Adolescece-Μια εκτενέστερη ψυχοκοινωνική ανάλυση

Του Μάνου Ζαχαριουδάκη Ph.D.
Μια Βρετανική σειρά 4 επεισοδιων του Netflix που με καθήλωσε (μαζί με τον υπόλοιπο τηλεοπτικό πλανήτη όπως αποδεικνύεται) από την σεισμική αρχή της, τις θλιβερές συνειδητοποιήσεις εφηβικής παραμέλησης, αποξένωσης κι απόκλισης, μέχρι το ανθρώπινα οδυνηρό μοναχικό τέλος της. Γραμμένη, μερικώς, από έναν από τους πρωταγωνιστές της, τον καταξιωμένο και διακριτικά εκφραστικό ηθοποιό Stephen Graham (εμπνευσμένη απο δύο πραγματικά εφηβικά μαχαιρώματα στην Αγγλία) και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη απο τον Philip Barantini σε 4 ωριαία μονόπλανα (!) δηλαδή 4 αδιάκοπες σκηνές συνεχούς κινηματογράφισης και ηθοποιίας! Αφότου έγραψα μια σύντομη κριτική-σύσταση, αμέσως αφού την είδα, την ξαναείδα, την ξανασκέφτηκα και ξαναέγραψα εκτενέστερα, βαθύτερα. Και αυτό θα μοιραστώ ως σινεφίλ ψυχολόγος πατέρας.
Παρακολουθούμε, νιώθουμε, το αγχωτικό δράμα ενός 13χρονου αγοριού, από μια σύγχρονη κι αγαπημένη (σαν τις πολλές δικές μας) μεσοαστική οικογένεια της εργατικής τάξης – ενός φαινομενικά απότομου κι απόμακρου, ασπούδαχτου, μα φιλικού κι αξιοπρεπή πατέρα, μιας γλυκιάς, υπεύθυνης, υποστηρικτικής και μάλλον παθητικής μάνας και μιας μεγαλύτερης έφηβης αδελφής – να συλλαμβάνεται μες στο σπίτι του “σαν;” “ως;” (θα φανεί) δολοφόνος και να φυλακίζεται σε ψυχιατρικό αναμορφωτηριο ανηλίκων (secure training center) επειδή μαχαίρωσε, με μένος, μια συμμαθήτριά του. Το οποίο αρνείται πεισματικά. Αν και φαίνεται, την νύχτα του φόνου, να τον έχουν βιντεοσκοπήσει.
Η εξαιρετικότητα της πλοκής, γραφής και σκηνοθεσίας, πέραν των ωριαίων μονοπλανικών επεισοδίων (η κάμερα ακολουθεί και συνδέει τους πάντες), πέραν της συγκρατημένης, λιτής, και ρεαλιστικότατης ηθοποιίας σχετικά άγνωστων σε μας ηθοποιών (κι ενός 13χρονου Οwen Cooper που δεν έχει ξαναπαίξει) σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στο ότι με τα ανελέητα κοντινά κι ενδόμυχα πλάνα της, μας βάζει στη θέση του κάθε μέλους αυτής της οικογένειας, αυτής της κοινωνίας (φίλων, άλλων γονιών, ψυχολόγων, αστυνομικών), και ταυτιζόμαστε με το παρατεταμένο μαρτύριό τους, την αμφιβολία τους και τα διαρκή μαχαιρώματα στην οικογενειακή ψευδ/αίσθησήτους (οικειότητας, ασφάλειας, ακεραιότητας, ηθικότητας).
Σκότωσε το παιδί μας ένα άλλο παιδί; Οχι! Μπορεί; Λες; Γιατί;
“Κοίταξέ με στα μάτια γιε μου και πες μου την αλήθεια…”.
Τους ακολουθούμε αδιάκοπα, είμαστε μέσα στο σπίτι τους, στο κρατητήριο, στο τηλέφωνο, στο (γκραφιταρισμένο με ύβρεις αβάσιμες που δεν ξεβάφουν όμως με σαπούνι…) βανάκι τους, απέναντί τους, δίπλα τους, μέσα τους, τους κοιτάμε, τους νιώθουμε και μουσκευόμαστε από τα δάκρυα και τους λυγμούς τους, παλλόμαστε από τις σιωπηλές δονήσεις των μυών του προσώπου τους, της μουγκής οργής, της αδύναμης θλίψης, της απεγνωσμένης έκρηξης, τελεσίδικα της μαρτυρικής απέθαντης ενοχής… Σε κάνει (τι εφιαλτικό δίλημμα), ως γονιό, ν’ αναρωτηθείς αν είναι χειρότερο για σένα και τις ευθύνες σου το παιδι σου να είναι νεκρό κι αθώο θύμα ή ζωντανό κι ένοχος σφαγέας…
Ο στωικά ανέκφραστος οργισμένος πατέρας, αρχέτυπο ξυλοφορτωμένης λαϊκής ανατροφής, εργατιάς και ηθικής προσπάθειας υπέρβασης των δικών του τραυμάτων βίας (“ποτέ δεν σήκωσα χέρι πάνω στο παιδί μου”) δεσπόζει σαν ένας πυρηνικός αντιδραστήρας έτοιμος να λιώσει, ως μια αποτυχημένη, ενοχική και κατηγορημένη πατρική φιγούρα… Την σκότωσε ο γιος μας ή όχι; Φταίω που δεν τον προετοίμασα… προστάτεψα… απέτρεψα…; Πως; (Τι) Έκανα λάθος;
Για 4 μονοπλανικά αλληλένδετα (μ’ εμάς εννοώ, την όλη κοινωνία μας) επεισόδια μεταλαμβάνουμε το σώμα και το αίμα, την αμφιβολία κι απόγνωση, το σοκ, τρόμο κι ανημποριά, καλών λαϊκών ανθρώπων, γονέων κι αστυνομικών, ενοχικών φίλων κι οργισμένων εφήβων, χαμένων δασκάλων, διαδικαστικών δικηγόρων και αναλυτών ψυχολόγων, πάνω απ’ όλα μιας οικογένειας σαν τη δική μας, πιθανώς πολύ καλύτερης (γιατί δεν κακοποιεί ναρκισσιστικά), που παλεύει, χωρίς φτηνές δικαιολογίες, χωρίς τα μιντιακά ή στατιστικά προφανή αίτια, δηλαδή χωρίς τα κλισέ της οικογενειακής βίας, του διαζυγίου, της κακοποίησης του θύτη, του αλκοόλ/ναρκωτικών, των σατανιστών, του πορνό (ο 13χρονος αντί για porn αγνώστων βλέπει γυμνές φώτο συμμαθητριών του…), των μειονοτήτων, των φτωχών, των μεταναστών, κλπ “κακών” να αντιμετωπίσει, να κατανοήσει, να αποδεχθεί, χωρίς να διαλυθεί στις ραφές (Αχ…), αν και πως και γιατί και με τι ευθύνη δική τους το 13χρονο παιδί τους σκότωσε ένα άλλο…
Στο πρώτο επεισόδιο νιώθεις την απόλυτη μοναξιά, τον ξεριζωμό, την ευαλώτητα κι ανημποριά και Νέμεση του έφηβου που από την δήθεν ασφάλεια του σπιτιού του (αν κι έχει χαθεί προ πολλού, χωρίς κανείς να το ‘χει καταλάβει “αν κι ήταν πάντα στο διπλανό δωμάτιο” με το κινητό του…) μεταφέρεται στα χέρια του νόμου. Δεν είναι χαλαρή Ελλάδα εκεί να βιάζεις, να σκοτώνεις, να βάζεις φωτιές, να βασανίζεις ζωάκια και να κυκλοφορείς επικίνδυνα ελεύθερος. Από την άλλη (μάλλον) θα λάμβανε περισσότερη στοργή κι αγκαλιά από τον παγωμένο κλειδωμένο ανέκφραστο (γιατί;) πατέρα (και μητέρα) του.) Δεν είναι πλέον ένα αθώο ή ανίδεο “παιδί” (αν και η σειρά μας προκαλεί – χωρίς να προσφέρει τεχνητές απαντήσεις – να σκεφτούμε ακριβώς πόσο “συνειδητό” είναι ακόμη και για το τι σημαίνει “σκοτώνω κάποιον”), έχει μπει σε άλλο, της σύγχρονης κι αδέσποτης (ορμονικά, οικογενειακά, σχολικά, κοινωνικά) εφηβείας, κόσμο ιδιότροπων (μιλάμε ξένη γλώσσα) συμβόλων και κωδικών, μιας αναδυόμενης ζωικής (τεστοστερονοφόρας, με τα όμορφα υπέρ της και τα βίαια κατά της) σεξουαλικότητας, συχνά (όπως εδώ) ενός απαξιωμένου, γελοιοποιημενου κι αν ασφαλούς (δεν είμαστε σχεδόν όλοι στην εφηβεία;) “αντρισμού” (κι αντίστοιχα στα κορίτσια “θηλυκότητας”) και τις ενίοτε τραγικές συνέπειές τους…
Στο 2ο επεισόδιο, οι θεατές, σχεδόν σαν συμπάσχοντες παρατηρητές (όπως κι οι ερευνητές αστυνομικοί), κατανοούν την ανεξέλεγκτη αποξένωση κι άναρχη οργή των έφηβων εντός μιας ασυνάρτητης, αδιάφορης, άσχετης με την ψυχολογική ακεραιότητά τους, εκπαιδευτικής “Παιδείας” (σαν ένα “βρωμερό μαντρί” παιδιών περιγράφει το σχολείο ο αστυνομικός που “μυρίζει ιδρωτίλα, κάτουρο, και σπέρμα”) και από μια χαοτική στα ιντερνετικά ερεθίσματά της πλέον ενήλικη κοινωνία. Στο γυμνάσιο γινόμαστε ανήμποροι (αντιδραστικοί, όχι προληπτικοί) μάρτυρες πολλαπλών επεισοδίων εφηβικής βίας: από το μεταξύ τους αγορίστικο σκληρό bullying, την δημοσιοποίηση γυμνών φώτο του κοριτσιού-θύματος (από τον φίλο της…), μέχρι την παρορμητική εκδικητική – διάχυτη η οργή προς πάσα κατεύθυνση – βία από φίλη του θύματος σ’ ένα αγόρι, φίλο του θύτη και υπονοείται “παθητικό συνένοχο”… Θλιβόμαστε μ’ άλλο ένα παιδί, μόνο, “στα χαμένα”, παρορμητικό κι εξοργισμένο από τις απώλειές της να ξεσπά βίαια και ν’ απαξιώνει και ν’ απορρίπτει κάθε είδους ενήλικης βοήθειας (“βοήθεια”; μετά τον φόνο;)… Μας αποκαλύπτονται, μέσω άλλου θυματοποιημένου αγοριού, επίσης αποξενωμένου από τον χωρισμένο αστυνομικό πατέρα του, μυστικοί κώδικες επικοινωνίας των εφήβων, δημόσιες προσβολές του αντρισμού τους (“incel”=involuntarily celibate δηλ. “ακούσια παρθένος/αγ@μητος”) και διαδικτυακό bullying/θυματοποίηση, επαρκή κίνητρα οργής, υπολογισμενης εκδίκησης ή απερίσκεπτης παρορμητικής βίας (λίγο απ’ όλα βλέπουμε) και γυναικοκτονίας. Με μαχαίρια 13χρονων που αλλάζουν εύκολα χέρια “απλά για να τρομάξουν” την ψυχολογική θύτισσα, για να διεκδικήσουν κάποια βιασμένη “αντρική” αξιοπρέπειά τους (Ερώτηση: Από που έμαθαν τα 13χρονα ότι την διεκδικούμε με μαχαίρια;) η οποία ακόμη μια φορά μεταμορφώνεται σε αντρική βία. Και βλέπουμε παγωμένους γονείς να συνειδητοποιούν μετά την απώλεια δύο ξένων παιδιών (θύμα και θύτης) ότι έχουν κι αυτοί χάσει προ πολλού το δικό τους. Ψυχολογικά. Συναισθηματικά. Ότι έχει περάσει προ πολλού στην άλλη – την “σκοτεινή” ή την άγνωστη – πλευρά.
Ακολουθεί, στο 3ο επεισόδιο, μια ψυχολογική αξιολόγηση (σημ. τόσο του θύτη όσο και της κουλτούρας που τον μεγάλωσε) σασπενς-θρίλερ που μας γραπώνει και δεν θα μας αφήσει για πολύ καιρό. Αφενός σε τρομοκρατεί με όσα απαξιωτικά και δυνητικά βίαια για νέα αγόρια (αντιμέτωπα με μια “γυναίκα” που με τα λόγια της “τα έλεγχει”) υπονοεί κι ουρλιάζει (ήδη στα πρώιμα 13 του, που να’ταν και στα “ανδροποιημένα” 18 ή 25 του…) κι αφετέρου ξεγυμνώνει από την πολιτισμική πανοπλία του (κληροδοτημένη από διχασμένους άντρες πρότυπα) τον έφηβο και τον εκθέτει ως ένα ακόμη ηθικά απαίδευτο ή (χειρότερα) κακοεκπαιδευμένο (κι ως εκ τούτου πολύ επικίνδυνο) κι ευάλωτο παιδί ενστίκτων… πεινασμένο για αγάπη, σεβασμό, κουβέντα, σεξέρωτα, χωρίς να ξέρει πώς να τα ζητήσει-διεκδικήσει. Κι όταν ματαιώνεται; Αδιάκριτο Ολοκαύτωμα. Παρακολουθούμε σ’ αναμμένα κάρβουνα, μια σχετικά νέα και φιλική ψυχολόγο που ερευνά τα κίνητρα και την συνειδητοποίηση (“καταλάβαινε τι έκανε του 13χρονου κοριτσοκοκτόνου, σε σχέση με το νόημα της αρρενωπότητας (του εφήβου, του πατέρα του, των αντρών γενικότερα), του σεξ, της έλξης του για κορίτσια, κι εμπλέκεται σε μια διελκυνστίδα φροντίδας κι ελέγχου, αποδοχής και αντίστασης, εμπιστοσύνης και τρόμου. Σαν να είσαι θηριοδαμάστρια, σε κλουβί, μόνη, με ημιεκπαιδευμένο, λυμένο, πεινασμένο, ήδη ανθρωποφάγο, λιοντάρι, χωρίς προστασία… Το ψυχολογικό, παραπλανητικά φιλικό, “κάνουμε απλά συζήτηση” εδώ δεν έχει τίποτα απλό, προβλέψιμο, ασφαλές ή φιλικά συνεργατικό ανάμεσα σε μια γυναίκα κι έναν άντρα, ασχέτως ηλικίας, όταν δεν γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται (κάθε άλλο μάλιστα όταν ζωές, ελευθερίες, αξιοπρέπειες, κυριαρχείες, ασφάλειες διακυβεύονται και για τους δύο, στο κλουβί) τα κίνητρα του άλλου.
Οι φυσικοί και πολιτισμικοί “συνειρμοί”, κάποιοι “θεμέλιοι λίθοι”, της εφηβικής-αντρικής προσωπικότητας (η κυριαρχικότητα, η βία, το σεξ, η επιβεβαίωση ή απαξίωση του ανασφαλούς αντρισμού του), αποκαλύπτονται αφαιρώντας προσεκτικά ή χειριστικά φλούδες κρεμμυδιού κι αναπόφευκτα θα δακρύσουμε. Βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε αγόρια ευφυέστατα μα (λόγω αλλοτριωμένων κριτηρίων “αντρισμού” ή “δημοφιλίας”) κομπλεξαρισμένα (αν π.χ. “μη αθλητικά” ή “άσχημα” – σημ. ειρωνικό το θεώρησα, με τον κούκλο πρωταγωνιστή να αισθάνεται “άσχημος” ή τον γιο του αστυνομικού παθητικά να υφίσταται ποικιλοτρόπες βίες και ταπεινώσεις) ή απλά “ευνουχισμένα” από άλλους ναρκισσιστικά (βλ. κυριαρχικούς, κακοήθεις) κομπλεξαρισμένους/ες συνομηλίκους ή την ουσιαστική απουσία τρυφερού επιβεβαιωτικού πατρικού προτύπου (βλ. Ντρεποταν για μένα. Στον αγώνα κοιτούσε αλλού, δεν ήθελε να με βλέπει” θυμάται ο 13χρονος. “Φυσικά δεν ήταν loving/τρυφερός” μαζί μου. “Θα ήταν weird/ανώμαλο”. Και τα νεύρα τού πατέρα όταν βίαια γκρέμισε την αποθήκη; ήταν “αστεία”.) Συνειδητοποιούμε ότι η παιδική/εφηβική (και για πολλούς ενήλικες μετά) αίσθηση αξίας ή απαξίας τους πηγάζει από τα μάτια, τη γλώσσα, την αξιολόγηση κάποιου άλλου ή άλλης. Ο ανώριμος έφηβος Jamie ελπίζει σε διάψευση της αναξιότητάς του ή αντίστροφα την επιβεβαίωση του αντρισμού/αξίας του από τουλάχιστον μια γυναίκα (από την συμμαθήτρια, την μάνα, την ψυχολόγο) η οποία αν δεν θα έρθει μεταφράζεται σε θλίψη, αυτοπεριφρόνηση και κλιμακώνει μια απελπισμένη και βίαιη οργή.
Θεριεύει μια σύγκρουση σε ανεξέλεγκτο συναισθηματικό βαθμό, ένα βήμα πριν τη φυσική σωματική επίθεση, κι αναρωτιέσαι (ή μάλλον γνωρίζεις) τι θα γινόταν λίγα χρόνια αντρικής μυϊκής ανάπτυξης αργότερα ή μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι.[Ομολογώ, έχοντας δουλέψει σε κλειστή ψυχιατρική μονάδα των ΗΠΑ με βίαιους ασθενείς, αισθάνθηκα εξαιρετικά άβολα το ότι μια (έμπειρη;) ψυχολόγος θα εμπλεκόταν σε ένα “shouting match” ή αγώνα φωνητικής επιβολής κι έμμεσες απειλές μ’ ένα παρορμητικό δολοφόνο. Πολύ επικίνδυνο για την σωματική της ακεραιότητα αν προσπαθούσε να τον προκαλέσει να χάσει την αυτοκυριαρχία του…]. “Δεν θα μου πεις εμένα τι να κάνω”, “δεν ελέγχεις εσύ τι κάνω εγώ στη ζωή μου” ουρλιάζει μαινόμενος ο “μικρός άντρας” όρθιος από πάνω της ενώ η ώριμη γυναίκα τον παρακολουθεί ευάλωτη καθιστή παγωμένη καθηλωμένη στο μεταίχμιο της κλιμακούμενης βίας. Κι αυτός ήδη ξέρει ότι είναι σωματικά τρομακτικός προς τις γυναίκες. Ξέρει ότι ήδη έχει κάνει μία μόνιμα να σιωπήσει. (Κι ας μην ξεχνάμε ότι μετά το μακελειό κοιμήθηκε ανέμελα στο κρεβατάκι του σαν αναίσθητος ψυχοπαθής…). Και επιλέγει να την τρομάξει. Και απολαμβάνει την δύναμη του. (Κι αναρωτιέσαι: άλλοι πιο μεθοδικοί έφηβοι δολοφόνοι, παρορμητικοί ή υπολογιστικοί, γνώστες του συστήματος, με καλούς δικηγόρους και ψυχιατρικούς συμβούλους – “είχε το ακαταλόγιστο των πράξεων του”, “προσωρινά, λόγω οργής, εκτός επαφής με την πραγματικότητα” – τι έχουν να χάσουν με λίγα χρόνια ψυχιατρικό αναμορφωτήριο, γεμάτο τάξεις και ψυχοθεραπεία; Δεν διαμορφώνεται ηθική κοινωνία έτσι. Too late για τα θύματα. Απαιτείται θεραπευτική πρόληψη.)
Κι αφού τζόγαρε η ψυχολόγος και γλύτωσε τον σωματικό τραυματισμό (όχι τον ψυχολογικό), μέσα από την “απλή συζήτηση”, μέσα από απλά πολύχρωμα emoji και τα νοήματά τους, αναδύονται ανασφάλειες, χειρισμοί, επιθυμίες, απορρίψεις, προσβολές, εκδικήσεις, βίες, παγκόσμια εμφυλα μοτίβα σεξέρωτα ή θανάτου. Πλέον όλα στη θεατρική αρένα του διαδικτύου. Κι ένα αντράκι που μόνο θέλει να το γουστάρει, να το επιβεβαιώσει, η (κάθε) Γυναίκα κι εξοργίζεται, γιατί αφανιζεται ως οντότητα, όταν δεν το κάνει. Το δάκρυ της ψυχολόγου, συνειδητοποίησης της ενήλικης ευθύνης, της (καιρό τώρα) απαξίωσης κι εγκατάλειψης (σε ξένα νοήματα, διαμόρφωση, αξιολόγηση) ενός νέου άντρα, και της ανακούφισης (γλυτωσε τη βία) αναπόφευκτο στο τέλος.
Στο τελευταίο επεισόδιο, ένας πανανθρώπινος επίλογος ένα κλαμένο μοιρολόι μιας κανονικής οικογένειας (μες στο βανάκι νοσταλγική απόδραση σε άλλες αθώες εποχές) στα όριά της, διαλυμένη από μια εξομολόγηση ενοχής που σκοτώνει κάθε αυταπάτη ελπίδας. Μια δραματική τραγική προσωπική ελεγεία συναισθημάτων, της ανήμπορης καλής μητέρας και του στοχευμένου πατέρα (“τον έκανα εγώ έτσι;”, “είμαι καλύτερος από τον βίαιο πατέρα μου;”), την στιγματισμένη αδελφή του φονιά παράπλευρη απώλεια, χωρίς καμία κάθαρση (μόνο του λυγμού, οπότε θα κλάψουμε όλοι μας), που μας φέρνει αντιμέτωπους, εμπρός στον καθρέφτη, με την προσωπική ντροπή, την ηθική ευθύνη κι αμφιβολία, το κοινωνικό στίγμα (“monce”), την κατάρρευση των αξιών που πιστεύαμε ότι μας στερέωναν ως οικογένεια, την ανημποριά απόντων, ανεπαρκών και πλέον αμφισβητούμενων (δεν είμαστε “ειδικοί” σε τίποτα πλέον και άλλοι ξένοι – καλώς ή κακώς, εξαρτάται… – αναλαμβάνουν να διαπαιδαγωγήσουν από την ασφάλεια τηλεοθονών…) γονέων – που τρέχουν σε δουλειές, για λογαριασμούς κι υποχρεώσεις, με διαζύγια και στρεσαρίσματα, παρά τα καλύτερά τους κίνητρα – και τις ατελείωτες ενοχοτύψεις χωρίς επαρκείς (γιατί είναι τόσες πολλές και διαδραστικές και αλληλοεπηρεαζόμενες οι παράμετροι…) απαντήσεις. Το “μα ήταν στο διπλανό δωμάτιο κλεισμένος, νομίζαμε πως ήταν ασφαλής”… ακούγεται τόσο αφελές και ανεύθυνα βολικό στην εποχή του πανταχού παρόντος και τα πάντα υπονομεύοντος διαδικτύου. Και στο τέλος ένα άδειο παιδικό δωμάτιο, γεμάτο γονεϊκούς λυγμούς κι ένα παγκόσμιο “Συγγνώμη γιε μου… Έπρεπε να μουν καλύτερος γονιός”…
Το μόνο σίγουρο πλέον ότι πολλοί έφηβοί μας μεγαλώνουν σ’ ένα ύπουλο, τρομακτικό, δικό τους, κι άγνωστων νοημάτων κι επιρροών, σε μας, κόσμο. Και τους απογοητεύουμε με τις τηλε/εικονικές (πόσο αλληλογνωριζόμαστε κι αλληλοεπιδρούμε στο σπίτι μας;) οικογένειες, τα ανούσια κι αδιάφορα σχολεία (baby/teen-sitting για το 80% με μαθήματα άσχετα με “χαρακτήρες” και “κοινωνία”), τα καθοδηγητικά, αποπλανητικά κι αφιλτράριστα μίντια, την χαοτικά ποικιλότροπη και συγκρουσιακή ηθική, την – άνευ φερέγγυων θεσμών αλήθειας κι αλληλεγγύης – “κοινωνία” που τους πλασάρουμε με ηθικοθρησκοπολιτικά μα ανερμάτιστα λογίδρια σ ένα μεταλλαγμένο κόσμο…
Να την δείτε την Εφηβεία. Να την νιώσετε. Χωρίς να βιαστείτε να πείτε “ευτυχώς όχι στο σπίτι μας”. Αυτό νόμιζαν κι οι άλλοι… Και μετά να αφιερώσετε 5, 10, 20 ποιοτικές ώρες την βδομάδα να επικοινωνείτε ουσιαστικά (για αξίες της κοινωνίας που θέλουμε, για την αυτοεκτίμηση του κάθε παιδιού, για τις συνέπειες της σεξουαλικής ή γενικότερης περιφρόνησης και της βίας) με τα παιδιά σας. Μπας και προλάβουμε ν’ αποτρέψουμε τα χειρότερα μπροστά μας. Γιατί κάποιες οικογένειες και άτομα σκοινοβατούν επικίνδυνα και “θεριεύουν” βίαια κι ανεξέλεγκτα…