Αντώνης Καραμπατζός
Υπάρχουν επιχειρήματα νομιμότητας, υπάρχουν και επιχειρήματα σκοπιμότητας. Υπάρχει η αξιακή προσέγγιση των πραγμάτων, υπάρχει και η εργαλειακή. Δυστυχώς, στο ζήτημα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τον Χρ.Τριαντόπουλο –ευρύτερα γνωστής ως «προανακριτικής»– η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός τάσσονται, ακόμη μια φορά, με τη λογική της πολιτικής σκοπιμότητας και της εργαλειακής καταστρατήγησης του Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ) και της ειδικής νομοθεσίας (ν. 3126/2003).
Κατ’ αρχάς, ο ύποπτος τελέσεως ποινικού αδικήματος πρώην υφυπουργός δεν έχει, εν προκειμένω, εξουσία διαθέσεως: δεν μπορεί να παραιτηθεί από ένα στάδιο της ποινικής προδικασίας, ζητώντας να μην ασκήσει η προανακριτική επιτροπή τα καθήκοντά της, έστω και αν επ’ αυτού αποφασίσει εν τέλει το –ελεγχόμενο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία– προεδρείο της επιτροπής και, εν συνεχεία, η Βουλή – πάλι, δηλαδή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κατά το άρθ. 86 Συντ., τον ΚτΒ (άρθ. 153 επ.) και τον ν. 3126/2003 (άρθ. 5) περί ευθύνης υπουργών, όταν συνιστάται προανακριτική επιτροπή, αυτή διενεργεί πλέον προκαταρκτική εξέταση με όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέως πλημμελειοδικών και, μετά το πέρας των εργασιών της, παραδίδει πόρισμα, το οποίο «πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης». Το πόρισμα, μάλιστα, συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής. Στα διαδικαστικά αυτά στάδια δεν υφίσταται κάποια διακριτική ευχέρεια των εμπλεκόμενων οργάνων ή προσώπων.
Ο δε κ. Τριαντόπουλος, ως ύποπτος τελέσεως αδικήματος, απολαμβάνει ήδη την προστασία του κατηγορουμένου. Και δυσκολεύεται να φανταστεί κανείς σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία να αποφασίζει ο ίδιος ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος για την περαιτέρω δικονομική πορεία αυτής. Η ιδιότυπη, μάλιστα, παραίτηση του κ. Τριαντόπουλου και η υπερπήδηση του σταδίου της προανακριτικής επιτροπής θέτουν και ζήτημα ακυρότητας της διαδικασίας.
Έπειτα, εφόσον η υπόθεση άγεται απευθείας στο δικαστικό συμβούλιο, κατά τη βούληση της κυβέρνησης, εάν εκεί πλέον ανακύψουν στοιχεία για νέα αδικήματα, θα πρέπει να συσταθεί εκ νέου προανακριτική επιτροπή, θα πρέπει δηλαδή να επιστρέψουμε στη Βουλή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το χρονοβόρο της διαδικασίας, αλλά και για το ζήτημα της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, η οποία καταργήθηκε μεν το 2019 από το άρθ. 86 Συντ., όχι όμως από τον εφαρμοστικό ν. 3126/2003.
Το κυβερνητικό επιχείρημα σκοπιμότητας ότι έπρεπε να αποφευχθεί ένα αντιπολιτευτικό «σόου» στη Βουλή, ιδίως ενόψει του ότι μπορεί να καλούνταν στην επιτροπή υπουργοί ή ακόμη και ο Πρωθυπουργός, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για μία κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η διαδικασία στην προανακριτική επιτροπή έχει και πολιτικό-κοινοβουλευτικό χαρακτήρα –όπως και άλλες διαδικασίες στη Βουλή–, ενώπιόν της δε κάλλιστα μπορούν να κληθούν και κυβερνητικά στελέχη. Και δεν μπορούμε να παρακάμπτουμε τις διαδικασίες αυτές, επειδή κάτι τέτοιο δεν μας αρέσει ή επειδή η αντιπολίτευση μπορεί να συμπεριφέρεται ανεύθυνα. Τούτο, μάλιστα, μόνον πολιτική γενναιότητα δεν φανερώνει. Για όποια δε συνταγματική διαδικασία δεν μας ικανοποιεί υπάρχει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Μέχρι τότε, τηρείται το ισχύον Σύνταγμα.
Δυστυχώς, το εσπευσμένο κλείσιμο της προανακριτικής επιτροπής επιτείνει τη δυσπιστία των πολιτών έναντι της κυβέρνησης σε σχέση με την υπόθεση των Τεμπών, ενισχύει τη συνωμοσιολογία και, συνεπώς, θα έπρεπε να αποφευχθεί και για λόγους σκοπιμότητας.
Αποδεικνύει, πάντως, ότι η πραγματική πράξη γενναιότητας είναι η τήρηση του Συντάγματος και της θεσμικής τάξης.
Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)