Μετά από πολλά χρόνια που ο πατέρας ασκεί με ευσυνειδησία καθήκοντα ανακριτή σε καθημερινές υποθέσεις, παίρνει προαγωγή για τη θέση του ανακριτή σε υποθέσεις που αφορούν απευθείας το καθεστώς και που οι τυχόν καταδίκες μπορούν ακόμη και να επιφέρουν τη θανατική ποινή. Η γυναίκα του και οι δυο μεγάλες του κόρες, κάπου κοντά στα τέλη της εφηβείας, θα έχουν μάλλον την ευκαιρία να ζήσουν μια καλύτερη ζωή από πριν από πλευράς υλικών συνθηκών, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές ώστε να μην «δίνουν δικαιώματα» με την αναλογική και την ψηφιακή ζωή τους. Επίσης είναι μάλλον προτιμότερο να μην πολυσυζητιέται προς τα έξω η προαγωγή του πατέρα, καθώς οι θέσεις αυτές κάθε άλλο παρά λαοφιλείς είναι.
Η χρονική συγκυρία της προαγωγής δεν αποδεικνύεται ευτυχής όμως, καθώς ξεσπούν στην Τεχεράνη οι διαδηλώσεις για τη δολοφονία της Μάχσα Αμινί και το κίνημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» διεκδικεί δικαιώματα. Τα δυο νεαρά κορίτσια δεν μπορούν να μείνουν ασυγκίνητα με όλα αυτά, ο πατέρας ταυτόχρονα καταλαβαίνει ότι δεν είναι τόσο εύκολο να συνεχίσει να ασκεί το λειτούργημά του λογοδοτώντας μόνο στη συνείδησή του, ενώ ένα καταλυτικής σημασίας γεγονός που δεν μοιάζει αρχικά να έχει εξήγηση θα βάλει σε έντονη δοκιμασία τα θεμέλια της ως τότε δεμένης οικογένειας.
Αν με αρκετή δόση υπερβολής και εν τη ευρεία έννοια κάθε ταινία είναι μια πολιτική πράξη, αν πάντως ειδικά μια πολιτική ταινία, μια ταινία που και στο πρώτο της επίπεδο έχει πολιτική θεματολογία, είναι και εξ ορισμού μια πολιτική πράξη, σε περιπτώσεις όπως «Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς» η πολιτική πράξη συμπεριλαμβάνει όχι μόνο όσα δείχνει και θέλει να περάσει το έργο, αλλά κατεξοχήν και τις συνθήκες της ίδιας του της δημιουργίας, τα εμπόδια που χρειάστηκε να καταπολεμηθούν, τις συνέπειες που είχε η δημιουργία του.
Ας πούμε κι ο Κεν Λόουτς κάνει πολιτικό ή και στρατευμένα πολιτικό σινεμά, αλλά θεωρητικά τουλάχιστον και εφόσον βρίσκει χρηματοδοτήσεις έχει την ελευθερία να το κάνει, χωρίς να κινδυνεύει από πολιτικές διώξεις ή λογοκρισία. Στην περίπτωση του Iρανού Μοχάμαντ Ρασούλοφ όμως τα πράγματα ήταν πολύ αλλιώς: είχε φυλακιστεί στο παρελθόν για αντικαθεστωτική δράση, κατά τα γυρίσματα του «Σπόρου της Ιερής Συκιάς» έμαθε ότι καταδικάστηκε ξανά, ολοκλήρωσε τα γυρίσματα περίπου μυστικά, έστειλε το υλικό στη Γερμανία για να το μοντάρουν βάσει των οδηγιών του και έφυγε κρυφά απ’ τη χώρα προς την Ευρώπη, διασχίζοντας βουνά και άλλα τέτοια, περίπου αδιανόητα όταν μιλάμε για σινεμά.
Και είναι τόσο καθοριστικό όλο αυτό που περιστοιχίζει την ταινία, που με κάνει να αναρωτιέμαι: όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοιες παραμέτρους, πραγματικά εμένα τι μου απομένει να κάνω; Να κάτσω να ψειρίσω τι δεν μου άρεσε και γιατί; Ίσως θα μπορούσε να τελειώσει λοιπόν κάπου εδώ το κείμενο. Να πω πόσο τιμώ την ταινία ως πολιτική πράξη, να της πιστώσω ότι μας δείχνει και πόσο χάλια είναι η κατάσταση στο Ιράν και να το αφήσουμε κάπου εδώ, αναφέροντας κι ότι τιμήθηκε στις Κάννες με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, ενώ είναι πιθανό να τιμηθεί και στα όσκαρ, όπου βρίσκεται ήδη στη shortlist των διεθνών ταινιών, ως υποψηφιότητα της Γερμανίας.
Όπως μάλλον ήδη θα κατάλαβε o πεπειραμένος αναγνώστης, δεν θα το αφήσω κάπου εδώ και θα το ψειρίσω λίγο, χωρίς πάντως αυτό να αναιρεί ή να σχετικοποιεί το πόσο τιμώ την ταινία ως πολιτική πράξη. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι υπάρχει το εξής παράδοξο. Ότι θεωρώ πως έχω δει και σε ένα μικρό έστω βαθμό καταλάβει την ιρανική κοινωνία πολύ καλύτερα από μια σειρά άλλες ταινίες, απ’ ό,τι είδα και κατάλαβα εδώ. Ότι αν δεν υπήρχε το ιρανικό σινεμά, η εικόνα που θα είχα εγώ για το Ιράν θα ήταν πολύ πιο στενή, πολύ πιο περιορισμένη, πολύ πιο μονοθεματική, πολύ ενός θεοκρατικού καθεστώτος και μόνο. Όχι μόνο στις ταινίες του Φαραντί αλλά ας πούμε και στο σχετικά πρόσφατο «H Λέιλα και τα Αδέρφια της» του Σαΐντ Ρουστάγι, το ιρανικό σινεμά εξακολουθεί να μας προσφέρει όχι μόνο εξαιρετικές ταινίες, αλλά και ταινίες που, παρά τα εμπόδια της λογοκρισίας, μας πετάνε μέσα στην καρδιά της ιρανικής κοινωνίας, παρουσιάζοντάς μας μια κοινωνία πολυσύνθετη και πολυεπίπεδη, που απέχει πόρρω από απλουστευτικές δυτικές προκαταλήψεις.
Μα αφού έχουν να αντιμετωπίσουν τη λογοκρισία, δεν ισχύει ότι δεν μπορούν να μιλήσουν για πράγματα που θα ήθελαν; Πιθανότατα ναι. Πρόκειται για κάτι αμελητέο; Κάθε άλλο. Άρα αφού κάτι μένει στην άκρη, δεν είναι και η εικόνα που μεταδίδουν μη αντιπροσωπευτική; Μάλλον. Άρα; Άρα, δεν ξέρω. Και ξέρω ότι μάλλον θα έπεφτε δικαιολογημένα πολιτικά κεραυνός να με κάψει αν έλεγα ότι ο Ρασούλοφ επιστρέφει στη Δύση μια εικόνα του Ιράν οικεία στην ίδια, μια εικόνα που ήδη και έχει και προτιμά να έχει. Πάντως εκείνο που δεν κάνει, γιατί προφανέστατα δεν έχει την αντικειμενική δυνατότητα να το κάνει, είναι να μας δείχνει σχεδόν οτιδήποτε εκτός των οικιακών τειχών. Η κοινωνία στην ταινία του εισβάλλει μόνο μέσα από αποσπάσματα από τα σόσιαλ μίντια από τις αληθινές διαδηλώσεις για τη δολοφονία της Μάχσα Αμινί.
Στο σινεμά του Φαραντί το βασικό αφηγηματικό του τρικ και όπλο είναι ότι μέσω ενός αστυνομικού τύπου μυστήριο κι ενός σασπένς για το τι τελικά έχει γίνει και γιατί, οδηγούμαστε σιγά σιγά σε ακτινογραφίες των μηχανισμών λειτουργίας της ιρανικής κοινωνίας. Στον «Σπόρο της Ιερής Συκιάς» είναι δυστυχώς σαν το πράγμα να λειτουργεί αντίστροφα: ξεκινάμε από τη μεγάλη εικόνα, από το πώς είναι συνολικά πολιτικά η κατάσταση, για να οδηγηθούμε αντίστροφα από το μεγάλο στο μικρό, απ’ το γενικό στο ειδικό, καθώς η πολιτική κατάσταση διεισδύει στα άδυτα μιας οικογένειας και το αστυνομικού τύπου μυστήριο μας οδηγεί τελικά, αντί σε μια περαιτέρω και βαθύτερη αλήθεια, σε ψυχολογισμούς, σε καταστάσεις ατομικών συμπεριφορών οι οποίες μοιάζουν σε ένα βαθμό και έωλες.
Ο Ρασούλοφ στην ανάγκη του να μετατραπούν οι χαρακτήρες της οικογένειας σε σύμβολα, μοιάζει να αφήνει στην άκρη, να ξεχνά, να μην συνυπολογίζει ακριβώς ότι υποτίθεται πως είναι παράλληλα αληθινοί άνθρωποι. Και ως τέτοιοι, από ένα σημείο και ύστερα, λειτουργούν (δύο τουλάχιστον εξ αυτών, ή έστω ένας, ή έστω μία εξ αυτών) με τρόπους αψυχολόγητους. Ως σύμβολα της μίας ή της άλλης πλευράς μπορεί να βγάζει νόημα η συμπεριφορά τους. Ως πατέρας, ως κόρη, ως μάνα της συγκεκριμένης οικογένειας, στη συγκεκριμένη συνθήκη και με τις συγκεκριμένες παραμέτρους βγάζει πολύ λιγότερο.
Από την άλλη θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς -και θα είχε μάλλον και δίκιο- ότι, ναι, αν είναι να μιλάμε για σύμβολα, οι εξεγέρσεις δεν γίνονται από ανθρώπους που λειτουργούν έχοντάς τα όλα υπολογισμένα, από ανθρώπους που φτάνουν εκεί κινούμενοι μόνο από ορθολογικά αίτια, δεν είναι ντε και καλά σταγόνες που γέμισαν το ποτήρι, δεν είναι ντε και καλά η τελευταία μορφή αντίδρασης όταν εξέλιπαν όλες οι άλλες μορφές πολιτικού αγώνα, δεν προκύπτουν πάντα από ψύχραιμο συνυπολογισμό κόστους και οφέλους, ενίοτε αδικούν, παρασύρουν στο διάβα τους, έχουν κάτι υπόγειο από κάτω, κάτι που δεν λογοδοτεί αποκλειστικά στον λόγο. Κι ότι όλο αυτό όμως, δεν αναιρεί ότι είναι συνολικά δίκαιες, ότι είναι συνολικά αναγκαίες, ότι ήρθε συνολικά η ώρα τους να ξεσπάσουν, να διεκδικήσουν, να ανατρέψουν, να κερδίσουν.
Πηγή: elculture.gr