Αυταρχικές εκτροπές και η τιμή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Του Κώστα Μανωλίδη, καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ζώντας σχεδόν είκοσι χρόνια στον Βόλο έχω παρακολουθήσει όλα τα επεισόδια του αυτοδιοικητικού ξεπεσμού του και του ηθικού και δημοκρατικού του κατήφορου. Κάτι όμως που λίγο εξισορροπούσε μέσα μου αυτόν τον ζόφο ήταν η επίγνωση ότι εργάζομαι σε ένα Πανεπιστήμιο που, σε αντίθεση με άλλα ελληνικά ΑΕΙ, δεν είχε μπει στην τροχιά αντιδραστικών κι αυταρχικών πρακτικών.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας παρ’ όλες τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του προστάτευε πάντα τις ακαδημαϊκές και δημοκρατικές ελευθερίες. Διστακτικά μεν, αλλά έπαιρνε θέση σε κάποια κρίσιμα τοπικά ζητήματα, έδινε βήμα σε αντισυστημικές φωνές, και συμβολικά στεκόταν απέναντι στην εξαχρείωση και την τρομοκρατία του τοπικού ηγεμόνα. Και βέβαια δεν είχε σε καμία περίπτωση συμμαχήσει με την αστυνομική αυθαιρεσία καταστολή.
Τα τελευταία χρόνια ο νόμος 4957 (ο λεγόμενος της Κεραμέως) έθεσε τις προϋποθέσεις για να υπονομευτούν όλα τα παραπάνω. Έδωσε υπερεξουσία, χωρίς καμία πρόβλεψη λογοδοσίας, στον Πρύτανη και στο Συμβούλιο Διοίκησης, ψαλίδισε την δικαιοδοσία της Συγκλήτου και εισήγαγε διοικητικές και πειθαρχικές δικλείδες που αποθαρρύνουν την αυτόνομη έκφραση προσώπων και ομάδων της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κυρίως όμως, με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους, τσιμέντωσε στα Πανεπιστήμια ένα κλίμα που διαμορφωνόταν αρκετά πιο πριν. Ένα κλίμα αποστασιοποίησης από την κοινωνία, εστίασης στην προσωπική επιτυχία, προσκόλλησης σε έναν μονοδιάστατο επιστημονισμό, και ανεπιφύλακτης σύμπλευσης με οικονομικές και πολιτικές εξουσίες.
Στο περιστατικό λοιπόν της 10ης Ιανουαρίου είχαμε το πρώτο μεγάλο καμπανάκι για το πως μπορεί να εξελιχτεί αυτό το κλίμα. Η απαγόρευση εισόδου σε δημόσια ανοιχτή εκδήλωση του Πανεπιστημίου και η βιαιοπραγία και παράνομη κράτηση στον δημοτικό σύμβουλο της αντιπολίτευσης Στέλιο Λημνιό ήταν κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του Ιδρύματός μας. Ακόμα κι αν δεν υπήρξε κάποια προηγούμενη συνεννόηση, ακόμα κι αν πρόκειται για μια κλασική περίπτωση αστυνομικής κατάχρησης εξουσίας κάπως δόθηκε το σήμα ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει ανεκτό. Κάπως διαμορφώθηκε υπόγεια μια ευνοϊκή στάση του Πανεπιστημίου προς τα ήθη και τις μεθόδους του Μπέου που επέτρεψε να θεωρηθεί ο ακαδημαϊκός χώρος πρόσφορο πεδίο άσκησης διακρίσεων και τρομοκρατίας.
Το καμπανάκι αυτό είναι πραγματικά ανησυχητικό καθώς οκτώ μέρες μετά δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί η διοίκηση του Πανεπιστημίου. Που είναι τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μας απέναντι στην αναβίωση μετεμφυλιακών αυταρχικών εκτροπών; Πως γίνεται το Πανεπιστήμιο με την σιωπή του να συναινεί στην στοχοποίηση μη αρεστών στον Δήμαρχο πολιτών; Μόνο ο Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού με ανακοίνωση του έχει σώσει κάτι από την ακαδημαϊκή τιμή του Ιδρύματος.
Θα έπρεπε από την επόμενη ημέρα του συμβάντος να είχε εκφραστεί ξεκάθαρα η αποδοκιμασία του τόσο από την διοίκηση του Πανεπιστημίου, όσο και από όλους όσοι συνέβαλαν στην διοργάνωση της εικαστικής έκθεσης και εκδήλωσης. Γιατί, αν και φαινομενικά δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη, η απαγόρευση εισόδου και ο εκφοβισμός έγιναν στο δικό τους κατώφλι, στη δική τους γιορτή, έγινε αθέλητα στο όνομά τους όπως και στο όνομα όλου του Πανεπιστημίου. Αν δεν υπάρξει άμεση και ηχηρή καταδίκη ενός τέτοιου συμβάντος τότε δίνεται το ελευθέρας στην Αστυνομία και στο παρακράτος του Δημάρχου να κάνουν face control στις εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου. Και παράλληλα καθίσταται κενή νοήματος και υποκριτική κάθε επίκληση σε ελευθερία και συμπερίληψη από τα στόματα των Πανεπιστημιακών.