Λένε πως από τα τέλη του Σεπτέμβρη οι τρεις σκυθρωπές κόρες του χειμώνα, οι Παγωμάρες, γυρνάνε σε όλη την Θεσσαλία και συλλέγουν υλικά για το εργόχειρό τους: πρωινή πάχνη από τα παμπρίζ αυτοκινήτων που σκουριάζουν μαζί με τους νεκρούς ιδιοκτήτες τους στις άκρες χωραφιών, κρυσταλλωμένους ιστούς από χαντάκια γεμάτα σήψη, παγερές δροσοσταλίδες από πηγές που ο πολιτισμός δεν έχει αγγίξει, τις τελευταίες ανάσες οδοιπόρων που δεν άντεξαν το νυχτερινό ψύχος, φεγγαρογέννητους ίσκιους σκιάχτρων που δεν απωθούν μονάχα πουλιά, χλωμές σταγόνες από το αίμα του πεθαμένου καλοκαιριού, σάρκες από σύννεφα τόσο πυκνά που χλευάζουν τον ήλιο, νύχια από χέρια χαμένα σε καθρέφτες, την αντανάκλαση των άστρων σε λεκάνες γεμάτες μαύρο νερό.
Με το που μπαίνει ο Νοέμβριος, οι Παγωμάρες αρχίζουν να σκαρώνουν με όλα αυτά τα πράγματα ένα πελώριο υφαντό που όλο και παίρνει να ανεβαίνει, να υψώνεται σαν αχανής καπνός προς το στερέωμα. Μόλις τελειώσουν το έργο τους, την τελευταία νύχτα του φθινοπώρου, πιάνει η κάθε Παγωμάρα από μια άκρη του πελώριου εργόχειρου και πετάει σε μια βουνοκορφή για να τη δέσει: η μια στην Καράβα πάνω στα Άγραφα, η δεύτερη στο Πήλιο και η τρίτη γαντζώνει τη δικιά της άκρη στην κορυφή του Ολύμπου. Κι όταν ολόκληρη η Θεσσαλία έχει καλυφθεί με την ξεπαγιασμένη αυτή αυλαία, τότε εισέρχεται στα μέρη μας ο πατέρας τους, ο χειμώνας, με κάπα την αδιαπέραστη καταχνιά και τον βαρύ χιονιά για όπλο του.