«Και η μάνα; Γιατί τον άφηνε;»

Της Λίνας Γιάνναρου

Πίσω από κάθε βίαιο άνδρα βρίσκεται μια γυναίκα που κατηγορείται για τις πράξεις του. Στην υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής, όπως είναι γνωστή, το μοτίβο επαναλήφθηκε. «Εγώ πιστεύω ότι φταίει η μάνα». «Εγώ σ’ αυτήν ρίχνω το φταίξιμο. Πώς είναι δυνατόν να αφήνεις τα παιδιά σου εκτεθειμένα τόσο καιρό;». «Γιατί σιώπησε;». «Γιατί το ανέχτηκε;». Μερικές από τις αντιδράσεις σε ένα πρόχειρο γκάλοπ τις προηγούμενες ημέρες.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ενώ είναι ο αστυνομικός αυτός που –σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία– προέβαινε σε αποτρόπαιες πράξεις εις βάρος της ίδιας και των παιδιών τους, είναι η σύζυγός του που συγκεντρώνει την οργή μέρους της κοινωνίας; «Γιατί τέρατα κι ανθρωποειδή θα υπάρχουν πάντα. Το θέμα είναι το υγιές περιβάλλον τριγύρω τι κάνει», σχολιάζει στην «Κ» η κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, Αννα Κανδαράκη. «Από την κλινική μου εμπειρία γνωρίζω ότι ο θυμός των παιδιών είναι πολύ μεγαλύτερος για εκείνον που υπέμεινε τη βία, παρά για τον κακοποιητή. Μιλώντας με ενηλίκους που υπήρξαν θύματα βίας ως παιδιά, ενώ για τον κακοποιητή βγάζουν οίκτο και αηδία –δεν μπορείς να θυμώσεις με ένα ζώο–, για τον άλλον γονέα βγάζουν θυμό που δεν τους προστάτευσε».

Η στρουθοκάμηλος

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο καθηγητής και επικεφαλής ερευνητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Μπικόκα του Μιλάνου, Αντώνιος Ντακανάλης. Διευκρινίζοντας ότι ο ρόλος της μητέρας σ’ αυτήν τη δυσώδη υπόθεση δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί, λέει: «Η φράση, “το μόνο που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το κακό είναι οι καλοί άνθρωποι να μην κάνουν τίποτα”, ίσως έχει εφαρμογή εδώ, ίσως όχι. Το σίγουρο πάντως είναι ότι πέρα από τον δράστη υπάρχουν και οι παθητικοί συνεργοί, “enablers” αποκαλούνται στη βιβλιογραφία, άνθρωποι που ξέρουν αλλά δεν μιλούν είτε γιατί φοβούνται τα χειρότερα είτε γιατί δεν θέλουν να μπλέξουν είτε γιατί δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Οι μητέρες γνωρίζουν, αλλά συχνά επιλέγουν να αγνοούν την προβληματική συμπεριφορά για να αποφύγουν τις συγκρούσεις, επειδή ντρέπονται τον κοινωνικό περίγυρο, επειδή έχουν μια διαστρεβλωμένη ιδέα περί οικογενειακής ενότητας, επειδή θεωρούν ότι “μπόρα είναι θα περάσει” είτε γιατί έχουν πέσει σε κατάθλιψη και αδυνατούν κυριολεκτικά να κάνουν οτιδήποτε, ακόμη και να σηκωθούν από το κρεβάτι. Υπάρχει και ένας μηχανισμός που συχνά αναπτύσσουν οι άνθρωποι όταν έρχονται αντιμέτωποι με ψυχοπιεστικά γεγονότα, ο μηχανισμός της άρνησης – δεν βλέπουν αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και αρνούνται τα σημάδια. Δικαιολογούν κάθε είδους συμπεριφορά, ελαχιστοποιούν τα προβλήματα, απομακρύνουν τα γεγονότα από το οπτικό και ψυχολογικό τους πεδίο. Είναι η συμπεριφορά της στρουθοκαμήλου, που κρύβει το κεφάλι της στην άμμο όταν αντιμετωπίζει κίνδυνο».

«Μιλώντας με ενηλίκους που υπήρξαν θύματα βίας ως παιδιά, ενώ για τον κακοποιητή βγάζουν οίκτο και αηδία, για τον άλλον γονέα βγάζουν θυμό που δεν τους προστάτευσε».

Ανεξάρτητα πάντως με τη συγκεκριμένη υπόθεση, η κοινωνία στρέφει τα πυρά προς τις γυναίκες γιατί «η πατριαρχία και ο σεξισμός είναι βαθιά ριζωμένα στα κοινωνικά μας αντανακλαστικά», όπως λέει η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Eλενα-Ολγα Χρηστίδη. «Εχει χτιστεί η ιδέα της μητρότητας ως μια ανώτερη, ιερή ιδιότητα που οφείλει να ξεπερνάει όλα τα εμπόδια που θα λύγιζαν κάθε άνθρωπο, με αποτέλεσμα συχνά να κανονικοποιούμε την ακραία έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία από άνδρες – θύτες, που ακόμη και σε απεχθείς περιπτώσεις η ευθύνη δεν βαραίνει πρωτίστως ή κυρίαρχα αυτούς, αλλά κάποια γυναίκα –μητέρα, σύζυγο– που την επέτρεψε, την ανέχτηκε ή ακόμη και την προκάλεσε». Oπως σημειώνει, σε αυτές τις περιπτώσεις τα όρια της «ανοχής» έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. «Η μητέρα – θύμα ζει υπό καθεστώς πλήρους ψυχοσυναισθηματικού ελέγχου, έχει απολέσει τα αντανακλαστικά της ενεργούς αυτοπροστασίας και έπειτα προστασίας των παιδιών της, τελεί σε καθεστώς τρόμου και νοηματοδότησης της πραγματικότητας αποκλειστικά και μόνο μέσα από τα φίλτρα που της έχουν επιβληθεί από τον κακοποιητή της, δεν αυτενεργεί και δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε δυνατότητα να βρεθεί εκτός του κακοποιητικού πλαισίου».

«Οι μητέρες συχνά επιλέγουν να αγνοούν την προβληματική συμπεριφορά για να αποφύγουν τις συγκρούσεις, επειδή ντρέπονται τον κοινωνικό περίγυρο κ.λπ.».

Τα θύματα άλλωστε, όπως σχολιάζει ο κ. Ντακανάλης, τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους για τα δεινά τους. «Ειδικά τα παιδιά τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους που θύμωσαν τον μπαμπά και τείνουν να αποδέχονται την “τιμωρία” ως φυσική συνέπεια του δικού τους “παραπτώματος”. Μην ξεχνάμε ότι για τα παιδιά οι γονείς τους είναι ο κόσμος όλος, αλάθητοι και παντοδύναμοι – αν φταίει κάποιος, αυτό είναι το παιδί». «Σε οικοτροφεία που έχω εργαστεί», λέει η κ. Κανδαράκη, «παιδιά με κακοποιητικούς γονείς τούς περίμεναν πώς και πώς τα Σαββατοκύριακα. Πριν από την προεφηβεία, ο γονιός είναι ο ήρωας. Φανταστείτε ο γονιός να είναι και αστυνομικός σε τι σύγχυση θα βρίσκονταν τα παιδιά». Και με τη σύζυγό του, συνεχίζει η ίδια, «αισθάνομαι ότι μπορεί να υπήρχε και απόλυτη ενσωμάτωση, σχεδόν γονεϊκή σχέση. Η γυναίκα ήταν η μεγάλη του κόρη, τρόπον τινά, γι’ αυτό και τη χειραγωγούσε απολύτως».

Βόμβες στον ψυχισμό

Το μέλλον είναι άδηλο για τα παιδιά – θύματα. «Οι πρώιμες τραυματικές εμπειρίες δύναται να λειτουργήσουν ως βραδυφλεγείς βόμβες στον ανθρώπινο ψυχισμό, προκαλώντας πληθώρα ψυχονοητικών προβλημάτων και ελλειμμάτων, που ναρκοθετούν την ομαλή ανάπτυξη και φυσιολογική ενήλικο ζωή», σημειώνει ο ψυχίατρος, διδάκτωρ Ψυχιατροδικαστικής ΕΚΠΑ και πρόεδρος κλάδου Διπλής Διάγνωσης της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, Γεώργιος Τζεφεράκος. Η παραμέληση και η κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες για την εκδήλωση προβλημάτων ψυχικής υγείας κατά την ενήλικη ζωή, όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες, η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές κ.ά. «Το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των τραυματικών εμπειριών είναι ότι ένα παιδί προδίδεται από έναν δεσμό που θα έπρεπε να είναι ασφαλής. Ο κακοποιητικός γονιός παραβιάζει τη βασική αρχή της γονεϊκότητας, την ασφάλεια. Το παιδί κακοποιείται από τους ανθρώπους που έχουν την αποστολή της προστασίας και της φροντίδας του. Αυτό μπορεί να αποτελέσει για κάποια παιδιά την κυρίαρχη πηγή διαρκούς ανασφάλειας, στρες, συναισθηματικής απορρύθμισης και δυσκολίας σύναψης υγιών σχέσεων».

kathimerini.gr