Του Κώστα Καρτάλη*
Oι πρόσφατες αναφορές του νέου Προέδρου των ΗΠΑ για τη διώρυγα του Παναμά και τη Γροιλανδία, δεν μπορεί να είναι τυχαίες. Και οι δύο περιοχές δέχονται τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται κίνδυνοι αλλά και «ευκαιρίες».
Η διώρυγα του Παναμά αντιμετωπίζει προβλήματα στη λειτουργία της λόγω της ξηρασίας που πλήττει την περιοχή και τη συνεπαγόμενη μείωση της στάθμης του βρόχινου νερού που τροφοδοτεί τα κανάλια μέσω των οποίων ένα πλοίο διέρχεται από τον ένα ωκεανό στον άλλο. Ως αποτέλεσμα, η διέλευση των πλοίων καθυστερεί, αν δεν διακόπτεται πρόσκαιρα, το κόστος αυξάνεται και οι αλυσίδες εφοδιασμού διαταράσσονται με σημαντικά (αρνητικά προφανώς) οικονομικά αποτελέσματα.
Η Γροιλανδία σημειώνει συστηματική υποχώρηση του όγκου του πάγου (ice volume) της, ενώ γειτνιάζει με τον Αρκτικό ωκεανό, ο οποίος εκτιμάται ότι θα είναι πριν το 2030 ελεύθερος θαλάσσιου πάγου (sea ice free) κατά τους θερινούς μήνες (στην πραγματικότητα ο Αρκτικός ωκεανός θεωρείται ως sea ice free όταν η κάλυψη είναι μικρότερη του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων). Τα δύο παραπάνω στοιχεία διαμορφώνουν μία νέα γεωπολιτική πραγματικότητα για τη Γροιλανδία:
(α) Την πρόσβαση σε ανεκμετάλλευτους πόρους, όπως σπάνια ορυκτά που υποστηρίζουν την πράσινη μετάβαση (λ.χ. τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τις ανεμογεννήτριες), αλλά και πετρέλαιο και φυσικό αέριο,
(β) Τον έλεγχο των νέων θαλασσίων οδών που διανοίγονται στην ευρύτερη περιοχή της Αρκτικής λόγω της τήξης των πάγων (και που θα αποτελούν την απάντηση στη «νέα» θαλάσσια οδό που εκτιμάται ότι θα προκύψει βόρεια της Ρωσίας, από το Μουρμάνσκ μέχρι το Βλαδιβοστόκ, πάλι λόγω της τήξης των πάγων) αλλά και
(γ) την ενδεχόμενη επέκταση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ (ήδη λειτουργεί η στρατιωτική βάση Pituffik Space Base) με στόχο τον έλεγχο πυραυλικών απειλών από τα ανατολικά.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν τις μόνες συνδέσεις της κλιματικής αλλαγής με γεωπολιτικές προκλήσεις, νέες ισορροπίες ή και ανατροπές.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση για παράδειγμα, η διατήρηση του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας το 2050, με ενδιάμεσους στόχους τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% το 2030 (όπως ισχύει ήδη) και κατά 90% το 2040 (όπως αναμένεται να εγκριθεί), συχνά εκλαμβάνεται ως μία υπερβολική και βιαστική πολιτική της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στην ουσία όμως υποστηρίζει, πέρα από τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή, την ευκαιρία για τον αναγκαίο οικονομικό, ενεργειακό, βιομηχανικό και τεχνολογικό μετασχηματισμό της Ε.Ε. ώστε να επιτευχθεί, με την αξιοποίηση και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η (πολυπόθητη) ενεργειακή της αυτονομία το 2050 και η απαλλαγή της από την προμήθεια ορυκτών καυσίμων από χώρες εκτός Ε.Ε. Και παράλληλα να στηριχθεί αλλά και να ανανεωθεί η βιομηχανία της, να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικά τα προϊόντα της στη διεθνή αγορά και να στηριχθεί η έρευνα σε νέους τομείς αιχμής στους οποίους η Ε.Ε. υστερεί σήμερα απέναντι στην Κίνα και στις ΗΠΑ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αποκτήσει, σταδιακά και σε βάθος χρόνου καθώς τα δίκτυα δεν επαρκούν επί του παρόντος αλλά και οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας δεν έχουν ακόμα τεχνολογικά ωριμάσει, τη δική της ενεργειακή αυτονομία μέσω του δίπτυχου «εξοικονόμηση ενέργειας και ανανεώσιμες πηγές». Αν ο στόχος επιτευχθεί, η χώρα θα απαλλαγεί από την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων ενώ θα αποκτήσει την ενεργειακή ασφάλεια που είναι αναγκαία για να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις γεωπολιτικών εντάσεων που συχνά απασχολούν την ευρύτερη γεωγραφική της ζώνη.
Στον τομέα της μετανάστευσης, η επιστημονική κοινότητα εκτιμά ότι στις επόμενες δεκαετίες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η ερημοποίηση αναμένεται να εκτοπίσουν εκατομμύρια ανθρώπους, ειδικά από ευάλωτες περιοχές όπως η Υποσαχάρια Αφρική και η Νοτιοανατολική Ασία. Κρίσιμα ερωτήματα για τους ειδικούς σε θέματα μετανάστευσης είναι ποιες θα είναι οι περιοχές υποδοχής των ανθρώπων αυτών αλλά και ποια θα πρέπει να είναι η προσαρμογή της τρέχουσας μεταναστευτικής πολιτικής της Ε.Ε. στη νέα αυτή πρόκληση, πάντα υπό το πρίσμα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο ίδιο πλαίσιο, αξίζει να γίνει αναφορά σε μία αποστροφή του λόγου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτιέρεθ κατά την πρόσφατη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Μπακού: «Να μην χρησιμοποιηθεί η κλιματική αλλαγή για νέες αποικιοκρατίες». Η αναφορά αυτή συνδέεται με όρους όπως «debt-trap diplomacy» και «debt forgiveness», ουσιαστικά τη δανειοδότηση αφρικανικών χωρών για τη βιώσιμη ανάπτυξη τους (που θα συμπεριλαμβάνει τη στροφή στην καθαρή ενέργεια και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής) αλλά με όρους που δημιουργούν οικονομική εξάρτηση ή πολιτική επιρροή και εντέλει οδηγούν στην προνομιακή αξιοποίηση, από τις δανειοδότριες χώρες, του ορυκτού τους πλούτου (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κοβάλτιο, λίθιο και σπάνιες γαίες).
Τα παραδείγματα είναι περισσότερα: Ο πόλεμος των δασμών που ήδη εξελίσσεται και που πλήττοντας την ανάπτυξη χωρών τις συγκρατεί στα ορυκτά καύσιμα, οι εντάσεις για το νερό, κ.α. Ο κόσμος πάντα άλλαζε, όμως φαίνεται πλέον ότι η ταχύτητα και η ένταση των αλλαγών ενισχύονται από ένα φαινόμενο – αυτό της κλιματικής αλλαγής – που σε μία πρώτη ανάγνωση συχνά συνδέεται μόνο με το περιβάλλον και τις φυσικές καταστροφές, ενώ τελικά είναι βαθύτατα πολιτικό, ενεργειακό, τεχνολογικό και φυσικά κοινωνικό. Και μόνο αν προσεγγισθεί στη βάση αυτής της πολλαπλής διάστασης, υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί πριν γίνει μη αναστρέψιμο.
*O Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή