Η κατοικία της “δυναστείας” Κουτσίνα στον Βόλο πουλήθηκε, όπως επιβεβαίωσαν στα gegonota.news μέλη της οικογένειας. Το κέλυφος έχει κριθεί διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού καθώς πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα κτίρια του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Η κατοικία είναι κατασκευασμένη το 1933 από τον μεγάλο Νικόλαο Μητσάκη και τα σχέδιά της φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη.
Η κατοικία είναι ανεπτυγμένη στο παραλιακό μέτωπο , αποτέλεσε έδρα του ΟΗΕ στη Θεσσαλία και στη συνέχεια φιλοξένησε τη Λέσχη Αξιωματικών. Είναι η πλέον “ώριμη μοντέρνα” κατοικία του Ν. Μητσάκη και συμπίπτει χρονολογικά με το αντίστοιχο ωριμότητας έργο του, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της Θεσσαλονίκης. Πέρασε στα χέρια γνωστού επιχειρηματία του Βόλου και θα χρησιμοποιηθεί ως κατοικία.
Η ιστορία
Το 1900 Ο Νικόλαος Κουτσίνας άνοιξε και στο Βόλο εμπορικό κατάστημα σε κτίριο της οδού Ερμού και Ιωλκού το οποίο ανοικοδόμησε το 1930 στα πρότυπα ευρωπαϊκών καταστημάτων σε σχέδια και επίβλεψη του αρχιτέκτονα Μεταξά.
Η ξυλεία για τον εξοπλισμό του καταστήματος ήρθε από τη Σουηδία με ειδικά ναυλωμένο καράβι. Το κατάστημα του Νικολάου Κουτσινα εισήγαγε λινά και μάλλινα κασμίρια από την Αγγλία και κυρίως από τα εργοστάσια του Μάντσεστερ όπου είχε μόνιμο αντιπρόσωπο. Προμήθευε χονδρικά τις πόλεις της Θεσσαλίας αλλά και πολλές πόλεις της Ελλάδας.
Το 1953 το Νικόλαο διαδέχθηκε ο γιος του Φίλιππος που έδωσε νέα ώθηση στην επιχείρησή: εκτός από το κλασικό στοκ των εμπορευμάτων προμηθευόταν κατ’ αποκλειστικότητα εμπόρευμα από τις ελληνικές μεταξοβιομηχανίες και έκανε εισαγωγές από το Παρίσι και τη Ρώμη.
Με πάθος και επιμονή απάλλαξε τα ελληνικά ξενοδοχεία από τις κλαρωτές κουρτίνες και κουβέρτες. Επίσης, συνεργάστηκε με την αιωνόβια οικοτεχνία του Ιωαννίδη στον Τύρναβο πουλώντας ανεπανάληπτα σταμπωτά Τυρνάβου. Λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 90.
Ηταν ένας παθιασμένος φιλότεχνος, ο γόνος της μεγάλης θεσσαλικής οικογένειας με τον παλαιότερο υφασματεμπορικό οίκο στην περιοχή, που άφησε εποχή στους καλλιτεχνικούς και εμπορικούς κύκλους της χώρας. Ένας πληθωρικός άνθρωπος που μεταμόρφωνε το ευτελές σε πολύτιμο, το ψεύτικο σε πραγματικό.
Ηταν άνθρωπος που τα σπίτια του ήταν πινακοθήκες έργων τέχνης και εντευκτήρια διανοούμενων και καλλιτεχνών.
Ο Φίλιππος Κουτσίνας φιλοξενούσε συχνά τον Μάνο Χατζηδάκι στη Μακρινίτσα και εκεί ο συνθέτης εμπνεύστηκε την “Πορνογραφία”.
Το κτίριο του καταστήματός τους είχε σχεδιαστεί από τον Γεράσιμο Μεταξά και ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κτίριο στον Βόλο.
Η Τιτίνα σχεδιάζει με κέφι τα ρούχα του Οίκου Κουτσίνα και φτιάχνει τις βιτρίνες με φαντασία, ενώ ο σύζυγός της, σε συνεργασία με τον φίλο του Άρη Κωνσταντινίδη –στον οποίον ανέθεσε το 1955 την κατασκευή υποκαταστήματός τους στη Λάρισα– προμηθεύει τα Ξενία σε όλη την Ελλάδα με κουβέρτες, σεντόνια, χράμια και πετσέτες. Με την Τιτίνα ταξιδεύουν μέχρι την Τεχεράνη για τους δειγματισμούς. Όλα γίνονται με μεράκι και έγνοια για την τελευταία λεπτομέρεια. Κάπως έτσι γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’60 οι υφαντές πετσέτες, τα ριγέ σεντόνια, οι αλατζάδες και οι περίφημες κουβέρτες με σήμα το κενταυράκι.
Η Τιτίνα Κουτσίνα, όπως την είδε στον καμβά ο Παναγιώτης Τέτσης το 1949 και με ζωγραφισμένη την πλάτη της από τον ΓΙάννη Τσαρούχη σε αποκριάτικο χορό, το 1960. Ζωγράφος και η ίδια, είχε την τύχη να γνωρίσει τον παθιασμένο με την τέχνη σύζυγό της και μαζί να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.