Ο διαρκής θάνατος της μονοκατοικίας

Μια ιστορική εξέλιξη συντελείται αθόρυβα εδώ και μια πενταετία στην πρωτεύουσα. Η μία μετά την άλλη, εκατοντάδες μονοκατοικίες σε όλο το λεκανοπέδιο οδηγούνται σε κατεδάφιση. Μια εξέλιξη αισθητή σε όλους μας, αφού τα εναπομείναντα μικρά σπίτια είναι σημεία αναφοράς στις πιο πυκνοδομημένες περιοχές ή χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας των πιο «προνομιούχων» προαστίων. Συχνά, οι κατεδαφίσεις σηματοδοτούν σε μια γειτονιά το τέλος μιας εποχής.

Eρευνα της «Κ» έρχεται να τεκμηριώσει την εξέλιξη αυτή. Οπως προκύπτει από την καταγραφή και ανάλυση των αδειών κατεδάφισης των τελευταίων ετών, ο αριθμός των μονοκατοικιών που κατεδαφίζονται διπλασιάστηκε μόλις μέσα σε έξι χρόνια, από το 2019 έως το 2024. Η δε προηγούμενη χρονιά κατέχει το «ρεκόρ», αφού οι άδειες κατεδάφισης –σταθερά περί τις 1.000 ετησίως από το 2020– ξεπέρασαν πλέον τις 1.200.

Η «εξάπλωση»

Η εξέλιξη αυτή αφορά όλο το λεκανοπέδιο. Για κάποιες περιοχές, όπως οι δήμοι της Αθήνας και του Πειραιά, σηματοδοτεί την οριστική εξαφάνιση του ίχνους μιας περιόδου, αφού κατεδαφίζονται τα τελευταία από τα κτίρια που έχουν/δεν έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα. Δεν υπάρχει όμως δήμος και γειτονιά όπου να μην υπήρχε μεγάλη άνοδος των κατεδαφίσεων. Τόσο στις πιο ακριβές περιοχές, όπως Κηφισιά, Φιλοθέη, Ψυχικό, Παπάγου και οι δήμοι της Αθηναϊκής Ριβιέρας –πρωτίστως η Βούλα και η Γλυφάδα– όσο και στα μεσοαστικά προάστια, όπως το Περιστέρι, η Καλλιθέα και το Μαρούσι. Σε κάποιες από τις περιοχές αυτές, οι κατεδαφίσεις «εκτινάσσονται» τα τελευταία δύο χρόνια, όπως στο Κερατσίνι, στην Πετρούπολη και στο Μοσχάτο.

Η αντιπαροχή είναι η βασική κινητήρια δύναμη, αλλά και το ευνοϊκό περιβάλλον για την οικοδομή, όπως διαμορφώθηκε από τα κίνητρα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ).

Τι άλλο μας δείχνει η ανάλυση των στοιχείων; Τα σπίτια που κατεδαφίζονται είναι κυρίως προ του 1955, αλλά σημαντικό ποσοστό είχε χτιστεί στις δεκαετίες ’50 και ’60. Πρόκειται κυρίως για ισόγεια ή μονώροφα κτίσματα, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις μεγαλύτερων κτιρίων κατοικιών. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι μονοκατοικίες «φεύγουν» σε ζεύγη, δύο σπιτάκια σε γειτονικά οικόπεδα, προφανώς για να δημιουργηθεί ένα νέο μεγαλύτερο οικόπεδο για την ανέγερση μεγαλύτερου κτιρίου. Και ενώ στο κέντρο της πόλης και στις παλιές προσφυγογειτονιές τα οικόπεδα που «προκύπτουν» από την κατεδάφιση είναι μικρά, στις παραλιακές περιοχές και στις παλιές «κηπουπόλεις» η κατεδάφιση αφορά σπίτια σε οικόπεδα του ενός στρέμματος ή και μεγαλύτερα, κάτι που προφανώς συνεπάγεται και σοβαρή απώλεια πρασίνου.

Θα ήταν δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα νέο «κύμα» αντιπαροχής. Ωστόσο είναι δεδομένο ότι η αντιπαροχή είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη μεγάλη άνοδο των κατεδαφίσεων. Και ευρύτερα το ευνοϊκό περιβάλλον για την οικοδομή, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τα κίνητρα του νέου οικοδομικού κανονισμού (ΝΟΚ), τη μετατροπή της κατοικίας στη χώρα μας σε «επενδυτικό» προϊόν και τη συνεπακόλουθη τεράστια αύξηση των αξιών. Η τεκμηρίωση της μεγάλης ανόδου των κατεδαφίσεων μονοκατοικιών ανοίγει τη συζήτηση για τα αίτια της ανόδου αυτής, τις συνέπειες –ακόμη και θετικές σε κάποιες περιοχές– και το πώς μεταβάλλονται πολεοδομικά, οικιστικά και κοινωνικά μεγάλες περιοχές της Αθήνας.

Οι κατεδαφίσεις το 2024

Διατρέχοντας σε περισσότερες από 800 σελίδες στη «Διαύγεια» του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, όπου αναρτώνται όλες οι οικοδομικές άδειες, προκύπτει ότι το 2024 εκδόθηκαν (ή ανανεώθηκαν/αναθεωρήθηκαν) 1.217 άδειες κατεδάφισης. Ο αριθμός αυτός αναφέρεται μόνο σε άδειες για ολική κατεδάφιση ενός κτιρίου (όχι μερική/τμηματική κατεδάφιση) το οποίο στεγάζει κατοικία, αποθήκη ή κατάστημα. Οι 1.217 άδειες που ανέλυσε η «Κ» αφορούν την ολική κατεδάφιση 1.266 σπιτιών. Πιο συγκεκριμένα:

• Τα 792 σπίτια είναι ισόγειες κατοικίες, τα 348 είναι διώροφα κτίρια κατοικίας (ισόγειο συν ένας όροφος), τα 66 τριώροφα (ισόγειο συν δύο όροφοι). Αφορούν επίσης 16 ισόγειες αποθήκες, 18 ισόγεια καταστήματα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι άδειες αφορούν άλλου είδους κτίρια σε αυτές τις κατηγορίες ή δεν αναφέρεται καθόλου στην άδεια το είδος του κτιρίου.

• Σε 30 άδειες κατεδάφισης δίνεται και άδεια κοπής για 139 δέντρα εντός του οικοπέδου. Σε τρεις περιπτώσεις, αντιστοιχούν από 13 δέντρα σε μία άδεια κατεδάφισης: στην οδό Κοτζιά στην Ηλιούπολη, στην οδό Κύπρου στου Παπάγου και στην οδό Αλκυονίδων στην Παλλήνη.

• Σε 17 περιπτώσεις, έχουν την ίδια ημέρα εκδοθεί άδειες κατεδάφισης για μονοκατοικίες σε γειτονικά οικόπεδα. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι τα οικόπεδα πρόκειται να συνενωθούν για τη δημιουργία ενός μεγαλύτερου.

• Δεν περιέχουν όλες οι άδειες κατεδάφισης στοιχεία για την ηλικία τού υπό κατεδάφιση κτιρίου. Στις περιπτώσεις που αναφέρεται, ξεχωρίζουν τα κτίρια των δεκαετιών του ’50 (219 άδειες) και του ’60 (211 άδειες).

• Eνας σημαντικός αριθμός αδειών καταγράφεται ως «προ του ’55». Και αυτό γιατί βάσει της νομοθεσίας τα κτίρια προ του 1955 θεωρούνται αυτομάτως νόμιμα, ακόμη κι αν δεν είχαν άδεια, οπότε συχνά οι μηχανικοί τα αναφέρουν ως τέτοια για λόγους ευκολίας. Αν στις άδειες κατεδάφισης που αναφέρονται γενικώς σε κτίρια «προ του ’55» προστεθούν εκείνες που συγκεκριμένα αφορούν κτίρια έως και του 1954, τότε ο συνολικός αριθμός αυτών ανέρχεται στα 309. Ο αριθμός αυτός είναι ενδεικτικός του κύματος κατεδάφισης των πιο παλαιών κτιρίων, συχνά υπό τον φόβο μην κηρυχθούν διατηρητέα.

Ο διαρκής θάνατος της μονοκατοικίας-1

• Σημαντικός αριθμός των αδειών κατεδάφισης (259) αφορά αυθαίρετα που νομιμοποιήθηκαν.

• Oσον αφορά τα οικόπεδα που «απελευθερώνονται» για δόμηση, το ένα τέταρτο (306) είναι μικρά, μέχρι 200 τ.μ. Τα δύο μικρότερα βρίσκονται στη Νέα Ιωνία (39,8 τ.μ., ισόγεια κατοικία στην οδό Σαφραπόλεως) και στον Πειραιά (48,13 τ.μ., ισόγειο κατάστημα στην οδό Αιτωλικού).

• Αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός των μεγάλων οικοπέδων (άνω του ενός στρέμματος), όλα στις πιο ακριβές περιοχές: 12 στην Κηφισιά, 10 στον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, 9 στον Δήμο Ελληνικού – Αργυρούπολης, 6 στον Δήμο Φιλοθέης – Ψυχικού. Το μεγαλύτερο εντοπίζεται στο Μαρούσι (13.158 τ.μ., στην οδό Ειρήνης).

• Οι περισσότερες άδειες κατεδάφισης του 2024 αφορούν τους Δήμους Αθηναίων (132), Πειραιά (87), Περιστερίου (72), Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης (66) και Γλυφάδας (55). Ακολουθούν Κηφισιά, Καλλιθέα (από 49), Φιλοθέη – Ψυχικό (41), Χαλάνδρι (33) και Μαρούσι (30).

Το χρονικό

Ποια ήταν όμως η εξέλιξη των κατεδαφίσεων τα τελευταία χρόνια; Την απαραίτητη πληροφορία (αντλημένη επίσης από τη βάση δεδομένων του ΤΕΕ) προσφέρει το ερευνητικό πρόγραμμα «Κοινωνικοί διαχωρισμοί και αποστέρηση στην Αθήνα 2011-2021 (SeDe)», που πραγματοποιείται στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με επιστημονικό υπεύθυνο τον γεωγράφο, ερευνητή στο ΕΚΚΕ Σταύρο Σπυρέλλη.

Oπως προκύπτει:

• Από το 2019 έως και το 2024 εκδόθηκαν στην Αττική 5.582 άδειες ολικής κατεδάφισης κτιρίων. Οι κατεδαφίσεις διπλασιάστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια: από 583 το 2019 σε 1.217 το 2024, όντας με αυξομειώσεις περί τις 1.000 από το 2021.

• Από το 2019 κατεδαφίστηκαν 605 μονοκατοικίες στον Δήμο Αθηναίων. Ακόμη 306 μονοκατοικίες κατεδαφίστηκαν τα τελευταία έξι χρόνια στη Γλυφάδα, 300 στον Πειραιά, 283 στον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, 267 στο Περιστέρι, 264 στην Κηφισιά, 184 σε Φιλοθέη – Ψυχικό.

«Είναι εξαιρετικά χρήσιμο να συνδυάσουμε την πληροφορία που μας παρέχουν οι άδειες κατεδάφισης με την τελευταία διαθέσιμη απογραφή κτιρίων (2011), ώστε να δούμε αν οι κατεδαφίσεις γίνονται σε περιοχές που έχουν υψηλό ή χαμηλό απόθεμα μονοκατοικιών και διπλοκατοικιών», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Σπυρέλλης. «Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, τα κτίρια μικρής κλίμακας αποτελούν κατά μέσον όρο το 42% του αποθέματος στους δήμους της Αττικής, με τα χαμηλότερα ποσοστά, κάτω από 10%, να εντοπίζονται στους Δήμους Αθηναίων, Ζωγράφου, Καλλιθέας, Νέας Σμύρνης και Γαλατσίου. Από την κατανομή των κατεδαφίσεων, λοιπόν, βλέπουμε ότι στην Αθήνα, παρότι το “απόθεμα” μονοκατοικιών είναι αναλογικά μικρό, εντούτοις εντοπίζουμε τις περισσότερες κατεδαφίσεις. Αντίστοιχα, χαμηλό ποσοστό μονοκατοικιών αλλά μεγάλο αριθμό κατεδαφίσεων έχουν και η Καλλιθέα και η Νέα Σμύρνη».

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι μονοκατοικίες «φεύγουν» σε ζεύγη, δύο σπιτάκια σε γειτονικά οικόπεδα ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο μεγαλύτερο οικόπεδο για την ανέγερση πιο μεγάλου κτιρίου.

Αναλύοντας τα στοιχεία ανά ταχυδρομικό κώδικα, η «γεωγραφία των κατεδαφίσεων» γίνεται πιο σαφής. «Στους Δήμους Αθηναίων και Πειραιά παρατηρούμε κατεδαφίσεις σε όλες τις περιοχές. Η διασπορά αυτή είναι σημαντικό εύρημα, διότι δείχνει ότι δεν έχουμε συγκεκριμένες συγκεντρώσεις. Λίγο εντονότερο γίνεται το φαινόμενο σε περιοχές μη κατοικίας με παλαιότερο κτιριακό απόθεμα όπως η παλιά βιομηχανική ζώνη του Πειραιά ή στην περιοχή του Κεραμεικού στην Αθήνα».

Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα και από τα δυτικά. «Στα δυτικά υπάρχει διασπορά των κατεδαφίσεων, με μια αυξητική τάση όσο πλησιάζουμε στον δήμο της Αθήνας. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελούν οι αυξημένες κατεδαφίσεις όσο ανεβαίνουμε το όρος Αιγάλεω (Παλατάκι Χαϊδαρίου και στα ορεινά της Πετρούπολης). Οι περιοχές αυτές της δυτικής Αθήνας ήδη από το 2011 φαίνεται να πλησιάζουν το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των ανατολικών προαστίων, οπότε είναι αναμενόμενο να επιδιώκεται ανανέωση και του κτιριακού αποθέματος».

Στα ανατολικά, ξεχωρίζει τόσο η περίπτωση του Παπάγου όσο και αυτή του Νέου Ψυχικού. «Εδώ εντοπίζουμε κατοικίες που ήταν σε χρήση (δηλαδή όχι εγκαταλελειμμένες) αλλά κατεδαφίζονται σαν επένδυση, κάτι που υποδεικνύει σαφώς ένα νέο κύμα αντιπαροχής. Αντίστοιχη εικόνα έχουμε και στο παραλιακό μέτωπο, στις περιοχές Βούλας, Γλυφάδας, Αλίμου και Ελληνικού. Στη Βούλα, το φαινόμενο είναι εντονότερο με τον μεγαλύτερο αριθμό σε όλη την Αθήνα (178 κατεδαφίσεις). Σε περιοχές όπως Βούλα, Παπάγου, Νέο Ψυχικό και Κηφισιά πιθανότατα αλλάζει και ο χαρακτήρας της γειτονιάς, σε σχέση με την Αθήνα, όπου οι μονοκατοικίες είναι πια λίγες και απλωμένες σε όλο τον δήμο».

Η «Κ» έθεσε τα στοιχεία των κατεδαφίσεων υπόψη τεσσάρων ειδικών. «Τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνουν την απώλεια του αποθέματος κτιρίων των δεκαετιών ’20 και ’30, τμήμα των οποίων είναι πολύ αξιόλογο», εκτιμά η Ειρήνη Γρατσίααρχαιολόγοςσυντονίστρια της Monumenta. Η οργάνωση εδώ και καιρό προσπαθεί να σταματήσει τέτοιες κατεδαφίσεις, αναδεικνύοντας περιπτώσεις αξιόλογων κτιρίων που δεν προστατεύονται από τη νομοθεσία. «Σήμερα η κατεδάφιση ενός κτιρίου “προ του ’55” πρέπει να εγκριθεί από Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, ενώ για όσα είναι μεγαλύτερα των 100 ετών χρειάζεται σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Πολιτισμού. Επομένως, πολλοί ιδιοκτήτες τέτοιων κτιρίων σπεύδουν να τα κατεδαφίσουν για να προλάβουν να μην υπαχθούν σε αυτή τη διαδικασία. Παράλληλα, χάνονται και πολύ ενδιαφέροντα από αρχιτεκτονική άποψη κτίρια των δεκαετιών ’50 και ’60 σε περιοχές όπως η Φιλοθέη και το Ψυχικό, που έχουν υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονική. Στενοχωριέμαι, γιατί συντελείται μια καταστροφή. Βρισκόμαστε συχνά στη δυσάρεστη θέση να αφαιρούμε από τις καταγραφές μας κτίρια που μάθαμε ότι τελικά δεν γλίτωσαν. Και συνεχώς δεχόμαστε εκκλήσεις από πολίτες για νέες περιπτώσεις. Γιατί δεν μπορούμε να διασώσουμε κάποια πράγματα, δίνοντας πραγματικά, ισχυρά κίνητρα στους ιδιοκτήτες;».

«Δεν βλέπω την αύξηση των κατεδαφίσεων σαν κάτι απειλητικό – με την ανέγερση νέων κτιρίων, η πόλη θα είναι ποιο συνεκτική ως προς την πυκνότητα και τα ύψη. Εχω θέμα με το τι κατεδαφίζεται, ιδίως αν είναι αρκετά παλιό. Από την άποψη της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, υπάρχει μεγάλο ζήτημα κυρίως για τα κτίρια του Μεσοπολέμου, τα οποία δεν έχουν κάποιο καθεστώς προστασίας», λέει ο Τηλέμαχος Ανδριανόπουλοςαρχιτέκτονας και αναπλ. καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. «Γενικά, η αντικατάσταση των παλαιότερων κτιρίων από νέα είναι μια φυσιολογική διαδικασία. Η άνοδος των κατεδαφίσεων αντικατοπτρίζει και την άνοδο της αγοράς ακινήτων και τη μεγάλη ζήτηση για νεόδμητα, παρά το μεγάλο κύμα ανακαινίσεων. Σκεφτόμουν βέβαια ότι σε πολεοδομικό επίπεδο –ανεξάρτητα δηλαδή από την όποια αρχιτεκτονική τους αξία– τα μονώροφα ή διώροφα κτίρια έχουν μια αξία αντιστικτική, αποτελούν ανακουφιστικά κενά – συνήθως αναπάντεχα, ιδίως μέσω του τρυφερού πρασίνου που τα συνοδεύει. Η αντίθεσή τους στην πυκνότητα του ιστού είναι σχεδόν πάντα πιο ελκυστική από την ίδια την αρχιτεκτονική τους. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της πυκνότητας κατοίκησης στην πόλη δεν είναι κακή, αν συνεπάγεται τον περιορισμό της αστικής διάχυσης».

Στα στενά δρομάκια της Αθήνας, αυτά τα σπίτια αφήνουν τον ήλιο και τον αέρα να περάσουν, έχουν πράσινο στις αυλές τους, είναι ευεργετικά. Και τι θα έρθει στη θέση τους;

«Θα μιλήσω ως πολίτις. Με πιάνει θλίψη να βλέπω να γκρεμίζονται μονώροφα και διώροφα σπίτια, που τα βλέπουμε κάθε μέρα, που είναι μέσα στις γειτονιές μας. Είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής καταστροφής», σημειώνει η Λυδία Καρράσκηνοθέτις και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ). «Κάποια από τα σπίτια αυτά είναι σημαντικά αρχιτεκτονικά· κάποια έχουν μια ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική που έχει και αυτή τη σημασία της, καθώς εκφράζει μια εποχή. Εκτός από στοιχείο της αρχιτεκτονικής μας ταυτότητας, είναι πολύτιμα για την ποιότητα ζωής μας. Στα στενά δρομάκια της Αθήνας, αυτά τα σπίτια αφήνουν τον ήλιο και τον αέρα να περάσουν, έχουν πράσινο στις αυλές τους, είναι ευεργετικά. Και τι θα έρθει στη θέση τους; Κτίρια διαμερισμάτων που δεν θα αφορούν τη μέση ελληνική οικογένεια, που δεν μπορεί να τα πληρώσει, αλλά “επενδυτές”, κυρίως ξένους. Είναι πολύ παρήγορο ότι πολλοί δήμοι και πολίτες προσπαθούν να ανακόψουν αυτή την καταστροφή, δεν ξέρω αν θα προλάβουν».

«Οι αιτίες είναι πολλές. Προφανώς έχει αλλάξει ο συσχετισμός κόστους – οφέλους. Παίζει ρόλο ο ευνοϊκός οικοδομικός κανονισμός, που έχει τριπλασιάσει το κέρδος για τους κατασκευαστές. Παίζει ρόλο η “χρυσή βίζα” και το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Ως αποτέλεσμα, ενώ κάποτε είχε νόημα να κρατήσεις μια μονοκατοικία, σήμερα το ποσό που σου προσφέρεται για να τη δώσεις αντιπαροχή ή να την πουλήσεις είναι τόσο υψηλό, που δύσκολα μπορείς να αντισταθείς», εξηγεί ο Βασίλης Γκοιμίσηςαρχιτέκτων-πολεοδόμος. «Οι συντελεστές στις περισσότερες περιοχές της Αθήνας είναι πολύ μεγάλοι. Επομένως, καθένα από τα κτίρια που κατεδαφίζονται θα αντικατασταθεί από ένα πάρα πολύ μεγαλύτερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κάτι που με απασχολεί είναι αν μέσα σε ένα τόσο σημαντικό κύμα κατεδαφίσεων χάνονται και αξιόλογα κτίρια».

«Η πολυκατοικία, που μας έσωσε τις προηγούμενες δεκαετίες από την γκετοποίηση και τον εξευγενισμό, σήμερα στέκεται εμπόδιο στην ανανέωση του οικιστικού δυναμικού λόγω της πολυϊδιοκτησίας», καταλήγει ο Σταύρος Σπυρέλλης, ερευνητής στο ΕΚΚΕ. «Ως αποτέλεσμα, η αγορά, που αναζητά χώρο για νέα κτίρια, πηγαίνει σε αυτό που έχει “ξεμείνει”, δηλαδή τη μονοκατοικία. Η ζήτηση είναι τέτοια που κατεδαφίζονται ακόμη και σπίτια των δεκαετιών ’80 και ’90, που τα θεωρούμε νέα. Δεν είναι όλες οι μονοκατοικίες αξιόλογες. Υπάρχουν ετοιμόρροπα και εγκαταλελειμμένα σπίτια. Υπάρχουν και αυθαίρετα, κακής ποιότητας, ιδίως στις μικροαστικές γειτονιές. Με την έννοια αυτή, υπάρχει και μια θετική πλευρά στην ανανέωση του οικιστικού αποθέματος. Ας μην ξεχνάμε ότι οι άδειες κατεδάφισης, όσο και αν έχουν “απογειωθεί” τα τελευταία χρόνια, αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% των οικοδομικών αδειών – ενώ το 20% οι νέες άδειες δόμησης και το 75% οι άδειες για εργασίες μικρής κλίμακας, δηλαδή ανακαινίσεις».

Ο διαρκής θάνατος της μονοκατοικίας-2Πηγή: kathimerini.gr