Ο χώρος του Αιγαίου επιλέχθηκε ως το πλέον πρόσφορο έδαφος μελέτης, καθώς
αποτελούσε ανέκαθεν ζωτικό χώρο για τους πληθυσμούς που τον περιέβαλαν, με τη συνεχή
μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών ανά τους αιώνες. Παράλληλα προσφέρει ένα αειφόρο πεδίο στη μελέτη των ναυαγίων, οι κατάλογοι των οποίων ανανεώνονται συνεχώς με νέα δεδομένα. Η μαρτυρία των ναυαγίων αποτελεί έρευνα της Ασπασίας Κωσταγεώργου της ΣΧΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η μελέτη αφορά συνολικά 74 ναυαγίων που χρονολογούνται από τον 9ο έως και τον 13ο αι. και την ένταξή τους στο ευρύ πλαίσιο εμπορευματικής διακίνησης που χαρακτηρίζει αυτή την ιστορική περίοδο. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα σε πολιτικό επίπεδο, που ακολούθησε τις στρατιωτικές νίκες της δυναστείας των Μακεδόνων και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της βασιλείας των Κομνηνών, κατά τον 11ο και 12ο αι. Το γεγονός αυτό θα ωφελήσει την οικονομική ανάπτυξη με εγγενή της στοιχεία την έντονη αστικοποίηση, τη δημογραφική ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγής.
Η έντονη παραγωγικότητα των αιώνων αυτών, επιβεβαιώνεται από τη πληθώρα των προϊόντων που κυκλοφορούν στις αγορές, όπως είναι κατά κύριο λόγο οι αμφορείς, ως δοχεία μεταφοράς πρωτογενών προϊόντων, και η εφυαλωμένη επιτραπέζια κεραμική, τα οποία και αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των φορτίων που μετέφεραν τα πλοία της περιόδου και έχουν επιβιώσει στις υποθαλάσσιες συνθήκες.
Η κύρια ιδιότητα των ναυαγίων είναι ότι αποτελούν κλειστά αρχαιολογικά σύνολα, τα οποία υφίστανται ελάχιστες δευτερογενείς παρεμβάσεις, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο συμπυκνωμένες πληροφορίες, για αυτό το λόγο χαρακτηρίζονται συχνά ως «κάψουλες χρόνου» (time capsules).
Για τον έλεγχο της αχανούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήταν απαραίτητη αρχικά η πρόσβαση και ο έλεγχος των γόνιμων περιοχών προς οικονομική εκμετάλλευση και συνακόλουθα η πρόσβαση είτε στη θάλασσα είτε σε πλωτούς ποταμούς για τη διοχέτευση των προϊόντων στην αγορά και κατ’ επέκταση η δυνατότητα ελέγχου σε ένα ευρύτερο πολιτικό και διοικητικό πλαίσιο. Με πολιτικό κέντρο την Κωνσταντινούπολη, το Βυζάντιο θα επεκτείνεται και θα συρρικνώνεται συνεχώς, ξεκινώντας από την ύστερη αρχαιότητα, περίοδο κατά την οποία τα εδάφη που ελέγχει φτάνουν μέχρι την Ισπανία στη δυτική Μεσόγειο και την Συροπαλαιστινιακή ακτή και την Αίγυπτο στην ανατολική, ενώ κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο θα περιοριστεί στα Βαλκάνια, νοτίως του Δούναβη και στη Μικρά Ασία. Η περίοδος υπό μελέτη (9ος – 13ος αι.) δεν χαρακτηρίζεται από ενιαία διοικητική, οικονομική και στρατιωτική διοίκηση.
Το Αιγαίο, δηλαδή ο θαλάσσιος χώρος με τις νησιωτικές του μονάδες, παρέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου ένας ασταθής χώρος, τον οποίο το βυζαντινό κράτος ποτέ δεν έλεγχε πλήρως ενώ τα γεωγραφικά του όρια τόσο στρατιωτικά όσο και διοικητικά είναι δύσκολο να οριστούν με σαφήνεια. Ως η κατεξοχήν mare internum των Βυζαντινών, μεταξύ της Μικράς Ασίας, της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης, λειτουργούσε σαν γέφυρα επικοινωνίας, ενώ τα πολυάριθμα νησιά πρόσφεραν τη δυνατότητα προστασίας από τις κακές καιρικές συνθήκες και πρόσβασης σε πόσιμο νερό, αμφότερα βασικά στοιχεία για τη ναυσιπλοΐα. Το θέμα του Αιγαίου Πελάγους δημιουργήθηκε κατά τον 9 ο αι. και στη δικαιοδοσία του φαίνεται ότι ήταν το βόρειο τμήμα του Αιγαίου και των νότιων ακτών της Προποντίδας, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και οι Σποράδες ενώ οι Κυκλάδες πιθανότατα δεν ανήκαν διοικητικά σε αυτό το θέμα αλλά στης Σάμου, με έδρα τη Σμύρνη. Όλα τα ναυτικά θέματα είχαν πάψει να υφίστανται μέχρι και το τέλος του 12ου αι., καθώς ακολούθησε η προέλαση Δυτικών και Σελτζούκων στο Αιγαίο.
Έπειτα από μία περίοδο επαναστάσεων από ισχυρούς αριστοκράτες διοικητές,
η πολιτική του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) επικεντρώθηκε στη δέσμευση
των αριστοκρατών μέσω παραχωρήσεων, δωρεών αλλά και επιγαμιών. Η αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των δωρεών, των παραχωρήσεων ιδιοκτησίας και των φοροαπαλλαγών σε συνδυασμό με την ευρύτερη χρήση του θεσμού της πρόνοιας οδήγησε στην αποδέσμευση χρημάτων για την αγορά και τις οικονομικές συναλλαγές. Σε συνδυασμό και με την υποτίμηση του νομίσματος, η κατάσταση αυτή ωφέλησε τις ιταλικές πολιτείες και κυρίως τους Βενετούς για τη διεξαγωγή του εμπορίου τους. Η πρώτη παραχώρηση εμπορικών προνομίων προς τους Βενετούς με χρυσόβουλο, έγινε το 992 από τον Βασίλειο Β΄ και περιλάμβανε αμοιβαία προνόμια κυρίως στο κομμάτι της ναυτικής βοήθειας.
Ωστόσο με τη βασιλεία της δυναστείας των Κομνηνών τα εμπορικά προνόμια θα ανανεωθούν πολλές φορές και θα ανοίξουν τον δρόμο ελεύθερης εμπορευματικής διακίνησης στο Αιγαίο αλλά και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο για τους Βενετούς.
Εκτός από την παραχώρηση συνοικίας και εργαστηριακών εγκαταστάσεων στη Κωνσταντινούπολη το σημαντικότερο προνόμιο που παρείχε στους Βενετούς ήταν η διεξαγωγή ελεύθερου εμπορίου σε οποιοδήποτε μέρος της Αυτοκρατορίας χωρίς την επιβάρυνση του κομμερκίου, του ειδικού φόρου ή τελωνειακού δασμού που
επιβαλλόταν στα προϊόντα και άγγιζε το 20% ή και παραπάνω της αξίας του προϊόντος.
Τα λιμάνια και οι πόλεις που περιλαμβάνονταν σε αυτές τις παραχωρήσεις βρίσκονταν κατά μήκος της θαλάσσιας οδού που συνέδεε τη Βενετία με τη Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία με τη Συρία και την Αίγυπτο αντίστοιχα.
Εκτός από το Δυρράχιο που αποτελούσε την είσοδο από την Αδριατική προς το Αιγαίο, στην Πελοπόννησο το βασικότερο λιμάνι ήταν η Κόρινθος, μαζί με το Ναύπλιο, την Κορώνη και τη Μεθώνη ενώ στην ηπειρωτική χώρα ξεχωρίζουν η Θήβα και η Χαλκίδα, μαζί με τις θεσσαλικές πόλεις του Αλμυρού και της Δημητριάδας.
Σημαντικό κέντρο παρέμεινε η Θεσσαλονίκη ενώ στην Αθήνα δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για την παρουσία μεμονωμένων Βενετών εμπόρων αν και η πόλη περιλαμβάνεται στο χρυσόβουλο του Αλεξίου Α΄. Εμπορικά προνόμια παραχωρήθηκαν στη Πίζα και τη Γένοβα, οι οποίες είχαν και τις δικές τους συνοικίες στη Κωνσταντινούπολη.
Τα ναυάγια σε Παγασητικό και Σποράδες
Από τον 12ο αι. η πλειονότητα των ναυαγίων συναντάται στο δυτικό Αιγαίο, κυρίως γύρω από τον Παγασητικό κόλπο και τα νησιά των βορείων Σποράδων ενώ ελάχιστα δείγματα βρίσκονται στο χώρο του νοτιοανατολικού Αιγαίου και των ακτών της
Κιλικίας. Ειδικότερα, 6 ναυάγια που χρονολογούνται ανάμεσα στον 12ο και 13ο αι. ανακαλύφθηκαν στον δυτικό Παγασητικό, κατά τη διάρκεια ερευνών που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) ανάμεσα στο 2000 και το 2010, ενώ
πλήθος ερευνών των τελευταίων δεκαετιών από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ)
έφερε στο φως 9 ναυάγια από τον ευρύτερο χώρο των βορείων Σποράδων. Σε αυτά τα ναυάγια συγκαταλέγεται και το ναυάγιο της Πελαγοννήσου , η μερική ανασκαφή του οποίου το καλοκαίρι του 1970 αποτέλεσε την πρώτη του είδους στην Ελλάδα, με την συμβολή του
πρωτοπόρου Peter Throckmorton. Η συμπληρωματική παρουσία ναυαγίων εντός του Ευβοϊκού μαρτυρεί τη συχνή χρήση του συγκεκριμένου θαλάσσιου διαύλου, ο οποίος αποτελούσε κομβικό σημείο για τη ναυσιπλοΐα κατά τα τέλη της μεσοβυζαντινής περιόδου,
καθώς συνέδεε τα παραγωγικά κέντρα της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας, είτε με τη
Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη στον βορρά, είτε με τα κέντρα της ανατολικής
Μεσογείου στο νότο. Η εντατικότερη εμπορική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο γι’ αυτήν
την περίοδο, η οποία απαγκιστρώνεται από το βυζαντινό κράτος και περνάει στα χέρια της
ιδιωτικής πρωτοβουλίας εμπόρων και μοναστικών κέντρων, είναι σαφής και από την
λειτουργία εργαστηρίων παραγωγής αμφορέων και εφυαλωμένης επιτραπέζιας κεραμικής σε
σημαντικές πόλεις όπως η Χαλκίδα81 και η Κόρινθος.
Παράλληλα αν και η εμπορική συναλλαγή με τις περιοχές της Κύπρου και της Συροπαλαιστίνης δεν παύει τελείως, συντελείται σαφώς σε μικρότερο βαθμό από τους αμέσως προηγούμενους αιώνες, καθώς ελάχιστα ναυάγια έχουν βρεθεί στις νοτιοδυτικές μικρασιατικές ακτές και την Κιλικία. Σε αντίθεση με τον γεωγραφικό καταμερισμό των ναυαγίων των προηγούμενων αιώνων, η συγκέντρωσή τους είναι πιο πυκνή και περιορίζεται σε ένα μικρότερο γεωγραφικό χώρο.
Τα φορτία
Τα φορτία, ως δείκτες ένδειξης της εμπορευματικής δραστηριότητας, αποτελούν μία
από τις βασικές παραμέτρους στη μελέτη των ναυαγίων. Τα πιο συχνά ευρήματα αποτελούν τα κεραμικά δοχεία μέσα στα οποία μεταφέρονταν τα εμπορεύσιμα είδη υγρής και ημίρρευστης μορφής, καθώς είναι τα πιο ανθεκτικά στις συνθήκες του υποβρύχιου περιβάλλοντος. Το κατεξοχήν κεραμικό δοχείο μεταφοράς από την αρχαιότητα μέχρι και τον 15ο αι. και την πλήρη επικράτηση του ξύλινου βαρελιού, είναι ο αμφορέας ή όπως συναντάται σε παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά κείμενα, το κούφον ή μαγαρικόν. Για τα υπό εξέταση ναυάγια, οι αμφορείς αποτελούν το 86% των φορτίων, είτε πρόκειται για ομοιογενή ή για ετερογενή φορτία. Ακολουθούν με 8% τα εφυαλωμένα επιτραπέζια σκεύη και το γυαλί είτε σε αδρή μορφή είτε με την μορφή σκευών με 4%. Το υπόλοιπο 2% των φορτίων αντιστοιχεί σε σπάνιες και μεμονωμένες περιπτώσεις αντικειμένων που συνήθως λειτουργούν ως συμπληρωματικό φορτίο όπως είναι κάποια αρχιτεκτονικά μέλη ή κέραμοι, δοχεία αποθήκευσης και μεταφοράς, κυρίως πίθοι και κανάτες .
Για τη βυζαντινή περίοδο τα εμπορεύσιμα είδη πολυτελείας θεωρούνταν τα υφάσματα, κυρίως από μετάξι, τα μπαχαρικά και τα έργα μεταλλοτεχνίας, τα οποία μεταφέρονταν κυρίως δια ξηράς. Παράλληλα, ακόμη και σε περίπτωση που κάποιο ποσοστό από αυτά μεταφερόταν δια θαλάσσης, σε περίπτωση βύθισης δεν αφήνουν ορατά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν αφήνει και το εμπόριο ξυλείας, το οποίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους Άραβες, καθώς η εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων και οι περιβαλλοντικές αλλαγές, το καθιστούσε
απαραίτητο για την κάλυψη βασικών αναγκών όπως ήταν η θέρμανση και η κατασκευή οικιών, πλοίων και οχημάτων, επίπλων και εργαλείων.
Η πολυπληθέστερη ομάδα φορτίων είναι τα ναυάγια με αμφορείς Günsenin
III, με κύρια συγκέντρωση στο δυτικό Αιγαίο.
Η απήχηση του συγκεκριμένου τύπου και η κυριαρχία του στο εμπόριο της περιόδου, οφείλεται στον εργονομικό σχεδιασμό του o οποίος συνδύαζε το επίμηκες ατρακτοειδές σώμα του Günsenin I με τον μακρύ κωνικό λαιμό και τις υψωμένες λαβές.
Οι αμφορείς εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες όπως γίνεται σαφές από τρία ναυάγια στον όρμο Γαλυφά στη νήσο Περιστέρα των βορείων Σποράδων τα οποία βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο και μετέφεραν περί τους 3.000 αμφορείς το μεγαλύτερο, και περί τους 1.000 – 1.500 τα δύο μικρότερα. Η παρουσία έξι ναυαγίων στον δυτικό Παγασητικό κόλπο πιστοποιεί τη μεγάλη σημασία των θεσσαλικών πόλεων, κυρίως του Αλμυρού, στη διεξαγωγή του εμπορίου κατά τον 12ο και 13ο αι., που βασιζόταν στην εξαγωγή σιταριού προς τα δύο μεγάλα κέντρα του Βυζαντίου για τη περίοδο, τη Θεσσαλονίκη και τη Κωνσταντινούπολη. Ακόμη δύο ναυάγια έχουν
εντοπιστεί στο σύμπλεγμα των βορείων Σποράδων, στη θαλάσσια διαδρομή προς το ευρύτερο βόρειο Αιγαίο. Είναι πιθανό, οι αμφορείς να φορτώνονταν άδειοι στα πλοία και να
προορίζονταν για περιοχές με έντονη αγροτική παραγωγή, όπως η Θεσσαλία, ώστε να γεμιστούν εκεί με τα αντίστοιχα προϊόντα.