει» διαρκώς ενώ η δεύτερη ακολουθεί «περπατώντας».

Τον περασμένο Μάιο, στο δελτίο τύπου για την 77η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε ότι οι μεταμοσχεύσεις συμπαγών οργάνων αυξήθηκαν κατά 52% το διάστημα 2010-2022. «Τα τελευταία στοιχεία του 2022 από το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Δωρεάς Οργάνων και Μεταμοσχεύσεων δείχνουν ότι ετησίως πραγματοποιούνται παγκοσμίως περισσότερες από 150.000 μεταμοσχεύσεις» σημείωνε, επισημαίνοντας εντούτοις το ζήτημα της δυσανάλογα αυξανόμενης ζήτησης. Το 2018, μόνο στην Ευρώπη, οι ασθενείς σε λίστα αναμονής για μεταμόσχευση ξεπερνούσαν τους 150.000.

«Πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις στον τομέα των μεταμοσχεύσεων» είχε τονίσει ο κ. Βασίλειος Παπαλόης, Καθηγητής Χειρουργικής Μεταμοσχεύσεων στο Imperial College του Λονδίνου, στο Ηνωμένο Βασίλειο και εκ των αρχιτεκτόνων του Εθνικού Σχεδίου για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Οργάνων, μιλώντας στο ygeiamou για τα έξι σημεία-κλειδιά για την ενίσχυση της δωρεάς οργάνων και των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα.

Στη συζήτησή μας, ο κ. Παπαλόης μίλησε για τη δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων, μια «μια πολυπαραγοντική θεραπευτική παρέμβαση που εμπλέκει [μεταξύ άλλων] χειρουργούς, παθολόγους, ανοσολόγους, ψυχολόγους, νοσηλευτές, φαρμακοποιούς», ως ένα από τα πλέον προωθημένα πεδία της επιστήμης, περιγράφοντας τα επιστημονικά επιτεύγματα που έλυσαν το πρόβλημα της ασυμβατότητας δότη και λήπτη μοσχεύματος, καθώς και το υπό μελέτη -και πολλά υποσχόμενο- project δημιουργίας «καθολικών μοσχευμάτων».

Ξεπερνώντας τα εμπόδια
«Για να γίνει μια μεταμόσχευση πρέπει να υπάρξει συμβατότητα της ομάδας αίματος -όχι ίδια ομάδα αίματος- και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση στο σύστημα των αντιγόνων ιστοσυμβατότητας (HLA antigens)» εξηγεί ο καθηγητής για τις δύο βασικές προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν να προχωρήσει η μεταμόσχευση χωρίς να υπάρξει υπεροξεία απόρριψη (ασύμβατη ομάδα αίματος) ή οξεία απόρριψη (αντιγόνα ιστοσυμβατότητας). «Όταν ερχόμαστε στο δεύτερο στάδιο, στη συμβατότητα των αντιγόνων ιστοσυμβατότητας, όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο καλύτερες πιθανότητες έχουμε να μην επέλθει απόρριψη και το μόσχευμα να επιβιώσει και να λειτουργήσει καλά μακροπρόθεσμα» προσθέτει. 

Για το πρόβλημα της ασυμβατότητας και πώς κάμπτεται σήμερα, ο κ. Παπαλόης εξηγεί: «Στις περιπτώσεις που έχουμε μη συμβατές ομάδες αίματος ή αυτό που λέμε “positive crossmatch”, δηλαδή υπάρχει αντίδραση του αίματος του λήπτη λόγω παρουσίας ειδικών εναντίον των αντιγόνων του δότη αντισωμάτων, σήμερα πλέον η μεταμόσχευση μπορεί να προχωρήσει με δύο διαφορετικούς τρόπους» 

  • Χιαστή μεταμόσχευση (Paired και pooled scheme)

Κατά τη χιαστί μεταμόσχευση, τα μεταμοσχευτικά κέντρα τοποθετούν τα ζευγάρια δότη-λήπτη με έλλειψη συμβατότητας σε μια κοινή βάση δεδομένων (pool). Ο υπολογιστής διασταυρώνει τις πληροφορίες για να βρει συμβατό λήπτη και δότη, κι έτσι δημιουργείται ένα δίκτυο ανταλλαγής νεφρών ή άλλων μοσχευμάτων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σημειώνει ο καθηγητής, γίνεται ανταλλαγή μέχρι τριών ζευγαριών, ενώ στις ΗΠΑ, όπου έχουν μεγαλύτερη βάση δεδομένων, δημιουργούνται ευρύτερες αλυσίδες. «Η χιαστή ανταλλαγή, μέσα στα τελευταία 5-10 χρόνια, έχει πολλαπλασιάσει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τον αριθμό των μεταμοσχεύσεων από ζώντες δότες, οι οποίες προηγουμένως δεν ήταν πολύ συχνά δυνατές».

  • Πλασμαφαίρεση

Είναι μια μέθοδος «καθαρισμού» του αίματος του λήπτη από τα αντισώματα που αντιδρούν απέναντι στα αντιγόνα είτε στην ομάδα αίματος του δότη. Η διαδικασία μοιάζει τεχνικά με την αιμοκάθαρση και, καθώς σημειώνει ο κ. Παπαλόης, χρειάζεται να επαναληφθεί δέκα ή και περισσότερες φορές για να εξασφαλιστεί πιο σταθερό αποτέλεσμα. «Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μπορούμε να απαλλάξουμε τον λήπτη από τα αντισώματα και να κάνουμε τη μεταμόσχευση εφικτή». Σήμερα, αν και λιγότερο δημοφιλής από τη χιαστί ανταλλαγή, συνεχίζει να γίνεται στα περισσότερα κέντρα του κόσμου με πολύ σημαντική επιτυχία . Ιδιαίτερα στον τομέα της μεταμόσχευσης από ζώντα δότη, διαδραματίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο, αναφέρει ο καθηγητής, κατά τις εκτιμήσεις του οποίου έχει οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση, κατά 30-40%. 

Ο κ. Παπαλόης στέκεται σε ένα εντυπωσιακό στοιχείο για την πλασμαφαίρεση: «Μετά τη μεταμόσχευση, το σώμα του λήπτη αντιδρά σαν να υπήρχε πλήρης συμβατότητα εξαρχής. Ενώ θα περιμέναμε τα αντισώματα να επανεμφανιστούν και να επηρεάσουν αρνητικά τη διαδικασία, αυτό δεν συμβαίνει, κάτι αξιοπερίεργο και άξιο μελέτης» εξηγεί στο ygeiamou και προσθέτει ότι, από ανοσολογική πλευρά, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα είναι πάρα πολύ καλά

Δημιουργία «καθολικών» οργάνων για μεταμοσχεύσεις

Το 2022, ομάδα από το Ερευνητικό Εργαστήριο Θωρακοχειρουργικής Latner και το Κέντρο Μεταμοσχεύσεων Ajmera του University Health Network στον Καναδά δημοσίευσαν στο Science Translational Medicine μελέτη τους που απέδειξε ότι είναι δυνατή η ασφαλής αλλαγή της ομάδας αίματος σε όργανα που προορίζονται για μεταμόσχευση. Το ίδιο έτος, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Cambridge κατάφεραν να τροποποιήσουν τον τύπο αίματος σε τρεις νεφρούς από θανόντες δότες, μια «πρωτοποριακή ανακάλυψη» όπως εξήγησαν, «που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τους νεφροπαθείς».

Ρωτήσαμε τον κ. Παπαλόη για το εγχείρημα δημιουργίας καθολικών οργάνων προς μεταμόσχευση, ανεξάρτητων δηλαδή από τις ομάδες αίματος. «Η διαδικασία περιλαμβάνει τη λήψη του οργάνου από τον δότη και την τοποθέτησή του με μια μηχανή εξωσωματικής κυκλοφορίας (extracorporeal machine perfusion), όπου περνάμε μέσα από το μόσχευμα είτε ένα διάλυμα συντήρησης είτε ανθρώπινο αίμα, το οποίο έχει ηπαρινιστεί ώστε να μην σχηματιστούν θρόμβοι» εξηγεί. «Ουσιαστικά εμπλουτίζουμε το υγρό συντήρησης ή το αίμα με συγκεκριμένα ένζυμα που “καταστρέφουν” τα αντιγόνα, που είναι η έκφραση της ομάδας αίματος. Με αυτόν τον τρόπο, το όργανο γίνεται “ουδέτερο” από πλευράς ομάδας αίματος και γι’ αυτό μπορεί να μεταμοσχευθεί σε οποιονδήποτε ασθενή».

«Έχει γίνει αρκετή δουλειά πάνω σε αυτό στο Πανεπιστήμιο του Cambridge» σχολιάζει ο καθηγητής, θεωρώντας ότι, καίτοι αποδεδειγμένα εφικτό και με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, πρόκειται για περίπλοκη διαδικασία που πρέπει να τεθεί στη βάση της επιστημονικής διερεύνησης με μεγάλης κλίμακας κλινικές μελέτες, κάτι «πάρα πολύ δύσκολο» επί του παρόντος.
Πηγή: ygeiamou.gr