Πώς βλέπουν την άνοδο των επιτοκίων οι ελληνικές τράπεζες

Παρά τις θετικότερες ενδείξεις για αποφυγή της ύφεσης και του στασιμοπληθωρισμού στην Ευρωζώνη, η εξαγγελία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι θα προβεί πιθανότατα σε νέα αύξηση 50 μονάδων βάσης στη συνεδρίαση Μαρτίου αιφνιδίασε τους αναλυτές, που θεωρούν πλέον πιθανή τη διατήρηση των επιτοκίων σε επίπεδα άνω του 3,50%-4% καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 και ενδεχομένως και το 2024.

Στη διαμόρφωση κλίματος “γαλήνης” έχει σε μεγάλο βαθμό συμβάλει, εξηγούν, η μικρότερη από την αναμενόμενη αύξηση στις τιμές της ενέργειας λόγω χαμηλότερης ζήτησης στο σύνολο της Ευρώπης. Η αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας έφερε ανακούφιση τις αγορές, με τις προβλέψεις για ύφεση να δίνουν τη θέση τους στις εκτιμήσεις για οικονομική επιβράδυνση.

Στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, η μετακύλιση των επιτοκιακών αυξήσεων στους καταθέτες/δανειολήπτες και τις επιχειρήσεις πραγματοποιείται με πιο αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, ενώ μεγαλύτερες αντοχές παρουσιάζει και η πιστωτική επέκταση − η οποία, πάντως, κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα στη χώρα μας, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Iδού σχολιάζουν τις εξελίξεις στα επιτόκια οι επικεφαλής οικονομολόγοι της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς:

Εθνική Τράπεζα

ΕΚΤ: Σε σταθερή αντιπληθωριστική πορεία, με νέα αύξηση επιτοκίων αλλά και θετικότερα συνοδευτικά μηνύματα 

Του Νίκου Σ. Μαγγίνα*

Η ΕΚΤ υλοποίησε την πέμπτη αύξηση επιτοκίων μέσα σε έξι μήνες, με τη σωρευτική μεταβολή τους το ίδιο διάστημα να ανέρχεται σε 3 ποσοστιαίες μονάδες. Ο γενικότερος τόνος των ανακοινώσεων ήταν παρόμοιος με τον Δεκέμβριο, με αρκετές αναφορές στον επίμονο δομικό πληθωρισμό και την ανάγκη συνεπών και σταθερών βημάτων αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων. Υπήρξε ρητή αναφορά σε μία ακόμα αύξηση 0,5% τον Μάρτιο, αλλά και στην προοπτική περαιτέρω αυξήσεων εφόσον τα διαθέσιμα −τότε− δεδομένα καταδείξουν ανάγκη νέων παρεμβάσεων.

Ωστόσο, η ΕΚΤ θεωρεί πλέον πιο ισορροπημένους τους κινδύνους, τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τον πληθωρισμό, όντας λιγότερο απαισιόδοξη για το ενδεχόμενο εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού, παρά τις σημαντικές εστίες αβεβαιότητας. Αναγνωρίζει ότι, αν οι τιμές ενέργειας δεν ενισχυθούν σημαντικά από τα τρέχοντα επίπεδά τους, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα επιταχυνθεί. Παράλληλα, αποφεύγει να χαρακτηρίσει ανησυχητικές τις μισθολογικές αυξήσεις στην Eυρωζώνη, παρότι γίνεται αναφορά στην ανοδική τάση των μισθών. Είναι εμφανές ότι θέλει να αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για περαιτέρω σύσφιξη και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να ενθαρρύνει την προεξόφληση επικείμενης ολοκλήρωσης του ανοδικού κύκλου επιτοκίων από τις αγορές.

Ωστόσο, φαίνεται ότι −αν δεν οξυνθούν κάποιοι από τους κίνδυνους που αναφέρει− βρίσκεται πλέον εγγύτερα στη σταθεροποίηση και ίσως να υιοθετούσε ήδη πιο ήπιο τόνο αν δεν της το επέτρεπε η μεγαλύτερη, από την αναμενόμενη, ανθεκτικότητα των οικονομιών της Ευρωζώνης. Παράλληλα, τονίστηκε ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε περιοριστικό επίπεδο για αρκετό διάστημα μετά την κορύφωσή τους, στέλνοντας ένα σαφές σήμα προς την αγορά να προσαρμόσει τη στρατηγική της, καθώς αυτό συνεπάγεται και αυξανόμενα πραγματικά επιτόκια όσο ο πληθωρισμός υποχωρεί. Οι επιδράσεις των κινήσεων της ΕΚΤ είναι πλέον ορατές στην εξασθένηση της πιστωτικής επέκτασης στην Ευρωζώνη, όπου η μετακύλιση των επιτοκιακών αυξήσεων είναι και πιο έντονη.

Όσον αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η παρατηρούμενη μέχρι τον Δεκέμβριο προσαρμογή των μεσοσταθμικών τραπεζικών επιτοκίων παραμένει βραδύτερη, τόσο στα επιτόκια των δανείων (με αυξανόμενη βαρύτητα και των δάνειων σταθερού επιτοκίου) όσο και των καταθέσεων. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης φαίνεται να εμφανίζει μεγαλύτερες αντοχές σε σύγκριση με την Ευρωζώνη −ειδικά προς τον εταιρικό τομέα−, ξεκινώντας φυσικά από μια χαμηλή αφετηρία.

Αν και οι οικονομικές επιδράσεις των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ χρειάζονται χρόνο για να εκδηλωθούν, τα χαμηλά πλέον επίπεδα μόχλευσης στην ελληνική οικονομία (εξαιρώντας τα ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια), οι ανθεκτικοί αναπτυξιακοί καταλύτες αλλά και τα στοχευμένα μέτρα προς ευάλωτες ομάδες από Δημόσιο και τράπεζες φαίνεται να περιορίζουν τους κινδύνους από την κορύφωση του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων μέχρι τα μέσα του έτους.

* Ο Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας

Τράπεζα Πειραιώς
Από την ακριβή ενέργεια, στα υψηλά επιτόκια

Του Ηλία Λεκκού* 

Σε μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών ΗΠΑ και Ευρωζώνης ανταποκρίθηκαν πλήρως στις προσδοκίες για αύξηση του κόστους χρήματος κατά 0,25% στις ΗΠΑ (βασικό επιτόκιο 4,75%) και κατά 0,50% στην Ευρωζώνη (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων 2,5%). Ωστόσο, πολλά από τα υποκείμενα μακροοικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία έχουν μεταβληθεί ριζικά.

Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία τόσο στις ΗΠΑ όσο κυρίως στην Ευρωζώνη καταδεικνύουν ότι η πολυαναμενόμενη ύφεση και πληθωριστική αναζωπύρωση η οποία θα προέρχετο από τις υψηλές τιμές ενέργειας κατά τη διάρκεια του χειμώνα δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ ταυτόχρονα oι πληθωριστικές πιέσεις ιδιαίτερα στις ΗΠΑ αλλά και στον συνολικό πληθωρισμό (αλλά όχι τον δομικό) της Ευρωζώνης έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Μέσα σε αυτό το καλύτερο του αναμενόμενου οικονομικό κλίμα, οι αγορές έχουν σπεύσει να υιοθετήσουν το ευνοϊκό σενάριο της ομαλής προσγείωσης των οικονομιών, με παράλληλη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στο προσεχές μέλλον. Αυτή είναι μια θετική μεν, αλλά όχι η πιο πιθανή πορεία των γεγονότων.

Αξιολογώντας μια σειρά “πρόδρομων δεικτών” σε συνδυασμό με τη σωρευτική αύξηση των επιτοκίων (υφιστάμενη και αναμενόμενη), έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια “στιγμή γαλήνης”, καθώς μεταβαίνουμε από τον φόβο μιας ενεργειακής/πληθωριστικής ύφεσης σε μια επιβράδυνση υπό την πίεση της ταχύτητας σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, αναμένουμε η οικονομία των ΗΠΑ να επιβραδυνθεί στο 3ο και 4ο τρίμηνο του 2023, ενώ η οικονομία της Ευρωζώνης να ακολουθήσει το 4ο τρίμηνο του 2023 και πιθανότατα το 1ο τρίμηνο του 2024. Αυτή η ρηχή και βραχυπρόθεσμη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας θα σηματοδοτήσει μια επιστροφή στο προ-2010 παρελθόν, όπου και τότε η πλειοψηφία των οικονομικών υφέσεων ήταν αποτέλεσμα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών.

Ιδιαίτερα για την περίπτωση της ΕΚΤ, θεωρώ πολύ πιθανό το ενδεχόμενο της υπεραντίδρασης από πλευράς ΕΚΤ, η οποία ενδεχομένως να δοκιμάσει να αυξήσει τα επιτόκια κοντά στην περιοχή του 3,5%-4% και στη συνέχεια να τα διακρατήσει σε αυτά τα επίπεδα για περίοδο μεγαλύτερη του αναμενόμενου. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του αρνητικότατου σοκ στους όρους του εμπορίου της Ευρωζώνης ως απόρροια των παγκόσμιων γεωπολιτικών εξελίξεων, δύναται να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα της Ευρωζώνης σε μακροχρόνιο ορίζοντα, με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου η ΕΚΤ να αναγκαστεί να επαναφέρει τα επιτόκια στα πολύ χαμηλά επίπεδα του άμεσου παρελθόντος.

* Ο Ηλίας Λεκκός είναι επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής

Alpha Bank
Προσδιοριστικοί παράγοντες του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων

Του Παναγιώτη Καπόπουλου*

Ένα δομικό στοιχείο του μεταπανδημικού σκηνικού στην παγκόσμια οικονομία είναι η μεταστροφή των κεντρικών τραπεζών από τη χαλαρή στη συσταλτική νομισματική πολιτική, με σκοπό τον περιορισμό του πληθωρισμού, ο οποίος αποτελεί απότοκο της ταυτόχρονης παρουσίας τριών παραγόντων.

Πρώτον, της αυξημένης ζήτησης που υποδαυλίστηκε από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που ελήφθησαν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και χρηματοδοτήθηκαν εν πολλοίς από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού που εφάρμοσαν οι κεντρικές τράπεζες στην περίοδο της πανδημίας. Δεύτερον, τη διάτρηση των εφοδιαστικών αλυσίδων λόγω των μέτρων για τον περιορισμού της COVID-19, και τρίτον, την περαιτέρω επιδείνωση του προβλήματος στις αλυσίδες αξίας και κυρίως στην αγορά ενέργειας και τροφίμων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν −άλλες ταχύτερα, άλλες με καθυστέρηση−, δίνοντας το έναυσμα σε έναν ανοδικό κύκλο επιτοκίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία αύξησε τα επιτόκια επτά φορές το 2022 και ακόμα μία φορά το 2023, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την ακολούθησε. Ιστορικά, ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων συνδέεται με την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης των δυτικών οικονομιών, καθώς αυξάνει το κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα να αποτρέπει ή να αναβάλλει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.

Άλλοι παράγοντες που προοικονομούν την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας είναι, πρώτον, η μείωση της κατανάλωσης, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στο πληθωριστικό περιβάλλον, δεύτερον, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, που δυσχεραίνει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους ενέργειας, και τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα που επιβαρύνει περαιτέρω το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Σε αυτό το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ακόμα μία αύξηση των επιτοκίων. Με την κορύφωση των επιτοκίων να αναμένεται εντός του τρέχοντος έτους, η αποκλιμάκωση θα είναι μάλλον σταδιακή και θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως τις ενδείξεις για τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την πορεία του δομικού πληθωρισμού και των προσδοκιών, καθώς και τις χρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Η εγκατάλειψη, ωστόσο, της πολιτικής μηδενικής ανοχής έναντι της COVID και συνεπώς το άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας μπορεί να επιβραδύνει την πτώση τόσο των τιμών ενέργειας όσο και του δομικού πληθωρισμού μέσω της αυξημένης ζήτησης, ενισχύοντας παράλληλα τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας.

* Ο Παναγιώτης Καπόπουλος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank

Πηγή: capital.gr