Ο Αλεσάντρο Πορτέλι ανέλυσε σε εκδήλωση στον Βόλο πως μια πόλη οδηγήθηκε από το “κόκκινο στο μαύρο”

Τι συνέβη με την εργατική τάξη στην Ιταλία; Γιατί η αριστερά δεν είναι πλέον το «φυσιολογικό» σημείο αναφοράς της και όλο πιο συχνά ο πολιτικός της ορίζοντας μαυρίζει;
Ο Αλεσάντρο Πορτέλι διερευνά αυτή την εντυπωσιακή «ανθρωπολογική μετάλλαξη» μεταβαίνοντας στο πεδίο μιας εμβληματικής πραγματικότητας και συγκεντρώνοντας δεκάδες ιστορίες και μαρτυρίες από μια παραδοσιακά κόκκινη πόλη, έδρα μιας από τις πιο σημαντικές βιομηχανίες της Ιταλίας, με μεγάλη παράδοση απεργιών και εργατικών αγώνων, η οποία αποφασίζει να απομακρυνθεί από την ιστορία της και να περάσει στην «απέναντι όχθη», παραδιδόμενη πρώτα στα χέρια μιας δημοτικής αρχής της άκρας δεξιάς και, πέντε χρόνια αργότερα, ενός μεγιστάνα της επαρχίας που φιλοδοξεί να γίνει ένας νέος Μπερλουσκόνι. Η πόλη είναι το Τέρνι, μια πόλη όπου ο Πορτέλι πραγματοποίησε επί δεκαετίες έρευνες προφορικής ιστορίας, παίρνοντας συνεντεύξεις από εκατοντάδες ανθρώπους και μελετώντας τα βάθη της ψυχής τους. Στις σελίδες του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα στον Βόλο, στο Θεατρίνι,  προσπαθεί να παρακολουθήσει την πορεία των τελευταίων δέκα χρόνων, η οποία οδήγησε την πόλη «από το κόκκινο στο μαύρο».

Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε και η απογοήτευση των παραδοσιακά αριστερών εργατικών στρωμάτων από την «κυβερνώσα αριστερά» και συγκεκριμένα από το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντζι. Το Δημοκρατικό Κόμμα που ψήφισε μια νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, αφαιρώντας σημαντικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Και στο κενό που άφησαν οι διάδοχοι του κάποτε ισχυρού ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος εισχώρησαν οι αντι-ελίτ ρητορικές των ηγετών της ακροδεξιάς. Ο αρχηγός της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι, στον λόγο που εκφώνησε το 2018 στο Τέρνι, εμφανιζόταν σαν απλό παιδί του λαού, σαν ένας «κανονικός» οικογενειάρχης, και ειρωνευόταν τους ευρωπαίους ηγέτες Μακρόν και Μέρκελ. Μιλούσε στο στομάχι και ταυτιζόταν ψυχολογικά με όσους αισθάνονται απειλούμενοι, πληγωμένοι, ταπεινωμένοι. Όπως τονίζει ο Πορτέλι, χρόνια πριν ο κομμουνιστής δήμαρχος Ραφαέλι, μιλώντας στην ίδια πλατεία, χρησιμοποιούσε φαινομενικά την ίδια γλώσσα, όμως υπάρχει μια βασική διαφορά: Το 2004, το Τέρνι κλήθηκε να αντισταθεί στις οικονομικές πολιτικές των ισχυρών της Ευρώπης, το 2018 κλήθηκε να στραφεί ενάντια στους αδύναμους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

«Εμένα μου σκότωσαν το όνειρο»

Παρακάτω θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το τέλος του δεύτερου κεφαλαίου που έχει τίτλο «Κόκκινο Ηλιοβασίλεμα». Το απόσπασμα ξεκινάει με τη μαρτυρία του Ρομπέρτο Αναφρίνι, πρώην εργάτη της χαλυβουργίας που δέχτηκε την τότε δελεαστική πρόταση της διοίκησης να εγκαταλείψει το εργοστάσιο έναντι μπόνους αποχώρησης 80.000 ευρώ. Σκοπός του ήταν να πραγματοποιήσει ένα παλιό όνειρο, να μεταναστεύσει για πάντα στην Κούβα. Όμως το όνειρο δεν ολοκληρώθηκε και γύρισε στο Τέρνι ύστερα από τρεις μήνες.

«Το 2014 ήταν πλέον σαφές ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε κάποιες μάχες, αλλά οι αγώνες τελείωσαν. Η μόνη μάχη ήταν αυτή για τις επιταγές, ογδόντα χιλιάδες μεικτά, και την έκανα αυτή τη μάχη. Δεν υπήρχε πια δυνατότητα για αληθινούς αγώνες, από μέσα από το πόστο μας, ούτε στο συνδικαλιστικό, ούτε στο κυβερνητικό επίπεδο. Εμένα με σκότωσαν, αυτή η χώρα του κώλου. Γιατί όταν μπήκα στη χαλυβουργία, είχα δικαιώματα και αυτά τα δικαιώματα μου τα πήραν. Όταν μπήκα, έπαιρνες σύνταξη στα 57 σου με ένσημα 35 χρόνων. Και η σύνταξη ήταν 1650 ευρώ. Όταν έφυγα μετά από 16 χρόνια δουλειάς, η ηλικία συνταξιοδότησης είχε ανεβεί από τα 57 στα 67 και τα 1650 ευρώ είχαν γίνει χίλια. Επομένως αυτά μου τα αφαίρεσαν, και τα αφαίρεσαν από όλους. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους εργάτες έλεγαν ότι οι συνδικαλιστές που στη Ρώμη δεν υπέγραφαν για το επίδομα αποχώρησης των 100.000 ευρώ ανά εργάτη, δηλαδή 50 εκατομμύρια για 500 εργάτες, έπειτα υπέγραψαν για 80.000, κι έτσι βοήθησαν την Thyssen να εξοικονομήσει δέκα εκατομμύρια στην πλάτη των εργατών. […] Οι συνδικαλιστές αυτοί που έπρεπε να κάτσουν να εξηγήσουν στους εργάτες ότι υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και ότι αυτοί, σαν εργάτες που είναι, είναι μέρος μιας πολύ συγκεκριμένης τάξης, που είναι η προλεταριακή. Αλλιώς θα συνέβαινε αυτό που πράγματι συνέβη, δηλαδή ότι ο εργάτης, επειδή αγόρασε ένα αυτοκίνητο SUV, νομίζει ότι έχει γίνει ένας μικρός αστός. Εμένα μου σκότωσαν το όνειρο. Και αυτό συνέβη και σε τόσους άλλους. Τώρα πια νέκρωσαν τα πάντα. Όλα είναι σβησμένα». […]

Μια κατάρρευση ταυτοτήτων

Το 1952-53, ο εργάτης βάρδος Ντάντε Μπαρτολίνι τραγουδούσε: «Ο σοσιαλισμός είναι η ελπίδα μας/ των εργαζομένων είναι αυτή η ιστορία / Δεν είναι μακριά η μεγάλη νίκη/ Εργαζόμενοι προχωράτε εμπρός». Βρέθηκαν μπροστά σε μαζικές απολύσεις, αλλά υπολογίζανε ακόμα στη μεγάλη νίκη που θα ερχόταν. Το Φεβρουάριο 2004 και το φθινόπωρο 2014 δεν υπήρχε ίχνος ελπίδας, νίκης ή μέλλοντος. Οι εργάτες έκαναν τις ίδιες δράσεις με τους πατεράδες και τους παππούδες τους, αναγνωρίζονταν σε αυτή τη μνήμη, αλλά η γλώσσα και ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων είχε αλλάξει: από τη συλλογική ελπίδα να είμαστε όλα, όλοι μαζί, όπως στους στίχους της Διεθνούς, περάσαμε στον φόβο να τα χάσουμε όλα, τη θέση εργασίας, το στεγαστικό δάνειο, το ένα μετά το άλλο: «Εκείνος ο κόσμος κατέρρεε, και όταν υπάρχει κατάρρευση, δημιουργείται μια ώθηση προς τα συντηρητικά, προστατευτικά αντανακλαστικά, ακριβώς αυτό που ζούμε σήμερα. Η αργή κατάρρευση της χαλυβουργίας είναι μια κατάρρευση ταυτοτήτων, αλλά είναι επίσης μια πληγή, μια βλάβη στην κουλτούρα της πόλης, η αντίδραση της οποίας είναι, ακριβώς, μια αντιδραστική αντίδραση. Μια συντηρητική αντίδραση» (Λεονάρντο Ντελόγκου, καλλιτέχνης περφόρμανς). […]

Λέει ο Μπρους Σπρίνγκστιν, μιλώντας για έναν εργάτη που έχασε τη δουλειά του: «Τι να απογίνει ένα όνειρο που δεν πραγματοποιείται; Μεταμορφώνεται σε ψέμα, σε κατάρα ή σε κάτι χειρότερο;» Τo όνειρο του λαμπερού ήλιου του μέλλοντος διαλύθηκε, λερώθηκε και δεν σταθήκαμε ικανοί να βρούμε ένα άλλο όνειρο. «Ο κόσμος είναι πλέον απογοητευμένος, έδειξε αντοχή, μεγάλη αντοχή, έβλεπαν μπροστά τους έναν αντικατοπτρισμό. Τους διέλυσαν κι αυτό, αποδείχτηκε ακριβώς ότι ήταν ένας αντικατοπρισμός, όταν φτάνεις εκεί, δεν υπάρχει τίποτα» (Νέβιο Μπρουνόρι, εργάτης της χαλυβουργίας). Ενώ η ενότητα στον αγώνα διασπόταν σε ατομικές σανίδες σωτηρίας, η Δεξιά μπόλιαζε και άλλους φόβους πάνω στις δικαιολογημένες ανησυχίες των εργαζομένων που κινδύνευαν να χάσουν σπίτι και δουλειά: η μετανάστευση, η εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά… Αλλά όταν εξαφανίζεται η κοινή ελπίδα, το προσωπικό μέλλον γίνεται απειλητικό, το αναβαλλόμενο όνειρο αρχίζει να σαπίζει, όταν δεν αγωνίζεσαι πλέον για να κατακτήσεις έναν αντικατοπτρισμό, αλλά μόνο για να μην πνιγείς, ο αντικατοπτρισμός μετατρέπεται σε εφιάλτη γεμάτο τέρατα.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου της Ένωσης Προφορικής Ιστορίας που θα γίνει 8-10 Νοεμβρίου στο Αμφιθέατρο Σαράτση, κτίριο Παπαστράτου, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Για το βιβλίο μίλησαν:
– Κώστας Μανωλίδης, Καθηγητής Αρχιτεκτονικής, Παν. Θεσσαλίας
– Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, Ομ.Καθ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Παν. Θεσσαλίας
– και ο συγγραφέας.
Συντονίζει η Αννίτα Πρασσά, Δρ. Ιστορίας, Προϊσταμένη των Γ.Α.Κ. Μαγνησίας.
Το βιβλίο πραγματεύεται ένα εξαιρετικά επίκαιρο και σημαντικό θέμα: πώς το Τέρνι, μια βιομηχανική πόλη της Ιταλίας με μακρόχρονη αριστερή παράδοση, στρέφεται προς τη δεξιά και ακροδεξιά κάτω από το βάρος της αποβιομηχάνισης και άλλων κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων.
Ο Αλεσάντρο Πορτέλι είναι ένας από τους πιο γνωστούς πρωτεργάτες της προφορικής ιστορίας στον κόσμο, δίδαξε Αγγλοαμερικανική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο “La Sapienza” της Ρώμης και είναι πρόεδρος του συλλόγου κριτικής μελέτης του λαϊκού πολιτισμού Gianni Bosio. Ανάμεσα στα θέματα που έχει ερευνήσει συγκαταλέγονται η ιστορία της εργατικής τάξης στο Τέρνι και στο Kentucky (ΗΠΑ), τα γερμανικά αντίποινα και η «διχασμένη μνήμη» που προκάλεσαν, οι μετανάστες πλανόδιοι μουσικοί, ο Bruce Springsteen. Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και τα άρθρα του για την ερμηνεία των συνεντεύξεων προφορικής ιστορίας. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον «Τι καθιστά την προφορική ιστορία διαφορετική (2023)».