Η Γάζα έμεινε όρθια. Σε πείσμα ενός χωρίς προηγούμενο συστηματικού βομβαρδισμού, στοχοποίησης ενός ολόκληρου πληθυσμού με σαφή – όπως παραδέχτηκαν επί της ουσίας και οι διεθνείς οργανισμοί – γενοκτονική πρόθεση, καταστροφής όλων των βασικών υποδομών, από τα σχολεία και τα νοσοκομεία μέχρι μεγάλο μέρος του οικιστικού αποθέματος, έρχεται μια εκεχειρία η οποία σαφώς καταδεικνύει ότι οι στόχοι της ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης δεν επιτεύχθηκαν.
Γιατί είναι σαφές ότι αυτό που επέλεξε να κάνει η ισραηλινή κυβέρνηση μετά την 7η Οκτωβρίου 2023 δεν ήταν ούτε να «τιμωρήσει της Χαμάς» όπως διακήρυττε ούτε να εντοπίσει και να διασώσει τους ομήρους. Για την ακρίβεια, το μέγεθος, η διάρκεια και η ένταση των ισραηλινών βομβαρδισμών μάλλον συνετέλεσε στην απώλεια ζωής ομήρων, ενώ εάν η προτεραιότητα ήταν όντως οι όμηροι τότε θα μπορούσε πολύ απλά η ισραηλινή κυβέρνηση πολύ νωρίς να είχε διαπραγματευτεί ανταλλαγή με Παλαιστινίους κρατουμένους.
Στην πραγματικότητα η ισραηλινή κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε το σοκ που προκάλεσε το μέγεθος της στρατιωτικής επιχείρησης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 – οι επιπτώσεις της οποίας υπήρξαν μεγαλύτερες από τον όποιο αρχικό σχεδιασμό της παλαιστινιακής οργάνωσης και εξαιτίας της σπασμωδικής και χαοτικής αρχικής ισραηλινής αντίδρασης που περιλάμβανε και αρκετά θύματα από «φίλια» πυρά –, για να εξασφαλίσει τη δυτική συναίνεση σε μια επιχείρηση που το πραγματικό όριό της ήταν η άσκηση εξοντωτικής βίας σε βάρος ενός ολόκληρου πληθυσμού, έστω και εάν προσπάθησε να το παρουσιάσει ως μια επιχείρηση διάλυσης της Χαμάς.
Αυτό αποτυπώθηκε στον πρωτοφανής κλίμακας βομβαρδισμό της Γάζας, μια περιοχή έκτασης 360 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που έχει εκτιμηθεί ότι ξεπέρασε τον αθροιστικό βομβαρδισμό του Λονδίνου, του Αμβούργου και της Δρέσδης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πάνω 45.000 θύματα, στην πλειοψηφία τους άμαχοι, στην καταστροφή σχολείων, πανεπιστημίων, νοσοκομείων, στο διαρκή εκτοπισμό των κατοίκων σε υποτιθέμενες «ασφαλείς ζώνες» που μετά γίνονταν στόχοι βομβαρδισμών, στα εμπόδια σε διάφορες στιγμές στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Η απουσία οποιουδήποτε πραγματικού ισραηλινού σχεδίου για την επόμενη μέρα, πέραν ασαφών διακηρύξεων, στην πραγματικότητα παρέπεμπε απλώς και μόνο στην παράταση των επιχειρήσεων στο διηνεκές, ιδίως από τη στιγμή που παρά το μέγεθος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, θύλακες και πρακτικές αντίστασης στη Γάζα δεν σταμάτησαν. Δηλαδή, η ίδια η λογική των πραγμάτων ανεξαρτήτως τοποθετήσεων παρέπεμπε σε αυτό που ένα πολύ πλατύ παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης αποκαλούσε «γενοκτονία».
Το Ισραήλ κατάφερε για ένα μεγάλο διάστημα να έχει σε αυτή την επιχείρηση τη συναίνεση και υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους των δυτικών κυβερνήσεων – που εύλογα κατηγορήθηκαν από μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κοινής γνώμης για εθελοτυφλία απέναντι σε όσα γίνονταν στη Γάζα. Συνέβαλε σε αυτό ότι όχι μόνο προσπάθησε να παρουσιάσει τη δράση του ως «πάλη κατά της τρομοκρατίας», αλλά και ότι ενεργά προχώρησε σε ιδιαίτερα θεαματικές ενέργειες αποδεκατίζοντας την ηγεσία της Χεζμπολάχ και καταδεικνύοντας σημαντικά κενά στην άμυνα του Ιράν και έστω και έμμεσα διευκολύνοντας την ανατροπή στη Συρία.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή ξεδιπλώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που ιδίως στον Παγκόσμιο Νότο αποτυπώθηκε και σε σαφείς κυβερνητικές τοποθετήσεις κατά του Ισραήλ, την ώρα που και στη Δύση, ξεκινώντας από τις ίδιες τις ΗΠΑ, το μέγεθος του ασκούσε πραγματική πίεση και στις κυβερνήσεις. Επιπλέον, η τεράστια φόρτιση που είχε το θέμα της Γάζας για την κοινή γνώμη στον ευρύτερο αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, σήμαινε ότι ακυρώνονταν όλα τα σχέδια φιλοδυτικής «εξομάλυνσης» των σχέσεων σε μια ευρύτερη περιοχή εξαιρετικά κρίσιμη για τις ενεργειακές και εμπορευματικές ροές, που χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ότι καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε «εξομάλυνση» ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία.
Όλα αυτά διαμόρφωναν μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη ιδίως για τις ΗΠΑ, που μπορεί να παρέμειναν ο ισχυρότερος και σταθερότερος και έμπρακτα σύμμαχος του Ισραήλ, ταυτόχρονα έβλεπαν την προοπτική όλων των προβλημάτων από μια παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση στη Γάζα. Σε αυτό το φόντο, ήταν που προστέθηκε και ο παράγοντας Τραμπ. Και αυτό γιατί ο διάδοχος του Τζο Μπάιντεν μπορεί να είχε μια ιδιαίτερα φιλοϊσραηλινή τοποθέτηση κατά την πρώτη θητεία του, από τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ μέχρι «σχέδια λύσης» που πρακτικά δεν συμπεριλάμβαναν το παλαιστινιακό κράτος και να επιδιώκει μια δυνητική αντι-ιρανική συμμαχία ανάμεσα στο Ισραήλ και τα κράτη του Κόλπου, εντούτοις την ίδια στιγμή επιθυμεί να επανακατοχυρώσει την αμερικανική ισχύ και πρωτοκαθεδρία. Και αυτό δεν μεταφράζεται μόνο στη ρητορική των.. προσαρτήσεων, αλλά και στην άρνηση εμπλοκής των ΗΠΑ σε πολεμικές περιπέτειες που δεν τις έχουν επιλέξει οι ίδιες. Αυτό εξηγεί και γιατί παρά την φιλοϊσραηλινή του θέση, ο Τραμπ επιθυμεί να αλλάξει η φορά του ποιος υπαγορεύει πολιτική στις αμερικανοϊσραηλινές σχέσεις: αντί να εκβιάζει το Ισραήλ την αμερικανική υποστήριξη, πρέπει το Ισραήλ πλέον να αποδέχεται τις αμερικανικές επιλογές.
Όλα αυτά εξηγούν πώς φτάσαμε στο σχέδιο εκεχειρίας και ανταλλαγής ομήρων στη Γάζα. Και δεν είναι τυχαίες οι ταλαντεύσεις και εσωτερικές συγκρούσεις στο Ισραήλ, με την άκρα δεξιά να κάνει δριμεία κριτική στο ότι δεν επιτεύχθηκαν οι στόχοι. Γιατί η Γάζα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που έχει διαπιστωθεί σε όλη την ιστορία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Και αυτό είναι ποτέ σε αυτά τα κινήματα η νίκη και η ήττα ποτέ δεν ορίζεται με τους όρους μιας τυπικής κατίσχυσης, γιατί εξαρχής είναι ασύμμετρη η δύναμη των δύο πλευρών. Αυτό που μετράει είναι εάν στο τέλος η ισχυρότερη δύναμη μπορεί όντως να εξαλείψει κάθε αντίσταση, όπως αυτή ορίζεται σε κάθε περίπτωση. Και στην περίπτωση της Γάζας αυτό απλώς δεν συνέβη και ο μόνος τρόπος για να συμβεί θα ήταν απλώς η διηνεκής παράταση αυτού που γίνεται τώρα, δηλαδή η λογική της «γενοκτονίας».
Προφανώς και η εφαρμογή της συμφωνίας έχει μεγάλες δυσκολίες και πραγματικά εμπόδια, ξεκινώντας από το εάν τελικά θα επικυρωθεί από την ισραηλινή πλευρά και περνώντας μετά στα διαφορετικά στάδια που περιλαμβάνει μέχρι να ολοκληρωθεί και η ανταλλαγή των ομήρων και η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Γάζα και φτάνοντας βέβαια μέχρι το ερώτημα της ανοικοδόμησης μιας περιοχής κατεστραμμένης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις αποτελούν μια μεγάλη πολιτική και ηθική δικαίωση ενός παγκόσμιου κινήματος που έθεσε αυτόν τον στόχο, ακόμη και όταν συκοφαντήθηκε με κάθε δυνατό τρόπο, μια υπενθύμιση της ολοένα και μεγαλύτερης αδυναμίας της Ευρώπης να πάρει πρωτοβουλίες και βεβαίως μια υπενθύμιση – ιδιαίτερα οδυνηρή εάν αναλογιστούμε όσα συνέβησαν εδώ πάνω από ένα χρόνο – ότι όσο δεν αντιμετωπίζεται η βαθιά και διαρκής ιστορική αδικία σε βάρος των Παλαιστινίων, απλώς η διεθνής κοινότητα θα γίνεται ξανά και ξανά θεατής – συχνά και συνένοχος – στην τραγωδία.
Πηγή: in.gr