Του Γιώργου Νόκου*
Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία όπου ένα έθνος πρέπει να αντικρίσει το παρελθόν του, όσο βαρύ και μακρινό αν είναι. Η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι μία τέτοια στιγμή.
Οποιαδήποτε σκέψη περί «δανεισμού» τους από το Βρετανικό Μουσείο δεν αποτελεί διπλωματική ευφυΐα, δεν είναι πολιτιστική πρόοδος, δεν είναι καν εθνική στρατηγική. Είναι υποχώρηση.
Είναι αποδοχή της αποικιοκρατικής αρπαγής ως τετελεσμένου δικαίου. Είναι αποδοχή μιας κλοπής.
Ας το πούμε όσο πιο απλά και κατανοητά γίνεται. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι ιδιοκτησία της Βρετανίας και του Βρετανικού Μουσείου για να τα δανείσει. Είναι ελληνικά.
Κάθε τετραγωνικό εκατοστό του μαρμάρου τους είναι εμποτισμένο με ελληνικό φως, ελληνική ιστορία, ελληνική τέχνη. Αφαιρέθηκαν βίαια, με πριόνια και σμίλες, από έναν άνθρωπο που αγόρασε «άδειες» από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το έθνος που τα δημιούργησε, που τα γέννησε μέσα από τον Παρθενώνα, το σύμβολο του κλασικού πολιτισμού, καλείται να τα… δανειστεί. Να υπογράψει έγγραφα με όρους «νόμιμου ιδιοκτήτη» τον αρπαγέα. Να σκύψει το κεφάλι και να παρακαλέσει να του τα επιστρέψουν για λίγο, με την υποχρέωση να τα… επιστρέψει. Δηλαδή να επιστρέψει την κλεμμένη του ψυχή.
Η αποδοχή δανεισμού θα σήμαινε στην πράξη αναγνώριση νομικής κυριότητας του Βρετανικού Μουσείου, κάτι που η Ελλάδα δεν έχει αποδεχθεί ποτέ. Αντίθετα, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η πράξη της απόσπασης ήταν προϊόν καταχρηστικής εξουσίας και δεν εμπίπτει στις νόμιμες πράξεις κυριότητας κατά το Διεθνές Δίκαιο Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η Σύμβαση της UNESCO του 1970 για τα μέσα απαγόρευσης και πρόληψης της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης κυριότητας πολιτιστικών αγαθών, αναγνωρίζει ότι η παράνομη μετακίνηση πολιτιστικών αντικειμένων δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου. Παρότι η σύμβαση δεν έχει αναδρομική ισχύ, το πνεύμα της είναι σαφές, ορίζοντας πως η επιστροφή αποτελεί πράξη αποκατάστασης της ηθικής τάξης, όχι δικανική πράξη πλειοδοσίας.
Επιπλέον, το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης του 1954 για την προστασία πολιτιστικής ιδιοκτησίας σε ένοπλη σύγκρουση αναγνωρίζει την υποχρέωση των κρατών να προστατεύουν και να επαναπατρίζουν πολιτιστική κληρονομιά που βρίσκεται παράνομα εκτός εθνικής επικράτειας.
Δεν πρόκειται για πολιτιστική διαχείριση. Πρόκειται για υποχώρηση. Ο δανεισμός των Γλυπτών δεν είναι μια έξυπνη ενδιάμεση λύση. Είναι οριστική παραίτηση από το δίκαιο αίτημα της επανένωσης ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι η έμπρακτη παραδοχή ότι η κυριότητα ανήκει αλλού. Και όποιος το διαπραγματεύεται αυτό, διαπραγματεύεται το αυτονόητο: ότι ο ελληνικός πολιτισμός δεν ανήκει στον ελληνικό λαό.
Η αποδοχή τέτοιου «δανεισμού» ανοίγει νομικά και ηθικά προηγούμενα που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον μας. Θα αποδυναμώσει κάθε μελλοντική μας διεκδίκηση, όχι μόνο για τα Γλυπτά, αλλά και για όλα τα αντικείμενα πολιτιστικής λεηλασίας που ανήκουν στην Ελλάδα.
Ο Παρθενώνας δεν είναι ένα ακόμη μνημείο. Είναι ο πνευματικός ομφαλός της Δύσης. Και τα Γλυπτά του δεν είναι έργα τέχνης. Είναι τα ιερά σύμβολα ενός οικουμενικού πολιτισμού. Αν τα δεχθούμε ως δάνειο, αύριο θα δανειζόμαστε και την ίδια μας την Ιστορία.
Η Ελλάδα δεν ζητά χάρη. Ζητά το ελάχιστο, Δικαιοσύνη. Και η Δικαιοσύνη δεν μπαίνει σε κουτιά μεταφοράς ούτε συνοδεύεται από ασφαλιστήρια συμβόλαια δανεισμού.
Ο δανεισμός των Γλυπτών δεν είναι λύση. Είναι ενταφιασμός της ιστορικής αλήθειας κάτω από το μάρμαρο της διπλωματικής «ευγένειας».
*Ο Γιώργος Νόκος είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ, και εργάζεται από το 2012 στον χώρο των ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ ενώ πραγματοποιεί τηλεοπτικές εμφανίσεις ως σχολιαστής σε ενημερωτικές εκπομπές. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεολογική Σχολή Αθηνών στο ΠΜΣ Θεολογία στον Σύγχρονο Κόσμο με κατεύθυνση Εκκλησία, Διαθρησκειακός Διάλογος και Διεθνείς Σχέσεις.