Η λίμνη Κάρλα και οι ψαράδες της

Η λίμνη Κάρλα ήταν  η μεγαλύτερη λίμνη στην Ελλάδα, η οποία αποξηράνθηκε το 1962, επειδή την εποχή εκείνη προκαλούσε πλημμύρες στις πέριξ γεωργικές καλλιέργειες, ενώ ορισμένες βαλτώδεις εκτάσεις γύρω της προκαλούσαν την έντονη παρουσία εντόμων. Βρισκόταν νοτιοανατολικά της Λάρισας, κοντά στις βόρειες πλαγιές του Πηλίου, στα όρια των Νομών Λαρίσης και Μαγνησίας.

Γράφει ο Ευάγγελος Μπαλντούνης (Φιλόλογος)

Η προέλευση της ονομασίας: Η λίμνη στην αρχαιότητα ονομαζόταν Βοιβηΐς (Βοιβηΐδα). Υπήρχε η πόλη Βοίβη στις όχθες της ως το 280 πΧ. Η Φοίβη (το -φ στα Θεσσαλικά -β) ήταν η μητέρα της Λητούς και η γιαγιά του Απόλλωνος. Στα μεσαιωνικά χρόνια αλλάζει όνομα: Κάρλα. Δύο οι υποθέσεις για το όνομα: α) Κάποιος δούκας Κάρολος κυβέρνησε αυτά τα μέρη. β) Οι Σλάβοι την ονοματοθέτησαν από έναν άρχοντα Κράλη. Η Κάρλα ανήκε στους Καναλιώτες ψαράδες. Μαρτυρία του 1815 αναφέρεται σε τουρκική απόφαση ότι  «…όλην την λίμνην Κάρλαν να εξουσιάζουν οι Καναλιώται και αυτοί να την δουλεύουν». Τη λίμνη την ενοικίαζαν με το σύστημα του  «μουκατά»: μπορούσε κάποιος να πληρώσει στους Τούρκους ένα ποσό έναντι των ετήσιων φόρων και κατόπιν να εισπράξει ο ίδιος τους φόρους.

Το καθεστώς διοίκησης της λίμνης: Μετά την Τουρκοκρατία, η Κάρλα ελεγχόταν από τα Δημόσιο. Την επόπτευε η Διεύθυνση της λίμνης, χορηγούσε άδειες αλιείας και τηρούσε Μητρώα για τους ψαράδες και Λεμβολόγια για τις βάρκες. Υπήρχαν και 5 βαλτοφύλακες που επέβλεπαν: α) Να μην γίνεται διακίνηση ψαριών χωρίς δημοπρασία στις σκάλες. Η φορολογία ήταν 25% επί του ποσού πώλησης των ψαριών. β) Χρησιμοποιούνταν και ως ζυγιστές στο ζύγισμα με το καντάρι. γ) Να μην ψαρεύουν στο διάστημα που απαγορευόταν. Η Κάρλα είχε άφθονα ψάρια πολλών ειδών. Τα αποκαλούσαν «καρλιώτικα»: γριβάδια, πλατίτσες, σαζάνια, μποτσκάρια, μπίζια, γλίνια, χέλια. Το έτος πχ 1917 η ιχθυοπαραγωγή έφτασε τους 1400 τόνους, ενώ το 1949 τους 1000. Δεν περιλαμβάνονται οι ποσότητες για οικογενειακή κατανάλωση, η ερασιτεχνική αλιεία και η λαθραλιεία.

Η 5μηνη «απεργία» των ψαράδων: Από το Πάσχα ως τον Δεκαπενταύγουστο, οι ψαράδες έμειναν στα χωριά τους δίνοντας στη φύση τον χρόνο για να αναπαραχθεί ο γόνος. Τότε ήταν που ζωντάνευαν τα χωριά, αφού τον υπόλοιπο χρόνο ήταν γυναικοκρατούμενα. Έφευγαν από το χωριό αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο και επέστρεφαν την Κυριακή των Βαΐων τον επόμενο χρόνο. Η αναχώρηση γινόταν κατά ομάδες (ντουκάνια) από 2 – 6 ή από 7 – 8 άτομα. Πήγαιναν προς το βόρειο μέρος, προς το Καλαμάκι.

Προεργασία για τις καλύβες: Εκεί στις καλαμιές, τα βούρλα και τα ραγάζια, έστηναν με μοναδικό τρόπο τις στρογγυλές καλύβες τους πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Διάλεγαν πρώτα το «φουντάνι», το μέρος δηλ. που θα τις κατασκεύαζαν. Ανέβαιναν μετά στο βουνό και έκοβαν 10 – 25 μακριά ξύλα (λούρα) μήκους 6 – 10μ. που θα χρησιμοποιούσαν ως όρθια στηρίγματα της καλύβας. Επίσης άλλα 30 – 40 λούρα μήκους 3 – 4μ. για τα οριζόντια στηρίγματα (ζώσματα) και πολλά δέματα με κλαδιά από λυγαριές. Τα μετέφεραν στις όχθες με ζώα ή στον ώμο και από εκεί με βάρκες στο φουντάνι.

Η οργάνωση του «νοικοκυριού τους» :  Αφού έφτιαχναν την καλύβα πάνω στα νερά, στην κορυφή της τοποθετούσαν ξύλινο σταυρό και μέσα το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου. Στο κέντρο του δαπέδου έβαζαν τετράγωνη πέτρινη πλάκα πάχους 5 εκατ. Γύρω της δημιουργούσαν ένα κοίλωμα από άλλες 4 μακρόστενες πέτρες, το άλειφαν με λάσπη και η «φωτοκαγιά» (εστία) ήταν έτοιμη. Από το κέντρο της κορυφής κρεμούσαν ένα σχοινί πάνω από την εστία, που στο κάτω μέρος του είχε γάτζο. Απ’ αυτόν κρεμούσαν για μαγείρεμα την κακαβούρα, μικρό μπακιρένιο καζάνι . Χρησιμοποιούσαν και τηγάνι. Κοιμόντουσαν σε κυκλική διάταξη γύρω από τη φωτιά, σε στρώματα από καλάμια. Όταν ψάρευαν φορούσαν παντελόνια (από δέρμα κατσίκας) μέχρι το στήθος με ενσωματωμένες μπότες για να μπαίνουν στο νερό.

Οι μέθοδοι αλίευσης: Κάθε ομάδα είχε την καλύβα της και τον αρχηγό της, τον καπετάνιο. Ήταν ο εμπειρότερος και μεγαλύτερος σε ηλικία. Τα καθήκοντά του ήταν διοικητικά. Φρόντιζε για την καλή συνεργασία και αποδοτικότητα της ομάδας. Η κοινότητα των ψαράδων ανέπτυξε δικούς της τρόπους ψαρέματος: α) Με δίχτυα που τα έπλεκαν οι γυναίκες από βαμβακερό ή συνθετικό νήμα. β) Με τον γρίπο και τον μακαρά (όπως η τράτα: ρίχνεται σε ομαλό βυθό και σέρνεται αργά – αργά από τη στεριά με τη βοήθεια τροχαλίας). γ) Με τα κατίκια (καλαμένιες ψαροπαγίδες).

Το «γυροβόλι» και η πώληση των ψαριών: Δημιουργούσαν και το «γυροβόλι», έναν χώρο κοντά στην είσοδο τής καλύβας περιφραγμένο με χοντρά καλάμια. Εκεί έριχναν όσα ψάρια δεν πήγαιναν αμέσως στη σκάλα, ώστε να παραμείνουν ζωντανά μέχρι την άλλη φορά. Πουλούσαν τα ψάρια τους στις σκάλες πάντοτε με πλειοδοτική δημοπρασία (συνήθως το απόγευμα). Συγκεντρώνονταν ψαράδες, έμποροι, μικροπωλητές μεταφορείς κ.α. Η διαδικασία είχε πολύ ενδιαφέρον. Έρχονταν και πολλοί άλλοι από όλα τα χωριά και φόρτωναν στα ζώα τους γαλίκια (μεγάλα καλάθια) με ψάρια. Γινόταν μεγάλο εμπόριο σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ήπειρο, γιατί τα ψάρια αυτά ήταν περιζήτητα.

Η μοναδικότητα των βαρκών: Οι βάρκες, με μήκος 5μ και πλάτος 1μ, ήταν ζωντανό κομμάτι της ντόπιας ναυπηγικής παράδοσης. Υπήρχαν ντόπιοι ναυπηγοί που τις κατασκεύαζαν. Οι τελευταίοι κατασκευαστές ήταν ο Παπαϊωάννου Ν. και ο Βέργος Γ. Σήμερα δεν διασώζεται καμμιά παλιά βάρκα, παρά μόνο διάσπαρτα σπασμένα κομμάτια. Το 1995 οι δύο αυτοί συνταξιούχοι πλέον καραβομαραγκοί, δημιούργησαν μία βάρκα στο παλαιό ξυλουργείο τους με τον μοναδικό τους τρόπο. Τοποθετήθηκε στην Πλατεία των Καναλιών για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι….

Οι μεταφορικές λέμβοι: Υπήρχαν και μεγαλύτερες βάρκες (7μ μήκος και 2μ πλάτος), που τις έλεγαν περατζάνες ή περαταριές. Τις χρησιμοποιούσαν για το πέρασμα από την μια στην άλλη  όχθη, κυρίως στο Καλαμάκι και το Αχίλλειο ή το Σωτήριο. Μετέφεραν επιβάτες, ζώα (πρόβατα, γουρούνια, κατσίκες, γαϊδούρια) για σφαγή ή για πώληση, σιτάρι, καλαμπόκι και εμπορεύματα για τα μαγαζιά. Το βάρος που μετέφεραν ξεπερνούσε τα 1000 κ. Η κίνηση της βάρκας γινόταν με δύο μεγάλα κουπιά, περ. 4μ το ένα. Ο ψαράς κωπηλατούσε όρθιος κοιτάζοντας προς το κεφαλάρι της βάρκας….

Λένε πως οι λίμνες είναι ο γήινος οφθαλμός, το εξαίσιο μάτι της μητέρας Φύσης. Η ζωή στην Κάρλα πριν από την αποξήρανσή της, το επιβεβαιώνει. «Οι λίμνες… Πρόσεξες ποτέ τις λίμνες; Δεν είναι σαν τις θάλασσες. Οι θάλασσες μιλούν… τραγουδούν. Οι λίμνες ονειρεύονται…» (Αλκυόνη Παπαδάκη).

– Βιβλιογραφία: «Μουσείο λιμναίου πολιτισμού Κάρλας».  «Κάρλα, ο πολιτισμός του νερού», Αρχείο ντοκιμαντέρ ΕΡΤ.

-Οι φωτογραφίες είναι του αείμνηστου Λαρισαίου φωτογράφου Τάκη Τλούπα.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET