Βόλος: Καταπέλτης ο Eισαγγελέας για 63χρονο που εξαπατούσε ηλικιωμένους

«Καταπέλτης» ήταν ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Βόλου στην δίκη του 63χρονου που ηταν μέλος Βουλγαρικής σπείρας και εξαπάτησε τρεις ηλικιωμένους στον Βόλο. Τους απέσπασε χρηματικά ποσά και κοσμήματα αξίας χιλιάδων ευρώ, με τον ίδιο να ισχυρίζεται πως λάμβανε χρήματα από ηλικιωμένους αλλά πίστευε πως ηταν προκαταβολές για αλλαγές κουφωμάτων στα σπίτια τους, τα οποία είχαν παραγγείλει σε εταιρεία στην Βουλγαρία.

Ο 63χρονος είχε συλληφθεί το απόγευμα της Τετάρτης στον Βόλο, όταν το τρίτο και τελευταίο θύμα της σπείρας αντιλήφθηκε πως ο γιατρός που τον κάλεσε για δήθεν τροχαίο ήταν “μαϊμού” και πριν δώσει τα χρήματα στον κατηγορούμενο κάλεσε την αστυνομία, η οποία συνέλαβε τον 63χρονο. Χθες Παρασκευή το πρωί, ο κατηγορούμενος κάθησε στο ειδώλιο του Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.

Τρομοκρατημένα τα ηλικιωμένα θύματα του

Η κόρη της πρώτης παθούσας, κατέθεσε στο δικαστήριο πως η ίδια είχε φύγει από το σπίτι στις 12 το μεσημέρι του Σαββάτου στις 18 Ιανουαρίου και επέστρεψε περίπου στις 16:30, όταν αντίκρισε την 93χρονη μητέρα της σε άθλια κατάσταση.

Η ηλικιωμένη ανέφερε πως κάποιος κάλεσε πριν από λίγη ώρα στο τηλέφωνό της και ισχυρίστηκε πως η κόρη της είχε σπάσει τα πόδια της σε ατύχημα και βρίσκεται σε κλινική. Προκειμένου να θεραπευτεί, ισχυρίστηκε ο «γιατρός», θα χρειαστούν πολλά χρήματα και την παρότρυνε να βάλει όσα λεφτά κρατούσε στο σπίτι της σε μία σακούλα, και να τα δώσει στον 63χρονο, ο οποίος θα περνούσε από το σπίτι για είσπραξη.

Η κόρη της τόνισε στο δικαστήριο πως μετά το περιστατικό, η ηλικιωμένη μητέρα της έχει πάθει εμμονή και «τρέμει» για την υγεία της κάθε φορά που εκείνη φεύγει έξω από το σπίτι.

Η δεύτερη ηλικιωμένη, ενώπιον του δικαστηρίου, ανέφερε πως ένας άνδρας την κάλεσε στο τηλέφωνο και μιλώντας άπταιστα Ελληνικά, ισχυρίστηκε πως είναι γιατρός και πως η κόρη της έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση για να μην χάσει το πόδι της. Ο άγνωστος συμπλήρωσε λέγοντας ότι προκειμένου να γίνει η εγχείρηση πρέπει να έρθουν εργαλεία και υλικά από την Γερμανία, τα οποία κοστίζουν 46.000 ευρώ. Η παθούσα, έντρομη, έβαλε σε μία σακούλα 800 ευρώ που είχε στο σπίτι μαζί με κοσμήματα μεγάλης αξίας και τα έδωσε στον 63χρονο εισπράκτορα.

Το τρίτο “θύμα”  αποδείχθηκε «μοιραίο» για τον 63χρονο, και κατέθεσε στο δικαστήριο πως λίγη ώρα αφότου ξεκίνησε η συζήτηση δια τηλεφώνου με τον υποτιθέμενο «γιατρό» ο οποίος του συστήθηκε ως Νίκος, αντιλήφθηκε πως πρόκειται για απάτη. Έτσι, αφού έβαλε το ποσό των 1.900 ευρώ σε μία σακούλα όπως του ζήτησε ο άγνωστος, ενημέρωσε την αστυνομία και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Εκεί τον περίμενε ο κατηγορούμενος, ο οποίος του είπε πως τον είχε στείλει ο «Νίκος» για να πάρει τα χρήματα. Αφού πήρε την τσάντα με τα χαρτονομίσματα στο χέρι του και αποπειράθηκε να φύγει, τον ακινητοποίησε η αστυνομία.

Ο ίδιος κατέθεσε στο δικαστήριο πως δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορούμενου, δεδομένου πως επιστράφηκαν τα χρήματά του πίσω.

«Είμαι και εγώ θύμα της απάτης»
Ο 63χρονος, ενώπιον του δικαστηρίου, ισχυρίστηκε πως είναι και ο ίδιος θύμα της πλεκτάνης της σπείρας με έδρα την Βουλγαρία και έπραξε ότι έπραξε χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για απάτη. Ο ίδιος ανέφερε πως γνωρίζει πολύ καλά πως είναι ένας άνθρωπος να χάνει χρήματα από απάτη και δεν θα ήταν ποτέ μέρος μίας εγκληματικής οργάνωσης .

Ο «Νίκος», το αφεντικό από την Βουλγαρία, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ήταν εκπρόσωπος μίας εταιρίας κατασκευής κουφωμάτων αλουμινίου και του είχε εξηγήσει πως η δουλειά του θα ήταν να πηγαίνει σε κάθε σπίτι που η εταιρεία κλείνει συμφωνία, να παίρνει διαστάσεις από τα κουφώματα και μία προκαταβολή και να φεύγει. .

Ο 63χρονος, κατέθεσε στο δικαστήριο πως οταν από τα δύο πρώτα σπίτια πήρε τα χρήματα της προκαταβολής για τα … κουφώματα, πήγε στην Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητό του και είχε συνάντηση με έναν άγνωστο άνδρα έξω από ένα φαρμακείο. Εκείνος, έπαιρνε την σακούλα με τα χρήματα και του έδινε 200 ευρώ για κάθε «παραγγελία» και ένα ποσό περίπου 150 ευρώ για τα έξοδα βενζίνης και διοδίων.

Ο Εισαγγελέας, στην αγόρευσή του, ανέφερε κατηγορηματικά πως στην υπόθεση αυτή δικάζεται ένας άνδρας ο οποίος δεν υφίσταται περίπτωση να μην γνώριζε το κακό στο οποίο συμμετείχε.

Ο ίδιος συνέχισε, λέγοντας πως δεν ήταν καθόλου δύσκολο για κάποιον,  ο οποίος μάλιστα έχει υπάρξει και επαγγελματίας, να αντιληφθεί ότι η επικοινωνία και η συνάντηση με τον «εργοδότη» του, οι επισκέψεις στους «πελάτες» και η παραλαβή και η παράδοση των χρημάτων δεν ήταν στοιχεία μίας παράνομης επιχείρησης.

Τον ισχυρισμό του βάσισε και στην παραδοχή του 63χρονου πως είναι χρήστης του διαδικτύου και γνωρίζει πως έχουν συμβεί απάτες στο παρελθόν με πανομοιότυπο χαρακτήρα.

«Βροντές» Εισαγγελέα
Σύμφωνα με τον Εισαγγελέα, ο 63χρονος  γνώριζε πως εισπράττει χρήματα για λογαριασμό παράνομου κυκλώματος, χαρακτηρίζοντας «αδιανόητο» το γεγονός πως δεν έλαβε υπόψη το κακό που έκανε σε βάρος ηλικιωμένων. Τόνισε πως ο κατηγορούμενος «έβλεπε τον πανικό των ανθρώπων και δεν τον ένοιαζε». Για τους λόγους αυτούς, ο Εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του 63χρονου και την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ.

Δικηγόρος κατηγορούμενου: Ο πελάτης μου δεν είχε δόλο
Η συνήγορος υπεράσπισης του 63χρονου, υποστήριξε πως ο πελάτης της δεν είχε την ευλόγως αναμενόμενη συμπεριφορά την οποία ακολουθεί ένας δράστης, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι φορούσε χαρακτηριστικό, ευδιάκριτο μπουφάν και μετέβαινε στα σπίτια των ηλικιωμένων με το προσωπικό του όχημα, το οποίο μάλιστα στάθμευε ακριβώς μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Σύμφωνα με την ίδια, ένας άνθρωπος ο θα οποίος έπραττε με δόλο και γνώριζε πως επρόκειτο να εξαπατήσει έναν συμπολίτη του θα προσπαθούσε να καλύψει τα τα χαρακτηριστικά, κάτι που ο 63χρονος δεν έκανε, ακριβώς γιατί δεν γνώριζε.

Τελικώς, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, καταδικάζοντάς τον σε ποινή φυλάκισης 24 μηνών από τους οποίους θα εκτίσει τον ένα και χρηματικό πρόστιμο 3.000 ευρώ.

Ακόμη, ο 63χρονος, μετά από αίτημα της συνηγόρου, διατήρησε το δικαίωμα άσκησης έφεσης η οποία θα διατηρήσει το ανασταλτικό της αποτέλεσμα, αν και εφόσον ο καταδικασθέντας δώσει 1.000 ευρώ σε κάθε μία από τις δύο παθούσες μέσα σε διάστημα 30 ημερών.

Γιώργος Βαϊσμένος